Η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας που δημοσίευσε πρόσφατα ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ορίζει το Πεκίνο ως τη μεγαλύτερη απειλή για την υπάρχουσα παγκόσμια τάξη, μεγαλύτερη και από τη Μόσχα.
Παράλληλα, η Ουάσιγκτον έχει αρχίσει να κάνει λόγο για κινεζική εισβολή στη δημοκρατική Ταϊβάν ως μια όλο και πιο ρεαλιστική προοπτική και όχι ως μακρινή πιθανότητα.
Αυτό απέχει πολύ από τις ημέρες που τόσο οι ηγέτες των ΗΠΑ όσο και της Κίνας θα δήλωναν ότι ο αμοιβαίος πλουτισμός θα υπερτερούσε τελικά των ιδεολογικών διαφορών και εντάσεων μεταξύ μιας εδραιωμένης υπερδύναμης και μιας ανερχόμενης υπερδύναμης.
«Πώς φτάσαμε λοιπόν εδώ;» είναι το ερώτημα που θέτει το BBC σε άρθρο του σχετικά με τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα.
«Συνήθειες της ελευθερίας»
Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αντιμετωπίζει όλο και περισσότερο την Κίνα ως αντίπαλο. Και η προσπάθειά του να διακόψει την πρόσβασή της σε προηγμένους ημιαγωγούς είναι αναμφισβήτητα η πιο σημαντική αλλαγή της προσέγγισης σε επίπεδο εμπορικών σχέσεων.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Μπάιντεν, τότε μέλος της Γερουσίας των ΗΠΑ, ήταν βασικός αρχιτέκτονας των προσπαθειών για την υποδοχή της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ).
Η ένταξη στον ΠΟΕ - που έγινε πραγματικότητα υπό την εποπτεία του Προέδρου Τζορτζ Μπους - ήταν η κορωνίδα μιας πολιτικής δεκαετιών αυξανόμενης δέσμευσης, που υποστηρίχθηκε από κάθε Αμερικανό πρόεδρο από τον Ρίτσαρντ Νίξον και έπειτα.
Για ένα διάστημα, η αυξανόμενη ευημερία της Κίνας φαινόταν πραγματικά να αυξάνει την προοπτική μιας τουλάχιστον περιορισμένης, πολιτικής μεταρρύθμισης, με όχημα για τους πολίτες, μεταξύ άλλων, το διαδίκτυο.
Ωστόσο, υπήρχαν πολλές ενδείξεις ότι, στις αρχές της διακυβέρνησής του, ο Σι είχε αναγνωρίσει ότι οι «συνήθειες της ελευθερίας» δεν αποτελούσαν ευπρόσδεκτη συνέπεια της παγκοσμιοποίησης.
«Χρυσή εποχή»
Μέχρι τη δεύτερη θητεία του, η Κίνα είχε αρχίσει να φυλακίζει δικηγόρους, να φιμώνει τη διαφωνία, να καταπνίγει τις ελευθερίες του Χονγκ Κονγκ και να χτίζει στρατόπεδα για τη μαζική φυλάκιση περισσότερων από ένα εκατομμύριο Ουιγούρων στη δυτική περιοχή της Σιντζιάνγκ.
Ωστόσο, οι δυτικές κυβερνήσεις δεν βιάστηκαν να εγκαταλείψουν την υποστήριξή τους στις διμερείς εμπορικές σχέσεις, πόσο μάλλον να στραφούν σε πολιτική ενεργού περιορισμού της ανόδου της Κίνας.
Για δεκαετίες, η είσοδος της Κίνας στον ΠΟΕ πρόσφερε τεράστια κέρδη στις εταιρείες που συνέδεαν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους με κινέζικο εργατικό δυναμικό και καταργούσε τα σύνορα για τις επιχειρήσεις ώστε να πωλούν στους Κινέζους καταναλωτές. Οι πρεσβείες έχουν εδώ και καιρό στελεχωθεί με εμπορικές ομάδες.
Η επονομαζόμενη «Χρυσή Εποχή» για τις σχέσεις της Δύσης με την Κίνα ξεκίνησε στην πρώτη θητεία του Σι και συνεχίστηκε στη δεύτερη, παρόλο που γινόταν σαφές ότι οι οικονομικές ελευθερίες δεν πηγαίνουν χέρι-χέρι με τις πολιτικές ελευθερίες.
Πλέον, η Ουάσιγκτον συνειδητοποιεί ότι, όχι απλά δεν επιτεύχθηκε επιτάχυνση των πολιτικών μεταρρυθμίσεων στην Κίνα, αλλά το εμπόριο και η μεταφορά τεχνολογίας χρησιμοποιήθηκαν για να ενισχύσουν το αυταρχικό μοντέλο του Πεκίνου.
Νέα κανονικότητα
Δεν υπάρχει σαφέστερη ένδειξη για το πόσο βαθιά αλλαγή έχει σημειωθεί στις σχέσεις ΗΠΑ - Κίνας από τα πρόσφατα σχόλια του προέδρου Μπάιντεν για το καθεστώς της Ταϊβάν.
Τον περασμένο μήνα ρωτήθηκε από το CBS News αν οι αμερικανικές δυνάμεις θα σταλούν για να υπερασπιστούν την Ταϊβάν σε περίπτωση κινεζικής εισβολής.
«Ναι», είπε, «αν γινόταν άνευ προηγουμένου επίθεση».
Η επίσημη πολιτική στην Ουάσιγκτον ήταν εδώ και καιρό σκόπιμη στρατηγική ασάφεια σχετικά με το αν θα βοηθούσε την Ταϊβάν.
Η νέα, φαινομενική «στρατηγική σαφήνεια» αντιμετωπίζεται με οργή από το Πεκίνο, το οποίο τη βλέπει ως σημαντική αναπροσαρμογή στη θέση των ΗΠΑ.
Στην Ουάσιγκτον, η άποψη ότι η Κίνα παρουσιάζει σοβαρή απειλή αποτελεί ένα από τα λίγα θέματα όπου επιτυγχάνεται ισχυρή διακομματική συναίνεση.
Και στην Κίνα, όπως και στη Ρωσία, η Αμερική βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν εχθρό που κατά κύριο λόγο δημιούργησε η ίδια, καταλήγει η ανάλυση του BBC.