Της Κατερίνας Οικονομάκου
Η Ελίζα Κάστρο θυμάται μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, πριν από μερικά χρόνια. Εκείνη την περίοδο οι μάχες ήταν ακατάπαυστες, η μονάδα της βρισκόταν σε διαρκή επαγρύπνηση. Ο παραμικρός θόρυβος θα μπορούσε να τους προδώσει, έπρεπε να κινούνται στην απόλυτη σιωπή. Αλλά εκείνη τη νύχτα, ακόμη και οι ένοπλοι αντάρτες του Farc είχαν την ανάγκη να νιώσουν ότι συμμετέχουν στη γιορτή. Υποδέχτηκαν τη νέα χρονιά χορεύοντας σάλσα στο σκοτάδι, ντυμένοι με στολές παραλλαγής και αρβύλες, έχοντας στα χέρια τα όπλα και στα αυτιά τους ακουστικά για να ακούνε τη μουσική στο ραδιόφωνο.
Η Ελίζα ήταν μέλος του Farc επί τρεις δεκαετίες. Στην πραγματικότητα οι Fuerzas Armadas Revolucionarias de Colombia, οι επαναστατικές ένοπλες ομάδες της Κολομβίας, ήταν ο μόνος κόσμος που είχε γνωρίσει. Ήταν η ευρύτερη οικογένειά της. Ο πατέρας της ήταν μέλος πριν από αυτήν. Και ο γιος της έγινε επίσης μέλος, ήδη από την εφηβεία του. Η Ελίζα πέρασε τη ζωή της σε κρησφύγετα στο βουνό, σχεδιάζοντας από εκεί επιθέσεις ενάντια στο κολομβιάνικο κράτος. Σήμερα είναι μια από τους συνολικά 7.000 άντρες και γυναίκες του Farc που κατέθεσαν τα όπλα τους και δέχτηκαν να μεταβούν σε ένα από τα 26 στρατόπεδα επανένταξης, που ιδρύθηκαν σε όλη τη χώρα για να τους στεγάσουν. Αυτό προέβλεπε η ιστορική συμφωνία που υπέγραψαν εκπρόσωποι του Farc με την κυβέρνηση της χώρας το 2016, στην Αβάνα. Έτσι μπήκε τέλος σε έναν πόλεμο που διήρκεσε 52 χρόνια.
Αυτόν τον καιρό, η πρώην αντάρτισσα συμμετέχει σε ένα πρόγραμμα επανένταξης με αντικείμενο τον ιστορικό τουρισμό. Μαζί με μια ολιγομελή ομάδα από συντρόφους της υποδέχονται τουρίστες σε ένα στρατόπεδο στα βόρεια της χώρας, κοντά στα σύνορα με τη Βενεζουέλα, όπου τους αφηγούνται την ιστορία τους. Αυτό είναι ένα μόνο από τα δεκάδες διαφορετικά προγράμματα που εφαρμόζονται στα στρατόπεδα επανένταξης, με στόχο να βοηθήσουν αυτούς τους χιλιάδες ανθρώπους να προσαρμοστούν στις συνθήκες της ειρήνης. Η αποστολή τους ολοκληρώνεται τον ερχόμενο Αύγουστο. Θα έχει έως τότε στεφθεί με επιτυχία; Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για τον πρόεδρο της Κολομβίας Ιβάν Ντούκε. Ειδικά καθώς το δεξιό Δημοκρατικό Κόμμα του Ντούκε, που κέρδισε τις εκλογές τον Αύγουστο του 2018, είχε ταχθεί κατά της συμφωνίας ειρήνης με τον Farc.
«Ποιος μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία μας;»
Οι τουρίστες από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που βρίσκουν τον δρόμο τους για το στρατόπεδο των παροπλισμένων ανταρτών, μαθαίνουν τη δική τους εκδοχή της ιστορίας. Δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο τουριστικό πακέτο, αυτό είναι βέβαιο. Όσο διαρκεί το ταξίδι, οι τουρίστες κοιμούνται και ξυπνούν ανάμεσα στους οικοδεσπότες τους, στις ίδιες ακριβώς συνθήκες. Και μαθαίνουν την εκδοχή τους. «Ποιος μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία μας;» αναρωτιέται ο 57χρονος Φράνκλιν Ρουίζ. «Μόνο εμείς που τη ζήσαμε. Είναι υπόθεση μνήμης». Γι'' αυτό έχουν ιδρύσει επιτόπου και ένα αυτοσχέδιο μουσείο, γεμάτο με έργα πρώην ανταρτών, παλιές στολές που φορούσαν στη ζούγκλα, σημειωματάρια όπου σημείωναν τις ποινές για ανυπακοή και πολλές φωτογραφίες. «Είμαστε ακόμη στη διαδικασία της κατασκευής του», λέει η Ελίζα.
Είναι αλήθεια πως οι μνήμες από αυτόν τον μακρύ, αιματηρό πόλεμο παραμένουν νωπές. Η ιστορία του δεν έχει ακόμη γραφτεί. Το γεγονός, όμως, είναι ότι στοίχισε τη ζωή σε 220.000 Κολομβιανούς. Και οι αγνοούμενοι μετριούνται σε δεκάδες χιλιάδες. Ολόκληρες περιοχές της χώρας είχαν επί δεκαετίες μετατραπεί σε πεδία μαχών ανάμεσα στους αντάρτες και τις παραστρατιωτικές ομάδες που σχηματίστηκαν για να τους πολεμήσουν. Ενώ και τα δύο αυτά μέρη ευθύνονται για βομβιστικές επιθέσεις και απαγωγές, οι ένοπλες επαναστατικές ομάδες του Farc είναι αυτές που υλοποίησαν τις πιο σοβαρές απαγωγές με αντάλλαγμα λύτρα. Τα θύματά τους ήταν επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, που βρέθηκαν τη λάθος στιγμή στον λάθος τόπο.
Με το όπλο πλάι στη ραπτομηχανή
Στο στρατόπεδο, στα σύνορα με τη Βενεζουέλα, ζουν περίπου 200 άνθρωποι. Ολοι τους είναι εκεί με τη θέλησή τους. Οσοι το επιθυμούν μένουν εκεί, άλλοι φεύγουν στο τέλος της ημέρας, όταν τελειώσουν τη δουλειά τους ως ξεναγοί, ξυλουργοί ή ράφτες. Η εργασία στα ραφεία είναι από τα πιο δημοφιλή πόστα, σε όσα στρατόπεδα υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Αλλωστε, ορισμένοι πρώην αντάρτες έχουν προϋπηρεσία. Ο Ντιοσενέλ Κριάντο υπήρξε επί μια δεκαετία ένας από τους καλύτερους ράφτες του Farc. Για χρόνια ολόκληρα ακολουθούσε τους συντρόφους του μαζί με τη ραπτομηχανή του φορτωμένη σε ένα γαϊδούρι. Στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν οι αντάρτες, η οργάνωση ήταν το παν. Τίποτε δεν έμενε στην τύχη. Ούτε τα ρούχα τους. Ο Ντιοσενέλ χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Ομάρ κι έραβε στολές, σακίδια, ακόμη και σκηνές, πάντα με το όπλο ακουμπισμένο πλάι στο δεξί χέρι του. Σήμερα, η ραπτομηχανή του μπορεί να του ανοίξει τον δρόμο προς μια κανονική ζωή.
Σε αντίθεση με την πλειονότητα των πρώην συντρόφων του, ο Ντιοσενέλ γνωρίζει μια τέχνη. Από τη στιγμή που υπογράφηκε η συμφωνία, πολλές γυναίκες και άντρες που έως τότε δεν είχαν δοκιμάσει να κάνουν κάτι άλλο από το να πολεμούν, επέστρεψαν στο σχολείο ή δήλωσαν συμμετοχή σε εκπαιδευτικά προγράμματα. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση τους παρέχει ένα στοιχειώδες εισόδημα που καλύπτει τις βασικές ανάγκες τους. Το ερώτημα είναι τι θα κάνουν μετά τον Αύγουστο. Ορισμένοι προσανατολίζονται προς τις αγροτικές εργασίες, αλλά πολλοί περισσότεροι στρέφονται προς τον τουρισμό.
Η χώρα, που εξαιτίας τους είχε σχεδόν αποκλειστεί από τους ταξιδιωτικούς προορισμούς Ευρωπαίων και Αμερικανών, έχει τώρα αρχίσει να ξαναμπαίνει στον τουριστικό χάρτη. Ενας λόγος είναι η τεράστια βιοποικιλότητα της Κολομβίας, που την καθιστά εξαιρετικά ελκυστική για τους οικολόγους και τους λάτρεις της φύσης. Ο 24χρονος Νέστορ Φαρφάν, ο οποίος μεγάλωσε μέσα στην οργάνωση, ονειρεύεται να ξεναγεί τους ταξιδιώτες στο ανεξερεύνητο οικοσύστημα της πατρίδας του. Ο νεαρός άντρας έχει βρει νέο νόημα στη ζωή του.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι πιο σκληρή για την πλειονότητα των πρώην συντρόφων του. Σύμφωνα με την Υπηρεσία Επανενσωμάτωσης (ARN) που έχει αναλάβει την υποστήριξή τους, το 93% υποφέρει από κάποιου τύπου ψυχικό τραύμα. Αλλά ακόμη και αν καταφέρουν να το επεξεργαστούν, έχουν να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την καχυποψία, αλλά την καθαρή απόρριψη από την πλευρά μεγάλης μερίδας συμπατριωτών τους. Οπως μαρτυρεί σχετική δημοσκόπηση, που διεξήγαγε το Εθνικό Κέντρο για την Ιστορική Μνήμη, οι Κολομβιανοί δεν είναι έτοιμοι να συγχωρήσουν τον Farc. Οι αντιλήψεις δεν έχουν αλλάξει από το δημοψήφισμα του 2016, όταν λίγο παραπάνω από το 50% είχε ταχθεί εναντίον της ειρηνευτικής συμφωνίας. Στο μεταξύ, την κατάσταση δεν βοηθούν και εκείνοι οι πρώην αντάρτες που είτε αρνούνται να συμμετέχουν σε πρόγραμμα επανένταξης, είτε το εγκαταλείπουν πρόωρα, επιλέγοντας έναν τρόπο ζωής που τους είναι οικείος: Το 24% ανάμεσά τους έχει επιστρέψει σε μια ζωή που την ορίζει η βία. Οι επιλογές υπάρχουν, καθώς ο χώρος του οργανωμένου εγκλήματος τους προσφέρει εύκολη και σίγουρη διέξοδο.
Η πορεία προς τη συμφιλίωση είναι ακόμη στην αρχή. Τα θύματα και οι πρώην θύτες έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους. Οι απαγωγές, οι δολοφονίες, το εμπόριο ναρκωτικών, η επιστράτευση ακόμη και παιδιών είναι εγκλήματα που μεγάλο μέρος της κολομβιάνικης κοινωνίας δεν συγχωρεί. Αλλά ούτε οι ίδιοι οι αντάρτες είναι απαραιτήτως πρόθυμοι ή έτοιμοι να ζητήσουν συγχώρεση. Διότι αυτό δεν είναι καν προτεραιότητα την ώρα που πρέπει να εξασφαλίσουν τον βιοπορισμό τους. Δεν είναι τυχαίο που τα Ηνωμένα Εθνη εκφράζουν ήδη την ανησυχία τους για το ποσοστό επιτυχίας των προγραμμάτων επανένταξης. Ακόμη κι έτσι, η μικρή τους, για την ώρα, εμπειρία της κανονικότητας αποκτά βαρύτητα.
Ο Κουρούτσο ζούσε για χρόνια στα βουνά, προτού συλληφθεί και οδηγηθεί στη φυλακή. Σήμερα κάνει ξεναγήσεις. «Η ειρήνη είναι ωραίο πράγμα. Μπορεί να ξαπλώσεις εκεί στην άκρη του δρόμου, να αποκοιμηθείς και τίποτε κακό δεν θα σου συμβεί», λέει, καθώς ξεναγεί μια ομάδα ξένων δημοσιογράφων σε ένα αγρόκτημα όπου πρώην σύντροφοί του καλλιεργούν πατάτες και ντομάτες. Είναι δειλινό, η δουλειά έχει τελειώσει και οι πρώην αντάρτες παίζουν ντόμινο.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 25 Ιουνίου.
Photo AP