«Ακροβασίες» μεταξύ σύγκλισης και όξυνσης
Shutterstock
Shutterstock
ΗΠΑ-Κίνα

«Ακροβασίες» μεταξύ σύγκλισης και όξυνσης

Σε ένα «μισοφαγωμένο» σχοινί, που μια δείχνει να ράβεται και μια ξηλώνεται ξανά, ισορροπούν οι σινο-αμερικανικές σχέσεις εν μέσω ενός εύθραυστού διεθνούς περιβάλλοντος που αναδιαμορφώνεται ραγδαία και στο οποίο καμία από τις δύο υπερδυνάμεις δεν δείχνει διατεθειμένη να εκχωρήσει «έδαφος» είτε πρόκειται για ζητήματα γεωπολιτικής επιρροής και ισχύος ή τεχνολογικής υπεροχής.

Ουάσινγκτον και Πεκίνο βρίσκονται σε έναν σκληρό ανοιχτό ανταγωνισμό που έχει εγείρει ανησυχίες διεθνώς ότι μπορεί να καταλήξει σε σύγκρουση, κάτι το οποίο ούτε οι ίδιες δείχνουν να επιζητούν, ωστόσο τα μέτωπα αντιπαράθεσης είναι τόσα πολλά, και τα συμφέροντα εξίσου, που ουδείς θα μπορούσε να αποκλείσει ένα «ατύχημα».

Η αποφυγή ενός τέτοιου «ατυχήματος» μέσω του ανοίγματος διαύλων επικοινωνίας ήταν ακριβώς η στόχευση της επίσκεψης που πραγματοποίησε ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, Άντονι Μπλίνκεν, τον Ιούνιο στο Πεκίνο ως ένα πρώτο βήμα για το σπάσιμο του διπλωματικού «πάγου». 

Ένας χρόνος έχει πλέον συμπληρωθεί από την επίσκεψη της τέως προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Νάνσι Πελόζι, στη δημοκρατικά διοικούμενη Ταϊβάν τον περασμένο Αύγουστο για να ακολουθήσει μήνες μετά η κατάρριψη του κινεζικού κατασκοπευτικού αερόστατου που «χτένισε» ευαίσθητες στρατιωτικές τοποθεσίες των ΗΠΑ, με τις διμερείς σχέσεις να βυθίζονται στο χαμηλότερο σημείο από το 1979 και την αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας επί Κάρτερ.

Τον Άντονι Μπλίνκεν «ακολούθησαν» διαδοχικά στο Πεκίνο η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, ο ειδικός επιτετραμμένος για το Κλίμα Τζον Κέρι και τώρα η υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, Τζίνα Ραϊμόντο.

Η Ουάσινγκτον επαναλαμβάνει πως είναι θεμελιώδους σημασίας μία σταθερή σχέση με το Πεκίνο σε όλα τα επίπεδα, και σαφώς σε οικονομικό. Αυτό είναι το μήνυμα που κόμισε στο καθεστώς Σι και η Τζίνα Ραϊμόντο, ωστόσο κατά την κινεζική ανάγνωση τα λόγια δεν συνάδουν με τα αμερικανικά έργα, καθώς μόλις προ ημερών η κυβέρνηση Μπάιντεν απαγόρευσε τις αμερικανικές επενδύσεις σε κρίσιμες βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας στην Κίνα. Και μπορεί ο Λευκός Οίκος να πρόταξε ζήτημα εθνικής ασφάλειας, όμως η Κίνα δεν «πείθεται» εκλαμβάνοντας την αμερικανική ενέργεια ως σκέλος ευρύτερης εκστρατείας για τον περιορισμό της ανόδου της.

Η ανάσχεση του στρατιωτικού εκσυγχρονισμού και της γεωπολιτικής επιρροής της Κίνας διεθνώς αποτελεί κυρίαρχη προτεραιότητα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες «βλέπουν« πλέον την Κίνα ως τη μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη απειλή για τη δική τους και την παγκόσμια ασφάλεια. Η συναίνεση ως προς αυτό είναι δικομματική, και η γραμμή που ακολουθούν οι ΗΠΑ -η οποία και καθιστά για την Ευρώπη μία ήδη δύσκολη «εξίσωση», δυσκολότερη- αναμένεται να έχει συνέχεια ανεξαρτήτως ποιον θα «εκλέξει» πρόεδρο η αμερικανική κάλπη του 2024.

Η διαρκής απειλή μίας εισβολής στην Ταϊβάν, η κινεζική επεκτακτικότητα σε Ινδο-Ειρηνικό και Νότια Σινική Θάλασσα, η εδραίωση του σινο-ρωσικού άξονα εν μέσω του πολέμου στην Ουκρανία παρότι το Πεκίνο επιχειρεί να εμφανιστεί ως ουδέτερος παράγοντας, ο οικονομικός και γεωπολιτικός ανταγωνισμός, καθώς και ο τεχνολογικός «πόλεμος» με αιχμή τους ημιαγωγούς και την κούρσα υπεροχής στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, είναι μέτωπα «ορθάνοιχτα» και δύσκολο να κλείσουν. Καθαρή στόχευση των ΗΠΑ είναι να υψώσουν μέσω ισχυρών περιφερειακών συμμαχιών «ανάχωμα» στην Κίνα, η οποία στην τρίτη θητεία του Σι Τζινπίνγκ έχει βγει πλέον «επιθετικά» διπλωματικά μπροστά διεκδικώντας ενεργά (και με επιτυχία όπως στην περίπτωση της μεσολάβησης για την επαναπροσέγγιση Σαουδικής Αραβίας-Ιράν) ρόλο εναλλακτικής υπερδύναμης κόντρα στην ηγεμονία των ΗΠΑ.

Πώς αποφεύγεται μία σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας

Ο Τζο Μπάιντεν έχει δηλώσει ότι επιθυμεί να απομακρυνθούν οι δύο χώρες από το ψυχροπολεμικό κλίμα, αλλά μία συνάντηση σε επίπεδο κορυφής που διαρκώς προαναγγέλλεται, ακόμη δεν έχει καταστεί εφικτή. Δεν συνέβαλε και το γεγονός ότι αμέσως μετά την επίσκεψη Μπλίνκεν, στην οποία η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε σημαντικά επενδύσει, ο ίδιος επιφύλαξε τον χαρακτηρισμό «δικτάτορας» στον Σι Τζινπίνγκ. Σε ευρύτερο πλαίσιο, παρά τα βήματα που όντως έχουν γίνει αφότου οι σχέσεις μπήκαν στη βαθιά «κατάψυξη» μετά την κατάρριψη του κατασκοπευτικού αερόστατου, δεν είναι σαφές εάν και σε ποιο βαθμό μπορεί τελικά να ανοίξει ένας δρόμος διπλωματικής προσέγγισης που θα βάλει οριστικά φρένο στις ανησυχίες ότι μπορεί να καταλήξει σε σύγκρουση ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. 

O έγκριτος Αμερικανός οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί γράφει για το Project Syndicate ότι ΗΠΑ και Κίνα παραμένουν σε τροχιά σύγκρουσης και ο νέος «ψυχρός πόλεμος» μεταξύ τους μπορεί τελικά να γίνει θερμός για το ζήτημα της Ταϊβάν. Η «παγίδα του Θουκυδίδη» -που θέλει μια ανερχόμενη δύναμη προορισμένη να συγκρουστεί με έναν κατεστημένο ηγεμόνα- προβάλλει απειλητικά στον ορίζοντα. Αλλά μια σοβαρή κλιμάκωση των σινο-αμερικανικών εντάσεων, πολλώ δε μάλλον ένας πόλεμος, μπορεί ακόμη να αποφευχθεί, γλιτώνοντας τον κόσμο από τις κατακλυσμιαίες συνέπειες που αναπόφευκτα θα ακολουθούσαν, σημειώνει.

Η Κίνα αντιμετωπίζει σήμερα τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια στιγμή που η σχετική ισχύς τους ίσως αποδυναμώνεται και ενόσω η ίδια έχει δεσμευτεί να αποτρέψει τη δική της στρατηγική παρακμή. «Έτσι, αμφότερες οι πλευρές γίνονται όλο και πιο παρανοϊκές για τις προθέσεις της άλλης, και η αντιπαράθεση έχει ως επί το πλείστον αντικαταστήσει τον υγιή ανταγωνισμό και τη συνεργασία. Και οι δύο πλευρές ευθύνονται εν μέρει», επισημαίνει ο Νουριέλ Ρουμπινί.

Υπό τον Σι Τζινπίνγκ, η Κίνα έχει καταστεί πιο αυταρχική και έχει κινηθεί περισσότερο προς τον κρατικό καπιταλισμό. Καθώς ακολουθεί μία ολοένα και πιο επιθετική εξωτερική πολιτική, οι εδαφικές διαφορές μεταξύ αυτής και αρκετών ασιατικών γειτόνων έχουν επιδεινωθεί. Η Κίνα επεδίωξε να ελέγξει την Ανατολική και τη Νότια Σινική Θάλασσα και έγινε όλο και πιο ανυπόμονη να «επανενωθεί» με την Ταϊβάν με κάθε μέσο. Αλλά και ο Σι έχει κατηγορήσει τις ΗΠΑ ότι ακολουθούν τη δική τους επιθετική στρατηγική «συνολικής ανάσχεσης, περικύκλωσης και καταστολής». 

Από την άλλη πλευρά, πολλοί στις ΗΠΑ φοβούνται ότι η Κίνα μπορεί να αμφισβητήσει τη στρατηγική ηγεμονία των ΗΠΑ στην Ασία -καθοριστικός παράγοντας για τη σχετική ειρήνη, την ευημερία και την πρόοδο της περιοχής μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. H κινεζική ηγεσία με τη σειρά της φοβάται ότι οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον προσηλωμένες στην αρχή της «μίας Κίνας», η οποία και αποτέλεσε πυλώνα των σινο-αμερικανικών σχέσεων επί μισό αιώνα. Οι ΗΠΑ όχι μόνο έχουν γίνει λιγότερο «στρατηγικά διφορούμενες» στο ερώτημα αν θα υπερασπιστούν την Ταϊβάν, αλλά έχουν επίσης υποδαυλίσει τους κινεζικούς φόβους περί κινήσεων περιορισμού ενισχύοντας χαρακτηριστικά τις συμμαχίες τους στον Ινδο-Ειρηνικό μέσω του συμφώνου Aukus (Αυστραλία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ), αλλά και της AUCUS (Αυστραλία, Ινδία, Ιαπωνία και ΗΠΑ).

Ένα πρώτο βήμα προς αποφυγή μίας σύγκρουσης θα ήταν κατά τον Νουριέλ Ρουμπινί να αναγνωριστεί ότι ορισμένες από τις επικρατούσες ανησυχίες είναι υπερβολικές. Για παράδειγμα, η ανησυχία των ΗΠΑ για την οικονομική άνοδο της Κίνας θυμίζει τη στάση τους απέναντι στην άνοδο της Γερμανίας και της Ιαπωνίας πριν από δεκαετίες. Εξάλλου, η Κίνα έχει σημαντικά οικονομικά προβλήματα που θα μπορούσαν να μειώσουν τη δυνητική της ανάπτυξη σε μόλις 3%-4% ετησίως, πολύ κάτω από τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 10% που πέτυχε τις τελευταίες δεκαετίες. Η Κίνα έχει γηράσκοντα πληθυσμό και υψηλότατη ανεργία των νέων, υψηλά επίπεδα χρέους τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων ως αποτέλεσμα του εκφοβισμού από το κυβερνών Κομμουνστικό Κόμμα και δέσμευση στον κρατικό καπιταλισμό που εμποδίζει την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών.

Επιπλέον, η κινεζική εγχώρια κατανάλωση έχει αποδυναμωθεί, λόγω της εντεινόμενης οικονομικής αβεβαιότητας και της έλλειψης ενός ευρέος δικτύου κοινωνικής ασφάλειας. Με τον αποπληθωρισμό να κάνει την εμφάνισή του, η Κίνα πρέπει τώρα να ανησυχεί για την «ιαπωνοποίηση» -μια μακρά περίοδος χαμένης ανάπτυξης-, λέει ο διάσημος οικονομολόγος. Όπως τόσες πολλές αναδυόμενες αγορές, θα μπορούσε τελικά να καταλήξει στην «παγίδα μεσαίου εισοδήματος», αντί να φτάσει σε καθεστώς υψηλού εισοδήματος και να γίνει η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.

Και ενώ οι ΗΠΑ μπορεί να έχουν υπερεκτιμήσει τη δυνητική άνοδο της Κίνας, μπορεί επίσης να έχουν υποτιμήσει το δικό τους προβάδισμα σε πολλούς από τους κλάδους και τις τεχνολογίες του μέλλοντος: Τεχνητή νοημοσύνη, ημιαγωγοί, κβαντικοί υπολογιστές, ρομποτική και αυτοματισμοί, καθώς και νέες πηγές ενέργειας όπως η πυρηνική σύντηξη. Η Κίνα έχει επενδύσει σημαντικά σε ορισμένους από αυτούς τους τομείς στο πλαίσιο του προγράμματός της «Made in China 2025», αλλά ο στόχος της για την επίτευξη βραχυπρόθεσμης κυριαρχίας σε δέκα βιομηχανίες του μέλλοντος φαίνεται πλέον μακρινός.

Οι αμερικανικοί φόβοι για την κυριαρχία της Κίνας στην Ασία είναι επίσης υπερβολικοί. Η Κίνα περιβάλλεται από σχεδόν 20 χώρες, πολλές από τις οποίες είναι στρατηγικοί αντίπαλοι ή «εχθροί» -και οι  περισσότεροι από τους λίγους συμμάχους που έχει, όπως η Βόρεια Κορέα, ουσιαστικά αφαιμάσσουν τους πόρους της. Πολλές είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η υπερφιλόδοξη «Πρωτοβουλία ‘Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative, BRI), ενώ όσο και να θέλει η Κίνα θέλει να κυριαρχήσει στον Παγκόσμιο Νότο, πολλές μεσαίες δυνάμεις στέκονται στο δρόμο της.

Σύμφωνα με τον Νουριέλ Ρουμπινί, οι ΗΠΑ έχουν ορθώς επιβάλει κάποιες κυρώσεις για να κρατήσουν βασικές τεχνολογίες μακριά από τα χέρια του κινεζικού στρατού και να εμποδίσουν την επιδίωξη της Κίνας να κυριαρχήσει στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης. Αλλά πρέπει να είναι προσεκτικές ώστε να περιορίσουν τη στρατηγική τους σε αυτήν της απομείωσης ρίσκου, και όχι αποσύνδεσης, εκτός από κάποια αναγκαία τεχνολογική αποσύνδεση και περιορισμούς στις άμεσες επενδύσεις στην Κίνα και τις ΗΠΑ. 

Όσον αφορά την Ταϊβάν, οι ΗΠΑ και η Κίνα θα πρέπει να προσπαθήσουν να καταλήξουν σε μια νέα συνεννόηση για να εκτονώσουν τη σημερινή επικίνδυνη κλιμάκωση, τονίζει ο Νουριέλ Ρουμπινί. Ο Τζο Μπάιντεν θα πρέπει να επαναβεβαιώσει σαφώς την αρχή της «μίας Κίνας» και να ευθυγραμμίσει τις δημόσιες δεσμεύσεις και δηλώσεις του με την αρχή της «στρατηγικής ασάφειας». Οι ΗΠΑ θα πρέπει να πουλήσουν στην Ταϊβάν τα όπλα που χρειάζεται για να υπερασπιστεί τον εαυτό της, αλλά όχι με ρυθμό ή κλίμακα που θα μπορούσε να προκαλέσει την Κίνα να εισβάλει στο νησί πριν η άμυνά του ενισχυθεί σημαντικά. Οι ΗΠΑ θα πρέπει επίσης να δηλώσουν ξεκάθαρα ότι αντιτίθενται σε οποιαδήποτε κίνηση της Ταϊβάν προς την ανακήρυξη ανεξαρτησίας, και θα πρέπει να αποφύγουν συναντήσεις υψηλού επιπέδου με τους ηγέτες της χώρας, προσθέτει στην ανάλυσή του που αναδημοσιεύει ο βρετανικός Guardian.

Η Κίνα, από την πλευρά της, θα πρέπει να θέσει τέλος στις αεροπορικές και ναυτικές επιδρομές κοντά στην Ταϊβάν, και να δηλώσει ρητώς ότι ενδεχόμενη επανένωση θα είναι αυστηρά ειρηνική και αμοιβαία συμφωνημένη· θα πρέπει να λάβει νέα μέτρα για τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών και θα πρέπει να εκτονώσει τις εντάσεις με άλλους γείτονες σχετικά με εδαφικές διαφορές.

Καταλήγοντας, ο τέως καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και επίτιμος καθηγητής του Stern School of Business σημειώνει ότι Κίνα και οι ΗΠΑ πρέπει να ακολουθήσουν πολιτικές που θα μειώσουν τις οικονομικές και γεωπολιτικές εντάσεις και θα προωθήσουν την υγιή συνεργασία σε παγκόσμια ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή και η ρύθμιση της τεχνητής νοημοσύνης. Εάν δεν καταφέρουν να επιτύχουν μια νέα κατανόηση στα ζητήματα που «οδηγούν» την τρέχουσα αντιπαράθεσή τους, τελικά θα συγκρουστούν, κατά την εκτίμηση του ίδιου. Και αυτό, αναφέρει, «θα οδηγήσει σε μια στρατιωτική αντιπαράθεση που θα καταστρέψει την παγκόσμια οικονομία και η οποία θα μπορούσε να κλιμακωθεί ακόμη και σε μια μη συμβατική (πυρηνική) σύγκρουση. Το υψηλό διακύβευμα απαιτεί στρατηγική αυτοσυγκράτηση από αμφότερες τις πλευρές».