Η Ουάσινγκτον έδωσε την άδεια στο Κίεβο να βομβαρδίζει ρωσικά εδάφη με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς που έχει προμηθευτεί ο ουκρανικός στρατός από τις ΗΠΑ, δήλωσε Αμερικανός αξιωματούχος στο Γαλλικό Πρακτορείο. Οι ΗΠΑ «έδωσαν το πράσινο φως στη χρήση πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς», δήλωσε ο αξιωματούχος, μιλώντας υπό τον όρο να μην κατονομαστεί.
Έτσι, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αποδέχεται ένα μακροχρόνιο αίτημα του Κιέβου, λίγο πριν την αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο και την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είναι επικριτικός στην αμερικανική βοήθεια στην Ουκρανία.
Οι πύραυλοι αναμένεται αρχικά να χρησιμοποιηθούν στη ρωσική συνοριακή περιφέρεια του Κουρσκ, όπου Βορειοκορεάτες στρατιώτες έχουν αναπτυχθεί για να υποστηρίξουν ρωσικά στρατεύματα, σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους που μίλησαν στους New York Times υπό τον όρο να μην κατονομαστούν. Ο Λευκός Οίκος αρνήθηκε να σχολιάσει τις αναφορές αυτές.
Από την πλευρά τους, η Γαλλία και η Βρετανία επέτρεψαν στην Ουκρανία να πλήξει στόχους στη ρωσική ενδοχώρα χρησιμοποιώντας τους πυραύλους SCALP και Storm Shadow. Η απόφαση αυτή ελήφθη μετά την έγκριση των Ηνωμένων Πολιτειών, ενημερώνει η Le Figaro.
Ως αποτέλεσμα, οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις μπορούν πλέον να χτυπούν στόχους μέσα στο ρωσικό έδαφος χρησιμοποιώντας όχι μόνο ATACMS αλλά και πυραύλους SCALP και Storm Shadow.
Ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωσε ότι «οι πύραυλοι μιλούν από μόνοι τους» και «τέτοιου είδους πράγματα δεν ανακοινώνονται», μετά τα δημοσιεύματα ότι η Ουάσινγκτον έδωσε την άδεια στο Κίεβο να εξαπολύει επιδρομές βαθύτερα στη Ρωσία με πυραύλους αμερικανικής κατασκευής.
Η Ουκρανία διαρκώς ζητούσε από τους δυτικούς συμμάχους της την άδεια να πλήξει τη ρωσική ενδοχώρα με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς. Ωστόσο, πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, αρνούνταν μέχρι σήμερα να δώσουν αυτό το πράσινο φως, υπό τον φόβο μιας κλιμάκωσης με τη Μόσχα.
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έχει προειδοποιήσει ότι μια τέτοια απόφαση θα σήμαινε ότι «οι χώρες του ΝΑΤΟ βρίσκονται σε πόλεμο με τη Ρωσία».
Η στροφή αυτή της Ουάσινγκτον, η οποία έρχεται λίγο περισσότερο από δύο μήνες πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του εκλεγμένου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στις 20 Ιανουαρίου και μετά από σειρά αιτημάτων του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Τα πρώτα πλήγματα είναι πιθανό να πραγματοποιηθούν με τη χρήση πυραύλων ATACMS, οι οποίοι έχουν βεληνεκές έως και 306 χιλιόμετρα, σύμφωνα με τις πηγές.
Η αλλαγή πολιτικής ακολουθεί την ανάπτυξη από τη Ρωσία βορειοκορεατικών στρατευμάτων για να συμπληρώσει τις δικές της δυνάμεις, μια εξέλιξη που έχει προκαλέσει συναγερμό σε Ουάσινγκτον και Κίεβο.
Ενώ ορισμένοι Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν εκφράσει σκεπτικισμό ότι επιτρέποντας πλήγματα μεγάλης εμβέλειας θα αλλάξει η συνολική πορεία του πολέμου, η απόφαση θα μπορούσε να βοηθήσει την Ουκρανία σε μια στιγμή που οι ρωσικές δυνάμεις σημειώνουν κέρδη και πιθανώς να θέσει το Κίεβο σε καλύτερη διαπραγματευτική θέση όταν και εάν γίνουν συνομιλίες κατάπαυσης του πυρός.
Στην προεκλογική του εκστρατεία ο Τραμπ δεν δίσταζε να επικρίνει τα δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια αμερικανικής βοήθειας που έχουν δοθεί στην Ουκρανία από την έναρξη της ρωσικής εισβολής τον Φεβρουάριο του 2022. Ο Τραμπ, ο οποίος θα αναλάβει προεδρικά καθήκοντά του στις 20 Ιανουαρίου, έχει πει πως λήξει τον πόλεμο μέσα «σε 24 ώρες», χωρίς ποτέ να εξηγήσει πώς.
Η Ουκρανία φοβάται την αποδυνάμωση της αμερικανικής υποστήριξης, τη στιγμή που τα στρατεύματά της αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο μέτωπο, ή ότι θα της επιβληθεί μια συμφωνία που θα περιλαμβάνει εδαφικές παραχωρήσεις στη Ρωσία.
Δεν είναι σαφές αν ο Τραμπ θα ανατρέψει αυτή την απόφαση Μπάιντεν, όταν αναλάβει τα καθήκοντά του.
Η απόφαση της Ουάσινγκτον να επιτρέψει στην Ουκρανία να πλήξει βαθιά στη Ρωσία με αμερικανικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς μπορεί να οδηγήσει στον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο και θα λάβει ταχεία απάντηση, δήλωσε ο Βλαντιμίρ Τζαμπάροφ, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, New York Times, Γαλλικό Πρακτορείο, Le Figaro