Ο σχεδόν μισός αιώνας αδιάλειπτης παρουσίας στην Μπούντεσταγκ (τη γερμανική βουλή) και ο καθοριστικός ρόλος που έχει διαδραματίσει σε όλες τις μεγάλες στιγμές που έχει ζήσει η Γερμανία και η Ευρώπη σε αυτό το διάστημα, είναι στοιχεία που αναμφίβολα προσδίδουν στις διαπιστώσεις και τις εκτιμήσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ιδιαίτερη βαρύτητα. Κι αυτό, ανεξαρτήτως από το εάν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς μαζί τους, όπως και από τη γνώμη την οποία μπορεί να έχει για τις θέσεις και τον ρόλο του.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι σε αυτή τη φάση της κρίσης στην οποία έχει εισέλθει το κόμμα του, οι Χριστιανοδημοκράτες, ο Σόιμπλε εμφανίζεται από πολλούς ως ο εγγυητής της ενότητας και της συνέχειας. Ως ο πολιτικός δηλαδή ο οποίος, σε μια στιγμή που η Ανγκελα Μέρκελ έχει πάψει να θεωρείται «σιδηρά καγκελάριος», είναι σε θέση να διασφαλίσει ακόμη και την εκλογή της πιο ικανής και κατάλληλης ηγεσίας, που θα μπορέσει να βγάλει το CDU από το αδιέξοδο.
Μετά την Μέρκελ, τι;
Ειδικά από τη στιγμή που η επιλογή της Μέρκελ για την διαδοχή της, η Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, αποδείχθηκε αποτυχημένη, οι πολιτικές «μετοχές» του νυν προέδρου της βουλής φέρονται να έχουν ανέβει κι άλλο. Τουλάχιστον δύο, μάλιστα, από τα στελέχη του κόμματος τα οποία έχουν ήδη εκφράσει την πρόθεση να διεκδικήσουν την ηγεσία και την καγκελαρία στις επόμενες εκλογές – όπως ο Φρίντριχ Μέρτς (τον οποίο είχε στηρίξει ο Σόιμπλε απέναντι στην Κάρενμπαουερ) και ο Γενς Σπαν ( ο φέρελπις νεαρός πολιτικός που κερδίζει πόντους διαρκώς) – στρέφουν προς αυτόν το βλέμμα τους.
Μερτς και Σπαν γνωρίζουν, άλλωστε, ότι παρά τη διαπιστωμένη ανάγκη για ανανέωση, σε ιδέες και πρόσωπα, ο Σόιμπλε είναι ίσως ο μοναδικός, σε αυτή τη συγκυρία, που μπορεί να εξασφαλίσει σε κάθε υποψήφιο για την ηγεσία την επαφή με την παραδοσιακή και άκρως συντηρητική βάση του κόμματος. Γι' αυτό και είναι βέβαιο ότι θα διεκδικήσουν την... ευλογία του.
Ο ίδιος, πάντως, μοιάζει επιφυλακτικός όσον αφορά στις επιλογές του, με αποτέλεσμα να μην ανοίγει τα χαρτιά του. Ίσως επειδή όσες φορές αποφάσισε να εκτεθεί σε εσωκομματική αναμέτρηση βρέθηκε στην πλευρά των χαμένων. Ίσως επειδή ακόμη και τώρα, είδε να μην εισακούεται η πρότασή του να προηγηθεί η αποσαφήνιση του ιδεολογικού στίγματος και των πολιτικών θέσεων του CDU της διαδικασίας για την εκλογή της επόμενης ηγεσίας – και έτσι, αποφασίστηκε το συνέδριο να πραγματοποιηθεί στις 25 Απριλίου.
Το φαινόμενο Τραμπ δεν είναι τυχαίο
Ο Σόιμπλε, όμως, εμφανίζεται και ιδιαιτέρως ανήσυχος για όσα συμβαίνουν, όχι μόνο στην Γερμανία, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον δυτικό κόσμο. Είναι κάτι, άλλωστε, το οποίο αποτυπώθηκε ξεκάθαρα και στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και εφ' όλης της ύλης συνέντευξη την οποία παραχώρησε στην εφημερίδα Handelsblatt.
«Εάν θέλουμε να αναλύσουμε την κατάσταση ορθά, οφείλουμε να κατανοήσουμε πως σχεδόν όλες οι δυτικές δημοκρατίες βρίσκονται σε κρίση», λέει χαρακτηριστικά. Για δικαιολογήσει την άποψή του, έφερε ως παράδειγμα τις εξελίξεις στη Βρετανία του Brexit, στις κυβερνήσεις μειοψηφίας που υπάρχουν σε Βέλγιο, Ολλανδία και σκανδιναβικές χώρες και φυσικά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
«Στις ΗΠΑ όλα ξεκίνησαν με τον ισχυρό ρόλο του Tea Party εντός των Ρεπουμπλικάνων. Αυτό οδήγησε στον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος κατάλαβε καλύτερα τη νέα πραγματικότητα της επικοινωνίας δια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης», σημείωσε και συνέχισε, αναφερόμενος στις επικείμενες προεδρικές εκλογές: «Ίσως η μοναδική ελπίδα για να σταθεί κανείς απέναντί του (του Τραμπ) είναι να διαθέτει τόσα πολλά χρήματα όπως ο Μάικλ Μπλούμπεργκ. Χρειαζόμαστε, όμως, μερικά δισεκατομμύρια δολάρια για να μπορούμε να σταθούμε στον πολιτικό ανταγωνισμό. Αυτή η κατάσταση της δημοκρατίας με ανησυχεί».
«Οι κρίσεις είναι και ευκαιρίες»
Όσον αφορά στην οικονομική πολιτική, εκεί ο Σόιμπλε παραμένει αυτός που είχαμε όλοι γνωρίσει. Υπεραμύνεται της πολιτικής των μηδενικών ελλειμμάτων, επαναλμβάνει ότι η αλληλλεγγύη στην ΕΕ πρέπει να έχει ως προϋπόθεση τα κράτη-μέλη να «κάνουν τα μαθήματά τους στο σπίτι», θεωρεί υψηλό το επίπεδο των κοινωνικών εισφορών στη Γερμανία και ανορθολογική την μη αύξηση των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση, εκτιμώντας ότι το μοντέλο αυτό είναι μη βιώσιμο μακροπρόθεσμα. «Μόνο μέσω της συνειδητοποίησης ότι διαθέτουμε περιορισμένους πόρους μπορεί όλα να αποκτήσουν αξία. Όχι αυτό που νομίζουν ορισμένοι, ότι έχουμε απεριόριστα χρήματα στον προϋπολογισμό μας», τονίζει.
Τέλος, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, βλέπει στην παρουσία του Εμανουέλ Μακρόν στο τιμόνι της Γαλλίας μια ευκαιρία να γίνουν βήματα στην Ευρώπη – ανάμεσα στα άλλα, με τη δημιουργία πανευρωπαϊκών ομίλων, για παράδειγμα με τη συγχώνευση των γερμανικών και των γαλλικών ταχυδρομείων. Εκτιμά δε ότι «οι κρίσεις αποτελούν ταυτόχρονα και ευκαιρίες», φέροντας μάλιστα το παράδειγμα του πολιτικού αντιπάλου, του σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ και της περίφημης «Ατζέντας 2010».
Να σημαίνει, άραγε, κάτι αυτό για τους συμπολίτες του Σόιμπλε;