Ας μου συγχωρεθεί το δάνειο από τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό στον τίτλο του σημερινού σημειώματος. Αυτή ήταν μία επιβεβλημένη διευκρίνιση.
Και τώρα, ας περάσουμε στα γνωστά σε όλους, αλλά είναι χρήσιμο, καμιά φορά να τα επαναλαμβάνουμε.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Νιόνιος, ο Νιόνιος μας, είναι αναπόσπαστο, πολύτιμο κομμάτι του νέου ελληνικού πολιτισμού. Του πολιτισμού που γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες του Εμφυλίου πολέμου, σε μια χώρα που πάλευε να ορθοποδήσει και να συντονίσει το βήμα της μας τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Συνάμα, όμως, είναι, μια μεγάλη λαμπερή ψηφίδα της προσωπικής μυθολογίας μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Είναι δομικό, μελωδικό στοιχείο του soundtrack της ζωής, πολλών γενιών. Είναι ένας ποιητής της ζωής και της τέχνης, τον οποίο δεν μπορείς να κατατάξεις σε κανένα ρεύμα, σχολή ή τάση, καθώς εξ αρχής, αποφάσισε, - και τιμά μέχρι σήμερα την επιλογή του,- να στέκεται μοναχός στην ανεμοδαρμένη κορυφή του Παρνασσού.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος ανέλαβε οικειοθελώς ένα άχθος που είναι βαρύ για τον άνθρωπο: να πορεύεται μοναχός με την τέχνη του, να μείνει ανεξάρτητος και έξω από κομματικά μαντριά, να λέει αυτό που πιστεύει κάθε φορά, πάντα με ευγένεια και τρυφερότητα. Έτσι, έμεινε πάντα ειλικρινής μέσα στην αυθεντικότητά του.
Κι ο κόσμος του το ανταπέδωσε. Τον αγάπησαν όλες οι γενιές, πριν και μετά τη δικτατορία. Τα τραγούδια που συγκινούσαν τους ανήσυχους λαμπράκηδες, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το «Φορτηγό», συγκίνησαν και τους νεαρούς της Μεταπολίτευσης που μόλις είχαν βγάλει τα κοντά παντελονάκια, συγκίνησαν και τα παιδιά της «Αλλαγής» μετά το 1981, αλλά και τις γενιές των δεκαετιών του ’90 και του 21ου αιώνα. Αν υπάρχει ένας και μοναδικός κριτής στην τέχνη αυτός είναι ο χρόνος. Και η τέχνη του Νιόνιου άντεξε και αντέχει στο χρόνο.
Αυτός ο Νιόνιος λοιπόν, ο Νιόνιος μας, διατύπωσε σε συνέντευξη του, την άποψη για τις επερχόμενες εκλογές. Με την άποψη αυτή, ο καθένας, μπορεί να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει. Έτσι γίνεται στη Δημοκρατία. Την αστική. Την κοινοβουλευτική. Όχι, όμως, στην «λαϊκή», την αριστερή που γοητεύεται πάντα από την γκρίζα ομοφωνία και την ταπεινωτική ομοθυμία των «πιστών». Ο Νιόνιος μιλάει, όταν άλλοι, ομότεχνοι του σιωπούν, για να μη δυσαρεστηθούν οι γκρίζοι καρδινάλιοι και οι μεγάλοι ιεροεξεταστές της κομματικής καθαρότητας∙ για να μην χάσουν το μπεζαχτά από τα νεολαϊστικά, κομματικά φεστιβάλ. Και αυτό δεν του το συγχωρούν.
Δεν πρόλαβε να μεταδοθεί η εκπομπή και αμέσως ξεχύθηκαν στις διαδικτυακές στρούγκες, τα κομματόσκυλα και από πίσω τους τα πτωματοφάγα όρνεα, προσπαθώντας να αποδομήσουν όχι την πολιτική θέση του τροβαδούρου, αλλά την ίδια την προσωπικότητά του.
Άνθρωποι, το αποτύπωμα των οποίων σε τούτη τη ζωή, είτε είναι ανύπαρκτο είτε βρίσκεται στα σκουπίδια του μαζικού πολιτισμού, ανέλαβαν τον ρόλο του εκτελεστή ή του εισαγγελέα στο κομματικό δικαστήριο, όπως παλιά, με την υπόθεση Κουλουφάκου και του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης».
Η ιστορία της ελληνικής αριστεράς, είναι γεμάτη από κομματικά δικαστήρια εναντίον αντιφρονούντων, ελευθεροφρόνων διανοουμένων και καλλιτεχνών. Ελέγχοντας, μέχρι και σήμερα, ισχυρούς θύλακες στα πανεπιστήμια, διάφορες «λογοτεχνικές συντροφιές» που συναγελάζονται γύρω από διάφορα περιοδικά (αγνώστου χρηματοδότησης), ομίλους «προβληματισμού» κ.λπ. η ελληνική αριστερά δημιουργεί συνθήκες ασφυκτικές για κάθε έναν που δεν θα δηλώσει απόλυτη υποταγή στο κομματικό ιερατείο, αφού (πώς να το κάνουμε;) μόνο αυτό γνωρίζει ποια είναι η αλήθεια, ποιοι οι πραγματικοί της απόστολοι και ποιος ο τελικός στόχος για μια ευτυχισμένη ευτυχία (με τα μισά, τουλάχιστον, μέλη της στα Γκουλάγκ).
Όχι, ο Νιόνιος κατέκτησε, όπως όλοι όσοι δεν βολευτήκαμε, στη γλυκιά θαλπωρή της κομματικής στάνης, να λέει αυτό που πιστεύει, χωρίς φόβο και πάθος. Το κατέκτησε με την τέχνη και το ήθος του, όσο κι αν προσπαθούν σήμερα να τα υπονομεύσουν αμφότερα, εξαπολύοντας τα ορκ του διαδικτύου.
Δεν έχει ανάγκη ούτε από υπεράσπιση, ούτε από ταπεινά εγκώμια σαν αυτό το σημερινό σημείωμα, γιατί έχει ξεφύγει από τα συνηθισμένα κι έχει πολύτιμο σύμμαχο τον χρόνο.
Στέκεται πάνω στην κορυφή του Παρνασσού, χαμογελάει σαν καλοκάγαθος παππούς που είναι πια και σιγομουρμουρίζει: απόπειρα εναντίον μου με μαχαίρι, δεν ήμουν εκεί, τον συγχωρώ.