Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζ. Ντ. Βανς, απέρριψε σήμερα την πρόταση του Κιρ Στάρμερ για τη δημιουργία ενός «συνασπισμού των προθύμων» με στόχο τη διασφάλιση της Ουκρανίας μέσω της αποστολής ειρηνευτικών δυνάμεων.
Χλευάζοντας την ιδέα της ανάπτυξης βρετανικών και γαλλικών στρατευμάτων στο ουκρανικό έδαφος, ο Βανς τη συνέκρινε με την αποστολή «20.000 στρατιωτών από κάποια τυχαία χώρα που δεν έχει εμπλακεί σε πόλεμο εδώ και 30 ή 40 χρόνια». Σε συνέντευξή του στο Fox News, υποστήριξε ότι μια συμφωνία για τα ορυκτά, που θα παρείχε στις ΗΠΑ οικονομικά συμφέροντα στην Ουκρανία, θα αποτελούσε πιο αποτελεσματικό μέσο προστασίας απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα.
Η Daily Mail υπενθυμίζει ότι εκατοντάδες Βρετανοί στρατιώτες έχουν πολεμήσει και χάσει τη ζωή τους στο πλευρό των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, γεγονός που καθιστά τα σχόλια του Βανς ιδιαίτερα προκλητικά. Η τοποθέτησή του ήρθε τη στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ έπληξε εκ νέου τις διατλαντικές σχέσεις, διακόπτοντας κάθε στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία.
Ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι αναστέλλει την αποστολή πυρομαχικών και στρατιωτικού εξοπλισμού στο Κίεβο, τονίζοντας ότι η βοήθεια «επανεξετάζεται» προκειμένου να διασφαλιστεί ότι συμβάλλει σε μια βιώσιμη λύση. Η απόφαση αυτή εκλαμβάνεται ως μοχλός πίεσης προς τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι για να προχωρήσει σε παραχωρήσεις στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία. Παράλληλα, κυκλοφορούν πληροφορίες ότι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ εξετάζουν το ενδεχόμενο χαλάρωσης των κυρώσεων κατά του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Σε απάντηση στις εξελίξεις, κυβερνητική εκπρόσωπος δήλωσε ότι η αμερικανική κυβέρνηση παραμένει «απολύτως δεσμευμένη» στην επιδίωξη μιας διαρκούς ειρήνης. Η Άντζελα Ρέινερ, σε συνεντεύξεις της, χαρακτήρισε την κατάσταση «ιδιαιτέρως σοβαρή», προσθέτοντας, ωστόσο, ότι η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια αποτελεί εσωτερικό ζήτημα των ΗΠΑ.
Στη συνέντευξή του στο FOX, o Βανς ενέτεινε την κριτική του προς τον Ουκρανό πρόεδρο. «Έδειξε σαφή απροθυμία να συμμετάσχει στην ειρηνευτική διαδικασία που ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε ότι είναι η πολιτική του», δήλωσε.
«Αυτή είναι η πραγματική κατάρρευση. Νομίζω ότι ο Ζελένσκι δεν είχε φτάσει ακόμη εκεί. Και, ειλικρινά, ακόμα δεν είναι εκεί. Αλλά νομίζω ότι τελικά θα φτάσει εκεί, πρέπει να φτάσει». Ο κ. Βανς είπε ότι Ουκρανοί αξιωματούχοι έκαναν τουλάχιστον μία προσπάθεια να ξαναρχίσουν διαπραγματεύσεις μετά την αποχώρησή τους από τον Λευκό Οίκο, αλλά οι προσπάθειές τους τερματίστηκαν από τον πρόεδρο.
Ο Βανς υποστήριξε ότι η «πόρτα είναι ανοιχτή» εφόσον «ο Ζελένσκι είναι πρόθυμος να μιλήσει σοβαρά για ειρήνη». Επισημαίνοντας τη συμφωνία για τα ορυκτά, ο Βανς είπε ότι αυτή θα ισοδυναμούσε με μια συμφωνία ασφαλείας με τις ΗΠΑ που θα εμπόδιζε τον Πούτιν να «εισβάλει ξανά στην Ουκρανία».
«Αν θέλετε πραγματικές εγγυήσεις ασφαλείας, αν θέλετε να διασφαλίσετε ότι ο Βλάντιμιρ Πούτιν δεν θα εισβάλει ξανά στην Ουκρανία, η καλύτερη εγγύηση ασφαλείας είναι να δώσετε στους Αμερικανούς οικονομική υπεροχή στο μέλλον της Ουκρανίας», είπε. «Αυτή είναι μια πολύ καλύτερη εγγύηση ασφάλειας από 20.000 στρατιώτες από κάποια τυχαία χώρα που δεν έχει κάνει πόλεμο εδώ και 30 ή 40 χρόνια», υπογράμμισε.
Οι σχέσεις μεταξύ του Ζελένσκι και του Τραμπ έφθασαν σε νέα χαμηλά επίπεδα την Παρασκευή με μια δημόσια λογομαχία στο Οβάλ Γραφείο.
Το επεισόδιο αυτό οδήγησε σε έκτακτες συνομιλίες Ευρωπαίων ηγετών στο Λονδίνο την Κυριακή, όπου ο Κιρ Στάρμερ επιδίωξε να διαμορφώσει έναν «συνασπισμό των προθύμων» για την επιβολή μιας πιθανής ειρηνευτικής συμφωνίας με τη Ρωσία.
Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία έχουν εκφράσει την προθυμία τους να συνεισφέρουν στρατεύματα στο πλαίσιο μιας ειρηνευτικής αποστολής, ενώ ο Καναδάς, η Ιταλία και η Πολωνία θεωρούνται πιθανοί εταίροι. Ωστόσο, ο Στάρμερ ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να αναπτυχθούν βρετανικές δυνάμεις χωρίς σαφείς εγγυήσεις ασφαλείας από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από την πλευρά του, ο Ζελένσκι εμφανίζεται απρόθυμος να αποδεχθεί τις πιέσεις της Ουάσιγκτον για παραχώρηση ουκρανικών εδαφών στη Ρωσία, ως μέρος μιας συμφωνίας που θα τερμάτιζε τον πόλεμο. Επί του παρόντος, οι ρωσικές δυνάμεις ελέγχουν περίπου το 20% της ουκρανικής επικράτειας, αποτέλεσμα της πλήρους κλίμακας εισβολής που ξεκίνησε το 2022.