Ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας Σκοτ Μόρισον αναμένεται να ανακοινώσει την Πέμπτη νομοσχέδιο που θα επιτρέπει στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να εξετάζει και να ακυρώνει κάθε συμφωνία που μπορεί να έχουν συνάψει με ξένες κυβερνήσεις οι τοπικές αρχές και οι δημόσιοι οργανισμοί.
Αν εγκριθεί από το κοινοβούλιο, ο νόμος θα δίνει το δικαίωμα βέτο στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση σε οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ τοπικών κυβερνήσεων, συμβουλίων, και δημόσιων πανεπιστημίων με ξένες κυβερνήσεις.
Παρόλο που ο Μόρισον δεν κατονομάζει την Κϊνα, το νέο νομοσχέδιο προβλέπεται να οξύνει την ένταση στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, και φτάνει σε μία στιγμή όπου υπάρχει ανησυχία για τους δεσμούς μεταξύ αυστραλιανών δημόσιων οργανισμών και του Πεκίνου.
«Είναι ζωτικής σημασίας, στις συνδιαλλαγές της Αυστραλίας με τον υπόλοιπο κόσμο να μιλάμε με μία φωνή και να λειτουργούμε με ένα σχέδιο», αναμένεται να πει ο Μόρισον την Πέμπτη, σύμφωνα με πληροφορίες του πρακτορείου Reuters.
Το νέο νομοσχέδιο εξαιρεί εμπορικές επιχειρήσεις και κρατικές επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τη νέα πρόταση νόμου, που θα έχει αναδρομική ισχύ, ο Υπουργός Εξωτερικών της χώρας θα μπορεί να ακυρώνει συμφωνίες που «επηρεάζουν αρνητικά τις διπλωματικές σχέσεις της Αυστραλίας» ή που «αντιτίθενται στην εξωτερική πολιτική της Αυστραλίας».
Σύμφωνα με πηγές του Reuters, η αλλαγή αυτή απειλεί αρκετές συμφωνίες δημόσιων οργανισμών σε κλάδους από την εκπαίδευση έως τον τουρισμό.
Η Κίνα, ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Αυστραλίας, αγοράζει πάνω από το ένα τρίτο του συνόλου των εξαγωγών της Αυστραλίας, ενώ στη χώρα φτάνουν πάνω από ένα εκατομμύριο Κινέζοι τουρίστες και φοιτητές κάθε χρόνο.
Οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών άρχισαν να χαλάνε το 2017, όταν ο τότε πρωθυπουργός της Αυστραλίας έδωσε στην κυβέρνηση νέες εξουσίες με στόχο την πρόληψη εξωτερικών παρεμβάσεων στην εσωτερική πολιτική, δηλώνοντας ότι οι παρεμβάσεις προέρχονταν από την Κίνα.