Της Κατερίνας Οικονομάκου
Αυτά που είδε τον Απρίλιο του 2008 στη Σενζέν, του προκάλεσαν φόβο. «Ο στόχος τους ήταν να καταφέρουν να αποκτήσουν έλεγχο πάνω στους πολίτες», λέει ο Αντονι Ντακουίν. Ο Ντακουίν ήταν μέλος μιας ομάδας προγραμματιστών από τη Βενεζουέλα, που είχε ταξιδέψει στην Κίνα κατόπιν εντολής του Ούγκο Τσάβες. Αποστολή τους ήταν να δουν πώς σχεδίαζαν οι Κινέζοι το εθνικό τους πρόγραμμα για τις νέες ταυτότητες.
Ο Τσάβες αναζητούσε εκείνη την περίοδο λύση για τα εκατομμύρια των Βενεζουελανών που δεν είχαν κανένα επίσημο έγγραφο. Επιστρέφοντας όμως από τη Σενζέν, ο Ντακουίν ήξερε ότι η κάρτα, που τότε ακόμη ήταν στο στάδιο του σχεδιασμού, θα μπορούσε να δώσει πολύ περισσότερα στοιχεία για τον κάτοχό της από το ονοματεπώνυμο και την ημερομηνία γέννησης.
Η κάρτα που είδε ο Ντακουίν στην έδρα της ZTE, της κινεζικής εταιρείας-γίγαντα στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, είναι η βάση ενός πρωτόγνωρου συστήματος «κοινωνικών πόντων», που έχει πλέον μπει σε δοκιμαστική εφαρμογή στην Κίνα. Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί αυτές τις «έξυπνες κάρτες» για να βαθμολογεί τους κατόχους τους ανάλογα με τον τρόπο που ανταποκρίνονται στις οικονομικές υποχρεώσεις τους και ποια είναι η πολιτική τους δράση.
Όσοι συγκεντρώνουν καλή βαθμολογία, επιβραβεύονται με κάποιο μπόνους, όσοι έχουν κακή βαθμολογία μπορεί να υποστούν συνέπειες, οι πιο ελαφριές από τις οποίες αυτή τη στιγμή είναι να αποκλειστούν από τα μέσα μαζικής συγκοινωνίας.
Εναν χρόνο μετά το ταξίδι στην Κίνα, κι ενώ συνεχίζονταν οι επαφές με την ZTE, ο Αντονι Ντακουίν μοιράστηκε τις ανησυχίες του με έναν ανώτερο αξιωματούχο. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί από άντρες της μυστικής υπηρεσίας, οι οποίοι τον κατηγόρησαν για προδοτική συμπεριφορά απέναντι στην πατρίδα του και τον προέτρεψαν να φύγει από τη χώρα, αφού προηγουμένως του απέσπασαν κι ένα σεβαστό ποσό. Ο Ντακουίν είναι ένας από τους ανθρώπους που δέχτηκαν να μιλήσουν στον ανταποκριτή του Reuters στη Βενεζουέλα, για να τον βοηθήσει να πιάσει από την αρχή την ιστορία της «πατριωτικής κάρτας».
Τι είναι η carta de la patria...
Μετά τις πρώτες επαφές με την Κίνα, το σχέδιο πήγαινε από αναβολή σε αναβολή έως ότου ξεχάστηκε. Και ξαφνικά, τον Δεκέμβριο του 2016, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας εισάγει την carta de la patria, την «πατριωτική κάρτα», η οποία συνδέεται με μια κυβερνητική τράπεζα δεδομένων.
Την παρουσιάζει ο ίδιος ο Νικολάς Μαδούρο με τηλεοπτικό του διάγγελμα, όπου σηκώνει ψηλά την κάρτα, λέγοντας ότι «όλοι πρέπει να την αποκτήσουν» και ευχαριστώντας την Κίνα «για την υποστήριξή της». Σχετικά με τη φύση της υποστήριξης εκ μέρους της κινεζικής κυβέρνησης, ο πρόεδρος της Βενεζουέλας δεν προσέφερε καμία πληροφορία.
Όπως διαπίστωσε ο ανταποκριτής του Reuters ύστερα από πολύμηνη έρευνα, η κυβέρνηση Μαδούρο ανέθεσε στην κινεζική ZTE να φτιάξει μια «πατριωτική τράπεζα δεδομένων», καθώς και ένα σύστημα πληρωμών που θα συνδεόταν με μια έξυπνη κάρτα. Το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους, που επισφραγίστηκε με συμβόλαιο ύψους 70 εκατομμυρίων δολαρίων, είναι η πατριωτική κάρτα.
Στο συμβόλαιο, που υπογράφηκε για να «ενισχύσει την εθνική ασφάλεια», αναφέρεται ότι «ιμπεριαλιστικές και προδοτικές φατρίες προσπαθούν να πλήξουν την εθνική ασφάλεια της Βενεζουέλας». Ανάμεσα στα στοιχεία που αποθηκεύονται στην πατριωτική κάρτα είναι πληροφορίες για την εργασιακή κατάσταση του κατόχου, τα εισοδήματα, την ακίνητη περιουσία, τα κρατικά επιδόματα, αλλά και την παρουσία του στα κοινωνικά μέσα, καθώς και το αν είναι μέλος κάποιου κόμματος ή οργάνωσης.
«Από εδώ και στο εξής, θα κάνουμε τα πάντα με αυτήν την κάρτα», είχε πει στην τηλεόραση ο Νικολάς Μαδούρο, με έναν τόνο που είχε προκαλέσει ανησυχία στην αντιπολίτευση. Δικαίως, όπως έμελλε να αποδειχθεί. Για να ενθαρρύνει τους πολίτες να την αποκτήσουν, η κυβέρνηση έδινε κίνητρα, όπως για παράδειγμα μια αμοιβή 2 δολαρίων για τις γυναίκες που θα έπαιρναν την κάρτα στη Γιορτή της Μητέρας. Δύο δολάρια εκείνη την εποχή αντιστοιχούσαν σχεδόν σε ένα μηνιάτικο. Ή σε μια καρτέλα με αυγά. Με τον ρυθμό που κάλπαζε ο πληθωρισμός, την επόμενη μέρα δεν θα αρκούσαν ούτε γι'' αυτό.
Στο μεταξύ, τόσο η αντιπολίτευση όσο και οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έβλεπαν στην πατριωτική κάρτα έναν ακόμη τρόπο για την κυβέρνηση να ασκήσει πίεση και να εκφοβίσει έναν εξουθενωμένο, απελπισμένο πληθυσμό. Διότι μετά τα κίνητρα, ήρθε η τιμωρία. Με τον καιρό, η χρήση της κάρτας άρχισε να είναι απαραίτητη σε κάθε συναλλαγή του πολίτη με το κράτος.
Όποιος αρνείται να πάρει την κάρτα δεν έχει πρόσβαση στην περίθαλψη σε δημόσιο νοσοκομείο, δεν μπορεί να πάρει τη σύνταξή του, δεν δικαιούται κρατικό βοήθημα για τα καύσιμα και τα τρόφιμα. Ο 76χρονος Μπενίτο Ουρέα, ο οποίος είναι διαβητικός, είπε στο Reuters ότι γιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο αρνήθηκε να του δώσει συνταγή για ινσουλίνη, αποκαλώντας τον «δεξιό» επειδή επιμένει να μην παίρνει την κάρτα.
Ο ηλικιωμένος άντρας αντιμετωπίζει την πατριωτική κάρτα ως ένα ακόμη εργαλείο εκφοβισμού στα χέρια μιας κυβέρνησης που ευθύνεται για τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική καταστροφή που βιώνει ένας πληθυσμός σε καιρό ειρήνης. Από το 2015 μέχρι σήμερα, σχεδόν τρία εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, που μαστίζεται από τις δραματικές ελλείψεις σε τρόφιμα και φάρμακα, αλλά και από τη βία που εξαπολύουν οι ομάδες των παρακρατικών εναντίον των αντιφρονούντων. Τουλάχιστον 3.000 άνθρωποι φτάνουν από τη Βενεζουέλα στην Κολομβία κάθε μέρα. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προσφυγική κρίση που έχει δει η αμερικανική ήπειρος.
Στις προεδρικές εκλογές-παρωδία που έγιναν τον περασμένο Μάιο, χωρίς τη συμμετοχή της αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση έβαλε σε εφαρμογή την πιο φιλόδοξη καμπάνια υπέρ της πατριωτικής κάρτας. Δίπλα στα εκλογικά κέντρα στήθηκαν κόκκινα περίπτερα, όπου οι κάτοχοι της κάρτας θα μπορούσαν να τη σκανάρουν για να επιβεβαιώσουν έτσι ότι ψήφισαν στις εκλογές.
Ο Μαδούρο υποσχέθηκε ότι όσοι το έκαναν θα έπαιρναν ένα «πατριωτικό βραβείο». Όσοι πείστηκαν και σκάναραν την κάρτα τους, έλαβαν στη συνέχεια ένα μήνυμα στο κινητό τους, που τους ευχαριστούσε για τη στήριξη του Μαδούρο. Δώρο, πάντως, πατριωτικό ή όχι, δεν έλαβε ποτέ κανείς.
Σκανάροντας την κάρτα, η κρατική τράπεζα δεδομένων καταγράφει ότι ο κάτοχός της πήρε μέρος στις εκλογές. Προφανώς δεν καταγράφει και τι ψήφισε. Ωστόσο, η εντύπωση που η κυβέρνηση φρόντισε να δημιουργηθεί, ειδικά ανάμεσα στους δημοσίους υπαλλήλους, είναι ότι υπάρχει τρόπος να ενημερωθεί και για το πώς ψήφισαν. Όσοι πολίτες της χώρας έχουν ακόμη κάτι να χάσουν, έχουν κάθε λόγο να φοβούνται τον Μεγάλο Αδελφό.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 26ης Νοεμβρίου 2018