Μετά τη «μηδένιση» της προεδρικής θητείας με τη Συνταγματική αναθεώρηση του 2020, ήταν κοινή πεποίθηση τόσο εντός της ρωσικής ελίτ, όσο και της ρωσικής κοινωνίας, πως ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα είναι ο ισόβιος και αιώνιος ηγέτης της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Είχε, άλλωστε, φροντίσει ο ίδιος είτε να φυλακίσει, είτε να εξοντώσει, είτε να αναγκάσει σε αυτοεξορία, κάθε ένα που θα μπορούσε να απειλήσει την αυταρχική, μονοπρόσωπη εξουσία του.
Η έναρξη του πολέμου στις 24 Φεβρουαρίου, δεν φάνηκε να απειλεί αυτό το status quo, ωστόσο η εξέλιξή του, μετά την ήττα στη μάχη του Κιέβου, την ταπεινωτική υποχώρηση από το Χάρκοβο και τη σχεδόν πανικόβλητη εκκένωση της Χερσώνας, επέφεραν αλλαγές όχι μόνο στα πεδία των μαχών, αλλά και στις διαθέσεις των διαφόρων φατριών της ρωσικής ελίτ.
Οι δύο τάσεις
Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε πως σήμερα, έχουν διαμορφωθεί δύο ευδιάκριτες τάσεις, οι οποίες, ωστόσο, δεν επιθυμούν να βρίσκονται στο πεδίο της δημόσιας αντιπαράθεσης και, συνήθως, επιδίδονται σε έναν proxy war μέσω των δικτύων που διαθέτουν στα ρωσικά ΜΜΕ. Στην πρώτη τάση ανήκουν εκείνοι που πιστεύουν πως η υπαρξιακή απειλή που αντιμετωπίζει η Ρωσία, λόγω της διαφαινόμενης ήττας, των επιπτώσεων των κυρώσεων που καταδικάζουν σε έναν αργό και βασανιστικό θάνατο την οικονομία της, συνηγορούν υπέρ της παραμονής του Πούτιν στην εξουσία, ο οποίος πολλάκις έχει αναφερθεί περιφρονητικά για εκείνους που εγκαταλείπουν τις θέσεις τους σε δύσκολες εποχές, αποκαλώντας τους «πολιτικούς λιποτάκτες».
Στη δεύτερη τάση, ανήκουν εκείνοι, οι οποίοι θεωρούν πως ο ίδιος ο Πούτιν έχει από καιρό σκεφτεί πως η «αποστρατεία» του, θα είναι μία αξιοπρεπής διέξοδος για την Ρωσία, αφήνοντας της περιθώρια ελιγμών για μία συνθήκη ειρήνης που δεν θα περιλαμβάνει μακροχρόνιους επαχθείς όρους.
Βέβαια, αν κρίνουμε από τις δηλώσεις του Βλαντίμιρ Πούτιν τον δωδέκατο μήνα του χρόνου και τον δέκατο από την έναρξη του πολέμου, διαπιστώνουμε πως οι προβληματισμοί των δύο τάσεων, μάλλον ανήκουν στη σφαίρα των ευσεβών πόθων, παρά στην πραγματικότητα.
Στο μυαλό του Βλαντίμιρ Πούτιν
Οι επικοινωνιολόγοι του Κρεμλίνου, μελετώντας τις αλλαγές που αργά συντελούνται στην ρωσική κοινωνία, ορθά απέκλεισαν τη διεξαγωγή των πολύωρων τηλεοπτικών «συναντήσεων» του Πούτιν με το εκλογικό του σώμα, αλλά και το ετήσιο Διάγγελμα προς το έθνος. Αντ’ αυτών προτίμησαν τη διοργάνωση μίας συνάντησης του Ρώσου προέδρου με επιλεγμένους και ελεγχόμενους δημοσιογράφους.
Παρακολουθώντας αυτή τη συνάντηση, ο προσεκτικός θεατής μπορούσε να παρατηρήσει ορισμένες αλλαγές, με πρώτη εκείνη της επικράτησης της κούρασης έναντι του πρώτου ενθουσιασμού πριν από δέκα μήνες. Στη θέση του πρώτου ενθουσιασμού, είδαμε τη θλίψη και την απογοήτευση και, κυρίως, το βάσανο που δημιουργεί ένα βασικό αναπάντητο ερώτημα: γιατί η Ουκρανία δεν παραδίδεται άνευ όρων, γιατί δεν προκλήθηκε εσωτερική πολιτική κρίση σε αυτή τη χώρα; Οι προσδοκίες αυτές διαψεύστηκαν πανηγυρικά και τώρα ο Πούτιν αντιλαμβάνεται πως όσο επιμηκύνεται ο πόλεμος, τόσο περισσότερα θα είναι τα θύματα και από τις δύο πλευρές, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κόστος σε ανθρωποθυσίες που θα κληθεί να καταβάλει η Ρωσία για την επικείμενη νίκη της, στην οποία πιστεύει ακράδαντα.
Ανάλογη, είναι η απογοήτευση του με τη Δύση. Από τις απαντήσεις του, προκύπτει πως αδυνατεί να κατανοήσει την αντίδραση των δυτικών συμμάχων της Ουκρανίας. Ενώ περίμενε να ενταθούν οι διαφωνίες και οι διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των διαφόρων χωρών, ήρθε αντιμέτωπος με μία σταθερή, ενιαία στάση. Η περίφημη «ολική επαναφορά» των συντηρητικών και πιο φιλικών απέναντί του πολιτικών δυνάμεων της Δύσης, δεν πραγματοποιήθηκε. Στη θέση των λαϊκών εξεγέρσεων λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης, είδε μεγάλες διαδηλώσεις υπέρ της Ουκρανίας να πραγματοποιούνται σε δεκάδες πρωτεύουσες δυτικών κρατών.
Ενδιαφέρον έχει και μια άλλη αποστροφή του Πούτιν, στην οποία δήλωσε πως ο πόλεμος με την Ουκρανία είναι «εμφύλιος» υποκινούμενος από τις ΗΠΑ. Λέγοντας πως «αρχικά μας διέβαλαν, μας έκαναν να χωρίσουμε και στο τέλος μας συκοφάντησαν», δείχνει πως δεν αντιλαμβάνεται τις μεγάλες αλλαγές που έλαβαν χώρα στην Ουκρανία μετά το 2014. Βέβαια, η φράση «κανείς δεν θέλει την ένωση του ρωσικού λαού», δείχνει πως επιμένει στις αντι-ιστορικές του απόψεις τόσο για την πορεία της ίδιας της Ρωσίας στο διάβα των αιώνων, όσο και για τη θέση της Ουκρανίας στον πολιτισμό των ανατολικών σλαβικών λαών.
Από τις τοποθετήσεις του, είναι προφανές πως ο Πούτιν δεν έχει καμία διάθεση τερματισμού του πολέμου. Επιμένοντας πως η Ρωσία έχει αναλάβει «αποστολή σωτηρίας της Ουκρανίας» από τις αδηφάγες ορέξεις της Δύσης, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να προσπαθεί να δικαιώσει την πολιτική του απέναντι στη γειτονική χώρα, υποτιμώντας τη βούληση μιας άλλης κοινωνίας να επιλέξει το δικό της δρόμο. Ταυτόχρονα, σε ψυχολογικό επίπεδο, ο Πούτιν θέλει να απαλλάξει τον εαυτό του από κάθε ενοχή, πιστεύοντας στη «σωτήρια αποστολή» του, δηλώνοντας, παράλληλα, έκπληκτος για την εχθρότητα που συναντά.
Από τα παραπάνω, διαπιστώνουμε μία παλιά, γνώριμη εικόνα του Πούτιν, ο οποίος για περισσότερα από είκοσι χρόνια παρουσιάζει τον εαυτό του ως ένα παντοδύναμο ηγέτη, ο οποίος όμως γίνεται θύμα των περιστάσεων, θύμα των μοχθηρών σχεδίων των εχθρών του. Αυτό δηλώνει η επιμονή του να παρουσιάζει τον πόλεμο ως αποτέλεσμα της αμερικανικής ανάμειξης, τον οποίο μάλιστα, είχε το θράσος να χαρακτηρίσει ως «αδελφοκτόνο».
Δεν του περνάει καν η ιδέα πως ο ίδιος είναι απλά ο θύτης. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τις δηλώσεις του πως «Δεν είχαμε άλλη επιλογή»... «δεν μπορούσαμε να υποχωρήσουμε άλλο». Διατύπωσε αυτές τις φράσεις με ένα ύφος θλίψης, μα με τη σιγουριά πως πρέπει να συνεχίσει την «αποστολή» του μέχρι το τέλος, πράγμα που διαψεύδει τις προβλέψεις και τις προσδοκίες πολλών για έναν τερματισμό του πολέμου στο αμέσως προσεχές διάστημα. Φάνηκε ξεκάθαρα και η στρατηγική του να στραγγαλίζει την Ουκρανία αργά και βασανιστικά, χωρίς να προχωρήσει σε μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Αυτό φαίνεται, άλλωστε, και από τους συνεχιζόμενους βομβαρδισμούς πολιτικών στόχων και υποδομών της άτυχης, γειτονικής χώρας.
Τέλος, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πρόσεξαν τον προσεκτικό τρόπο με τον οποίο αναφέρθηκε σε δύο, κρίσιμους παράγοντες, αφενός μεν τους στρατιωτικούς και, αφετέρου στους αποκαλούμενους «πατριώτες», σε μία προσπάθεια να επίκλησης της «συλλογικής αλληλεγγύης», μα στην ουσία, θέλοντας να ενισχύσει την αίσθηση της «κοινής μοίρας ηγέτη και λαού», για το δύσκολο μέλλον που έρχεται.
Αντί επιλόγου
Αντιλαμβανόμενος πως το 2023 θα είναι μία εξαιρετικά δύσκολη χρονιά για τη Ρωσία, η οποία έχασε την πρωτοβουλία των κινήσεων στα πεδία των μαχών, βιώνει τις βαριές επιπτώσεις των κυρώσεων, αναγκάζεται να επιστρατεύσει πολύτιμους πόρους για τις ανάγκες του πολέμου, ο Βλαντίμιρ Πούτιν θέλησε με τις δημόσιες παρεμβάσεις του να προετοιμάσει την ρωσική κοινωνία για αυτά που θα κληθεί να αντιμετωπίσει και δεν είναι άλλα από τα επίχειρα της υποστήριξης που του προσφέρει ή του κομφορμισμού που τη διακρίνει. Το πεπρωμένον, όμως, φυγείν αδύνατον.