Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσκάλεσε σήμερα τη Βρετανία να μετάσχει σε ένα σχέδιο στρατιωτικής κινητικότητας που θεωρείται σημαντικό για τη βελτίωση της ικανότητας της ΕΕ και του ΝΑΤΟ να αντιδρούν στις κρίσεις, ανακοίνωσε ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ.
Η Βρετανία, η οποία εγκατέλειψε την ΕΕ το 2020, είχε ζητήσει από τους πρώην εταίρους της να μπορεί να συμμετάσχει σε αυτή την ευρωπαϊκή στρατιωτική συνεργασία.
Οι 27 την κάλεσαν επίσημα σήμερα να συμμετάσχει σε αυτό το σχέδιο επιμένοντας στη "σημαντική προστιθέμενη αξία" που δίνει η Βρετανία, διευκρίνισε ο Ζοζέπ Μπορέλ σε ανακοίνωση.
Η απόφαση λήφθηκε κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης των υπουργών Άμυνας της ΕΕ στις Βρυξέλλες, στην οποία συμμετείχε ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ.
Η στρατιωτική κινητικότητα είναι σημαντική πτυχή της συνεργασίας μεταξύ της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, υπογράμμισε ο Γενς Στόλτενμπεργκ. Από τις 30 χώρες της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, οι 21 είναι μέλη της ΕΕ.
"Η διασφάλιση της γρήγορης μετακίνησης και της ασφαλούς μεταφοράς των ενόπλων δυνάμεων είναι βασική για τη βελτίωση της ικανότητας της ΕΕ και του ΝΑΤΟ να αντιδρούν στις κρίσεις, κυρίως τώρα που παρέχουμε έκτακτη στρατιωτική υποστήριξη στην Ουκρανία", εξήγησε ο Ζοζέπ Μπορέλ.
"Ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας απέδειξε ακόμη μια φορά ότι η ικανότητα της γρήγορης μετακίνησης των δυνάμεων και του στρατιωτικού υλικού μέσω της Ευρώπης και πέραν αυτής είναι καθοριστικής σημασίας για την ασφάλεια μας", τόνισε.
Οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Νορβηγία είχαν ενταχθεί στην ευρωπαϊκή συνεργασία το 2021. Η συνεργασία αυτή απλοποιεί και τυποποιεί τις εθνικές διαδικασίες για τη διασυνοριακή στρατιωτική μεταφορά και επιτρέπει συνεπώς την ταχεία μετακίνηση στρατιωτικού προσωπικού και μέσων σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση οδικώς, σιδηροδρομικώς, θαλασσίως ή αεροπορικώς.
Η κινητικότητα των στρατευμάτων εντάσσεται στη δέσμευση που έχουν αναλάβει τα μέλη του ΝΑΤΟ να είναι σε θέση το 2030 να αναπτύξουν 30 μηχανοκίνητα τάγματα, 30 μοίρες, 30 πολεμικά πλοία μέσα σε 30 ημέρες ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν μια στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας, που θεωρείται ως ένας εν δυνάμει εισβολέας.