Του Γιάννη Μαντζίκου
Το Βέλγιο εκτός του γεγονότος ότι φιλοξενεί την «πρωτεύουσα» της ΕΕ, αποτελεί εν πολλοίς και έναν «μικρόκοσμο» της ηπείρου, με εθνικές, γλωσσικές και οικονομικές διαφορές οι οποίες εγκολπώνονται στον υπάρχον «ομόσπονδο» σύστημα διακυβέρνησης.
Πέραν του ότι η χώρα χαρακτηρίζεται από τον εθνοτικό διαχωρισμό ανάμεσα στην (ολλανδόφωνη) Φλάνδρα και στη (γαλλόφωνη) Βαλλονία», η οικονομική διαφορά ανάμεσα σε βορρά και νότο αποτυπώνεται και στις πολιτικές δυνάμεις. Συγκεκριμένα στην πλουσιότερη Φλάνδρα κυριαρχούν παραδοσιακά εθνικιστικά, συντηρητικά ή κόμματα με αποσχιστική ατζέντα, ενώ στην Βαλλονία σοσιαλδημοκρατικές, κεντροαριστέρες ή φιλελεύθερες δυνάμεις.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια τα παραδοσιακά κόμματα έχουν δώσει χώρο στα λεγόμενα «αντισυστημικά». Το σημαντικότερο εξ αυτών, είναι η Νεοφλαμανδική Συμμαχία (Ν-VA), η οποία από τις εκλογές του 2010 και μετά, αναδείχθηκε σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη της χώρας. Τότε, το N-VA κατέκτησε την πρώτη θέση όμως οι διαφορές με το σοσιαλιστικό κόμμα υπό τον Έλιο ντι Ρούπο, με βάση στη Βαλλονία, του στέρησε την δυνατότητα να κυβερνήσει. Η πολιτική κρίση εκείνης της εποχής έμεινε στην ιστορία καθώς η χώρα έμεινε «ακυβέρνητη» για 541 μέρες .
Αντίθετα, οι βουλευτικές εκλογές του 2014 έδωσαν τη δυνατότητα στο Ν-VA να κυβερνήσει. Τότε, αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 32,4% των ολλανδόφωνων ψήφων (20,33% σε εθνικό επίπεδο), οπότε με τη στήριξη δύο ολλανδόφωνων κομμάτων -των Φλαμανδών Φιλελεύθερων και Δημοκρατών (OpenVLD) και των Φλαμανδών Χριστιανοδημοκρατών (CD&V) αλλά και των γαλλόφωνων φιλελεύθερων του Μεταρρυθμιστικού Κινήματος (MR) συγκρότησαν κυβέρνηση συνασπισμού, βάζοντας έτσι τέλος στην εικοσιεξάχρονη συμμετοχή του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) στην εξουσία.
Ο συνασπισμός κατάφερε να επιβιώσει μέχρι τον Δεκέμβριο του 2018 όποτε το N-VA αποχώρησε από την κυβέρνηση επικαλούμενο την πρόθεση των υπόλοιπων τριών κομμάτων να κυρώσουν το Σύμφωνο του ΟΗΕ για τη Μετανάστευση.
Σήμερα, το N-VA θεωρείται εκ νέου «φαβορί» για την πρώτη θέση αλλά και για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ωστόσο υπάρχουν θέματα τα οποία ενδέχεται να θέσουν προσκόμματα, παρότι στο Βέλγιο μια κυβέρνηση μπορεί να είναι ακόμα και μειοψηφική.
Ένα φλέγον θέμα είναι αυτό της αύξησης των μισθών, των συντάξεων και γενικότερα μιας χαλαρότερης δημοσιονομικής πολιτικής. Τον περασμένο Φεβρουάριο, τα τρία συνδικάτα του Βελγίου (FGTB, CGSLB και CSC) παρέλυσαν την χώρα με αίτημα την αύξηση των μισθών. Τότε, ο πρωθυπουργός της χώρας κάλεσε τις πλευρές να επαναλάβουν τις διαπραγματεύσεις, με το Ν-VA να θεωρεί ότι το πρόβλημα έγκειται και εδώ στην διαφορά Βορρά-Νότου: στον Νότο δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να αντιδρούν, ενώ στον Βορρά είναι συνεργάσιμα.
Το σημαντικότερο όμως, είναι η πρόθεση του αρχηγού του κόμματος Μπαρτ Ντε Βέβερ του 2019 να θέσει ζήτημα συνομοσπονδίας, κάτι για το οποίο ο πρωθυπουργός Σαρλ Μισέλ έχει προειδοποιήσει ότι «μπορεί να εξελιχθεί χειρότερα από το Brexit».