Κάθε χώρα διακατέχεται από μία ορισμένη ιδέα για τον εαυτό της. Η σύγχρονη Ελλάδα, για παράδειγμα, διακατέχεται από την ιδέα ότι αποτελεί την άμεση απόγονο δύο Μεγάλων Πολιτισμών: Του κλασσικού πολιτισμού της ελληνικής αρχαιότητας και του μεσαιωνικού πολιτισμού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Είτε θέλουμε, είτε όχι, ορθώς ή λανθασμένως, το νεοελληνικό φαντασιακό είναι κτισμένο γύρω από μνήμες αυτών των πολιτισμών, και λόγω αυτής της αναφοράς αυτό-ορίζεται ως πηγή παιδείας και πολιτισμού.
Η Τουρκία, από την άλλη μεριά, διακατέχεται από μνήμες πολεμικές και κατακτητικές. Αυτό-ορίζεται ως το έθνος-απόγονος των τουρκικών φύλων που διήνυσαν χιλιάδες χιλιόμετρα από την μήτρα της κεντρικής Ασίας μέχρι να εγκατασταθούν στις πεδιάδες της Μικράς Ασίας, μεταφέροντας μαζί τους τους τρόπους της στέπας στα μικρασιατικά οροπέδια και τις όχθες του Αιγαίου.
Πάνω σε αυτή την αγέρωχη-πολεμική ικανότητα επιβολής με την βία κτίστηκε το τουρκικό φαντασιακό και ο εθνικός μύθος της σύγχρονης Τουρκίας.
Και αυτό το συλλογικό φαντασιακό, αυτή την σύγχρονη πολιτική θρησκεία που θεμελιώθηκε από τον Ατατούρκ και συμπληρώνεται σήμερα από τον Ερντογάν, έρχεται να κατηγορήσει η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τις ΗΠΑ, αμφισβητώντας τα ίδια τα ηθικά θεμέλια του Τουρκικού έθνους.
Και αυτό είναι κάτι που η Τουρκία δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεχθεί.
Αντίθετα, η αναγνώριση της Γενοκτονίας ενδυναμώνει και επιταχύνει μία διαδικασία που είναι εγγεγραμμένη στην ληξιαρχική πράξη γέννησης της σύγχρονης Τουρκίας: Την αυτονόμηση της χώρας τόσο από τη Δύση, όσο και τον Αραβικό κόσμο, και την ανάπτυξη της χώρας ως κεντρομόλα δύναμη συγκρότησης ενός αυτόνομου πολιτισμού δίπλα στον Δυτικό, τον Ισλαμικό και τον Σλαβικό. Αυτού που πριν από εξήντα χρόνια ο McNeill όρισε ως κεντροασιατικό και που σήμερα, με μεγαλύτερη ακρίβεια, ονομάζουμε παντουρκικό.
Ο λόγος είναι απλός: Τόσο η εκκοσμικευμένη Δύση, όσο και το αραβικό Ισλάμ είναι εξαιρετικά διαφορετικά από τον τουρκικό πολιτισμό∙ διαφορετικές μνήμες, διαφορετικές ανθρωπολογίες, διαφορετικές προσλαμβάνουσες.
Δίπλα σε αυτά, οι αυτοκρατορικές μνήμες της Τουρκίας δεν της επιτρέπουν να γίνει «μία από πολλές» χώρες, είτε του Ευρωπαϊκού, είτε του Ισλαμικού κόσμου.
Ως την Μεγάλη Βρετανία της Ανατολής, ασφυκτιά μέσα σε κοινοπολιτείες και συνομοσπονδίες που δεν τις ορίζει - δεν τις ορίζει, όχι μόνο διοικητικά, αλλά και πνευματικά. Χώρες που δεν αποδέχονται ότι η «ανδροπρεπής», κατακτητική, βία λύνει έριδες μια και καλή, και φέρνει την ειρήνη μια για πάντα.
Το είδαμε στην Τουρκία – στην Σμύρνη, στην Ίμβρο και την Τένεδο και την Πόλη. Το είδαμε στην Κύπρο. Το είδαμε στη βόρεια Συρία και το βόρειο Ιράκ. Το είδαμε στο Αζερμπαϊτζάν.
Δεν είδαμε ποτέ κάτι διαφορετικό στο παρελθόν. Θα ήταν παράλογο να περιμένουμε κάτι διαφορετικό στο μέλλον.
Τα φαντασιακά πάνω στα οποία οικοδομούνται εθνικές συνειδήσεις και εθνικές ταυτότητες είναι εξαιρετικής κρίσιμης σημασίας.
Είναι αυτά που απλοποιούν περίπλοκες καταστάσεις προτείνοντας ιδιαίτερα πρότυπα «λύσεων» καθώς ορίζουν τα ηθικά πλαίσια δράσης μέσα στα οποία κινούνται τα έθνη-κράτη.
Για να συλλάβουμε την σημαντικότητα αυτού του φαντασιακού δεν χρειάζεται παρά να συγκρίνουμε τις γενοκτονίες των Τούρκων εναντίον της αρμενικής, της ποντιακής, αλλά και άλλων μικρότερων μειονοτήτων, που οδήγησαν στον θάνατο τουλάχιστον δύο εκατομμύρια ανθρώπους, με τον τρόπο που αντέδρασαν οι Βρετανοί στην ιρλανδική εξέγερση του 1916: εκτέλεσαν μετά από δίκη τους δεκαέξι πρωτεργάτες.
Ο τουρκομογγολικός, κεντροασιατικός, «πολιτισμός» πάντοτε ήταν εξαιρετικά ασταθής που διακρίθηκε περισσότερο ως καταστροφέας άλλων πολιτισμών, παρά ως σταθερή-δημιουργική πολιτισμική δύναμη.
Αυτό δεν φαίνεται ότι θα αλλάξει στο άμεσο μέλλον. Οι τουρκικές προσπάθειες δημιουργίας μιας παντουρκικής συνομοσπονδίας θα προκαλούν περισσότερη κοινωνική ένταση και διεθνή αβεβαιότητα παρά σταθερότητα.
Όμως τα πολιτισμικά πρότυπα του «τουρκισμού» και οι μνήμες και το όραμα του παντουρκισμού θα συνεχίσουν να ασκούν μία ακαταμάχητη έλξη στην κοινωνία της Τουρκίας.
Και γεγονότα όπως αυτό της αναγνώρισης της Αρμενικής γενοκτονίας από την ΗΠΑ, θα υπογραμμίζει τις πολιτισμικές διαφορές και θα αποξενώνει όλο και πιο έντονα την Τουρκία από τον υπόλοιπο κόσμο.
Ας μην το ξεχνάμε εδώ στην Ελλάδα: Ο τουρκισμός καταλαβαίνει μόνο την γλώσσα της ωμής δύναμης και τίποτε άλλο πέρα από αυτήν.
* Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι καθηγητής της Συγκριτικής Πολιτισμικής Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Αιγαίου και επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Yale.