Διάχυτη είναι η εντύπωση πως όχι μόνο κάτι δεν δουλεύει καλά, αλλά πως γενικώς τα πράγματα στην αριστερά και στην κεντροαριστερά, βρίσκονται σε μία περιδίνηση με άγνωστο προς το παρόν αποτέλεσμα.
Εκείνο που παρατηρεί κάποιος τρίτος, είναι η αγωνιώδης προσπάθεια, όλων όσων διατείνονται πως εκφράζουν είτε την καθαρόαιμη αριστερά, είτε την κεντροαριστερά με αναφορές στη σοσιαλδημοκρατία, να καταστήσουν σαφές πως αυτοί θα ηγηθούν του αντι-Μητσοτακικού μετώπου στην πορεία προς τις ευρωεκλογές.
Προσπαθώντας να αντλήσουν μαθήματα και εμπειρίες από τον αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο των προηγούμενων χρόνων, δυστυχώς δεν μπορούν να αντιληφθούν πως επρόκειτο για ένα τελείως διαφορετικό ως προς τα κοινωνικά και πολιτικά του χαρακτηριστικά κίνημα με σαφώς οριοθετημένους στόχους και χρονοδιαγράμματα υπαγορευμένα από τις απαιτήσεις εκείνων των καιρών.
Αναρωτήθηκαν σε δημόσια εκδήλωση τρία προβεβλημένα στελέχη των όμορων ιδεολογικά και πολικά χώρων, αρχικά «Ενάντια στον Μητσοτάκη ποιός;» για να το διορθώσουν λίγο αργότερα «Ενάντια στον Μητσοτάκη πώς;». Κι ενώ έγινε πολύς ντόρος και φασαρία στα ΜΜΕ, ήταν αρκετή η σχεδόν «καταδρομική» επίσκεψη του Κασσελάκη για να μετατοπιστεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και να πάνε στράφι όλες οι προσπάθειες των διοργανωτών.
Μικρό το κακό θα μου πείτε, τη στιγμή που τόσο η αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου ώστε να διορθωθούν οι αδικίες που ταλανίζουν τα ομόφυλα ζευγάρια, όσο και το νομοσχέδιο για την ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στη χώρα, προκαλούν τριγμούς σε αυτά τα κόμματα, τα οποία αναζητούν ευπρόσωπη διαφοροποίηση επιστρατεύοντας, ορισμένες φορές, επιχειρήματα περασμένων δεκαετιών.
Αδικούν έτσι και τον εαυτό τους, αλλά και πολλούς από τους φίλους και οπαδούς τους, οι οποίοι έχουν πιο προωθημένες θέσεις και απόψεις, από τα κομματικά κονκλάβια και ιερατεία. Κρίμα, γιατί και τα δύο αυτά νομοσχέδια, προσφέρονται για έναν δημιουργικό, πολιτικό διάλογο, μία ώσμωση των πολιτικών οργανισμών της χώρας, οι οποίοι θα μπορούσαν να τον αξιοποιήσουν για ευρύτερες συναινέσεις σε κρίσιμους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής που τόσο ανάγκη τις έχει η χώρα.
Αναζητώντας διέξοδο από το αδιέξοδο που οι ίδιες αυτές πολιτικές δυνάμεις δημιούργησαν για τον εαυτό τους, προσπαθούν με κάθε τρόπο να διαφοροποιηθούν απέναντι στα δύο αυτά νομοσχέδια, τη στιγμή που θα μπορούσαν κάλλιστα να αντιπροτείνουν γόνιμα, δημιουργικά επιχειρήματα για την πρόοδο της κοινωνίας.
Αντ' αυτού ο ένας ανακαλύπτει το σκανδιναβικό μοντέλο εκπαίδευσης που αποκλείει το κέρδος, πράγμα που το ακούς σαν μια φωνή βγαλμένη από κάποια ξεχασμένη κρύπτη της ιστορίας. Ένας άλλος, θυμάται τα ήθη κι έθιμα ορεσίβιων κοινοτήτων, κατακεραυνώνοντας την «σχεδιασμένη διάλυση των παραδοσιακών αξιών» και νομίζεις πως βλέπεις τον Πούτιν με τσιγκελωτό μουστάκι.
Ανάλογη ήταν και η στάση τους με τις αγροτικές κινητοποιήσεις, όπου δαπανήθηκε πολιτικό κεφάλαιο, μόνο και μόνο για να δηλώσουν πως στηρίζουν όλα τα αιτήματα των αγροτών. Προφανώς, ζουν ακόμη στην εποχή του συνθήματος «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά». Κάποιος που τους αγαπάει ας τους θυμίσει πως διανύουμε την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Στο μεταξύ, τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, συναντήθηκαν για άλλη μία φορά με αφορμή το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια. Κ.Κ.Ε., Νίκη και Σπαρτιάτες, δήλωσαν πως θα το καταψηφίσουν, θεωρώντας πως υποσκάπτεται για τους μεν η ταξική συνείδηση, ενώ για τους δε, η εθνική συνείδηση.
Τρικυμία στο κρανίο, αλλά έχουμε συνηθίσει πλέον σε αυτού του είδους τους ιδεολογικούς ακροβατισμούς και τις οπισθοδρομικές αντιλήψεις των εν λόγω κομμάτων, μοναδικός στόχος των οποίων είναι η αυτοαναπαραγωγή τους ως μηχανισμοί, χάρη στη γενναιόδωρη κρατική επιχορήγηση. Μετά την ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου θα βρουν κάποια άλλη αφορμή για να δηλώσουν την προσκόλληση τους σε προνεοτερικές μορφές οργάνωσης της κοινωνίας.
Θα μπορέσουν οι δύο αυτοί χώροι της αριστεράς και της κεντροαριστεράς, να αντιληφθούν τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της εποχής; Θα καταφέρουν να έρθουν σε επαφή με την πραγματικότητα που βιώνει η ελληνική κοινωνία; Θα βρουν τις δυνάμεις, πνευματικές, ιδεολογικές, πολιτικές, να αρθρώσουν έναν νέο πολιτικό
λόγο, σύγχρονο, καινοτόμο, παιδαγωγικό και δημιουργικό, ώστε να κερδίσουν τη συμπάθεια και τις καρδιές όλων εκείνων που αυτοπροσδιορίζονται μεν ως κεντροαριστεροί, ψηφίζουν δε Μητσοτάκη, γιατί σε αυτόν βλέπουν τη μοναδική μεταρρυθμιστική δύναμη, έστω με αδυναμίες και καθυστερήσεις, της χώρας;
Ας ελπίσουμε πως οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, δεν θα απαντηθούν σε άκυρο χρόνο, στοιχειοθετώντας άλλη μία χαμένη ευκαιρία.