Ήταν πριν δύο χρόνια, όταν σε μία ραδιοφωνική μου εκπομπή, συνομιλώντας με τον Στράτο Φαναρά, διευθύνοντα σύμβουλο της METRON Analysis, άκουσα για πρώτη φορά τον όρο «εποχή της άμυνας». (αργότερα ο Στράτος έγραψε κι ένα εμπεριστατωμένο άρθρο επ’ αυτού του ζητήματος). Η συζήτηση είχε γίνει με αφορμή την πανδημία και πως αυτή άλλαξε τον μέχρι τότε γνωστό μας κόσμο.
Έκτοτε, πέραν της πανδημίας, αντιμετωπίσαμε μέγα-πυρκαγιές (όχι μόνο εμείς, αλλά ο μισός σχεδόν πλανήτης), αλλαγές στη συνήθη συμπεριφορά του καιρού, που έφεραν τα πάνω - κάτω και διάφορα άλλα περιστατικά που θύμιζαν σκηνές από ταινίες μελλοντικής δυστοπίας. Ήρθε και ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και ο κόσμος μπήκε σε μία εποχή, όταν τα παλιά δεδομένα δεν ισχύουν πλέον, ενώ τα νέα δεν έχουν ακόμη ξεκαθαρίσει.
Όσο κι να μη θέλουμε να το παραδεχτούμε, ο κόσμος αλλάζει μπροστά στα μάτια μας, δημιουργώντας πρωτόγνωρες για εμάς συνθήκες, για τις οποίες δεν είμαστε προετοιμασμένοι ούτε σε υλικό ούτε σε ψυχολογικό επίπεδο.
Το μόνο σίγουρο είναι πως αν παραμείνουμε στη φάση της άρνησης και κατ’ επέκταση της αδράνειας, τότε η ζωή θα δυσκολέψει πολύ και οι θεωρίες περί δυστοπικού μέλλοντος θα αποδειχτούν αληθινές.
Το μέλλον έχει ήδη έρθει, φέρνοντας μαζί του, εκτός από τις θαυμαστές νέες ανακαλύψεις και ένα σωρό προβλήματα, τα οποία απαιτούν ρηξικέλευθη σκέψη και άμεση δράση. Για το λόγο αυτό, τεράστιο ρόλο διαδραματίζει η κοινωνική συναίνεση, η οποία θα στηρίζεται στην αποδοχή μερικών βασικών παραδοχών. Για παράδειγμα, κανένα κόμμα και καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής, αν σε αυτό δεν έχει τη ενεργή συμμετοχή των πολιτών. Μια συμμετοχή, η οποία αρχίσει από την φροντίδα των ιδιόκτητων οικοπέδων και κήπων και φτάνει μέχρι την ανάπτυξη ενός υγιούς, ευρύτατου, οργανωμένου και συνειδητοποιημένου κινήματος εθελοντισμού.
Μπορεί, όμως, μια κοινωνία, η οποία έχει περάσει μέσα από το καμίνι των διαδοχικών κρίσεων και της κυριαρχίας ενός άκρατου και διαρκώς μεταλλασσόμενου λαϊκισμού που ταλαντεύεται από την άκρα αριστερά στην άκρα δεξιά, να βρει τα κατάλληλα αντανακλαστικά, τη δύναμη και τη θέληση να διαμορφώσει νέα κοινωνικά υπεύθυνη συνείδηση και να υπαγορεύσει νέες συμπεριφορές;
Αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να απασχολήσει πριν απ’ όλα το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Το πρόβλημα είναι πως αυτό σήμερα φαντάζει πολύ δύσκολο, εφόσον εντός του υπάρχουν ισχυρότατοι θύλακες ανορθολογισμού και οπισθοδρομικών αντιλήψεων. Δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο να συνεννοηθούν μεταξύ τους άνθρωποι, όταν οι μεν πιστεύουν στην δύναμη της επιστήμης, τη στιγμή που οι δε φοβούνται και αρνούνται ακόμη και τον παιδικό εμβολιασμό. Εξίσου δύσκολο είναι να βρεθεί κοινός τόπος ανάμεσα σε εκείνους που θέλουν να προσπαθήσουν και τους άλλους που παντού βλέπουν καταστροφές.
Μα και στην κοινωνία δεν είναι πιο εύκολα τα πράγματα. Είτε διαταξικά, είτε διαγενεακά προσεγγίσει κανείς το ζήτημα, υπάρχουν χάσματα που δύσκολα μπορούν να πληρωθούν, όση καλή προσπάθεια κι αν κάνουν ορισμένοι.
Απομένει μόνο η κρατική παρέμβαση, όπου με τεκμηριωμένες τεχνοκρατικά αποφάσεις, θα επιβληθούν διάφορα μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη του ευρύτερο δημόσιο συμφέρον και πάντα υπό τον δημοκρατικό έλεγχο των πράξεων και των παραλείψεων της εξουσίας, είτε πρόκειται για την κυβέρνηση, είτε για τους οργανισμούς τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης.
Η προετοιμασία και η υλοποίηση νέων θεσμών, ικανών να αντιμετωπίσουν με επάρκεια τις προκλήσεις, αλλά και με νοοτροπία διαρκούς αλλαγής και προσαρμογής στις συνθήκες, θα πρέπει να είναι μέσα στις άμεσες προτεραιότητες του πολιτικού συστήματος και της Κοινωνίας των πολιτών. Δεν αρκούν πλέον οι κραυγές, οι καταγγελίες, η πολιτική εκμετάλλευση θλιβερών γεγονότων. Απαιτείται άμεση δράση, η οποία θα αφορά όλη την κοινωνική πυραμίδα από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα. Σε διαφορετική περίπτωση, η εποχή της άμυνας, ίσως αποδειχτεί εποχή μεγάλων δεινών και συμφορών, τις οποίες αν δεν μπορούμε να αποφύγουμε, θα πρέπει, τουλάχιστον, να μπορούμε να μετριάζουμε τις επιπτώσεις της.