Μπορεί το ζήτημα του Χονγκ Κονγκ και της Κίνας κατ' επέκταση, να βρίσκεται υψηλά στην ατζέντα των ΗΠΑ και της Βρετανίας, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει για τους Ευρωπαίους και ειδικότερα τη Γερμανία.
Η απόφαση της Κίνας να επιβάλλει στο Χονγκ Κονγκ έναν νόμο περί εθνικής ασφάλειας, ο οποίος ουσιαστικά περιχαρακώνει την αυτονομία της πόλης κράτος προκάλεσε την οργή της Ουάσιγκτον η οποία μεταξύ άλλων εξετάζει το ενδεχόμενο να άρει τα ειδικά εμπορικά προνόμια που απολαμβάνει το μέρος όσον αφορά τις μεταξύ τους συναλλαγές.
Η αυστηρότερη ανακοίνωση ήρθε από το άτυπο μπλοκ των αγγλόφωνων χώρων δηλαδή των ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία και Καναδά το οποίο επέκρινε την Κίνα για τη νέα νομοθεσία, λέγοντας ότι θα παραβιάσει τη συμφωνία Κίνας-Βρετανίας του 1984 για την πρώην αποικία και θα απειλήσει τις ελευθερίες της.
«Το Χονγκ Κονγκ ευημέρησε ως προπύργιο ελευθερίας», ανέφεραν οι τέσσερις χώρες σε κοινή τους ανακοίνωση εκφράζοντας τη βαθιά τους ανησυχία για την κίνηση του Πεκίνου. Ο νόμος για την ασφάλεια θα «περιορίσει τις ελευθερίες των πολιτών του Χονγκ Κονγκ και με αυτό τον τρόπο θα διαβρώσει δραματικά την αυτονομία του Χονγκ Κονγκ και το σύστημα που το έκανε να ευημερεί», ανέφεραν οι τέσσερις χώρες.
Στον αντίποδα η Ευρώπη κινήθηκε σε σαφώς πιο ήπιους τόνους. Ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ δήλωσε ότι «Εκφράζουμε τη σοβαρή μας ανησυχία για τα βήματα που κάνει η Κίνα… πιστεύουμε ότι δημιουργεί τον σοβαρό κίνδυνο για υπονόμευση της αρχής "μία χώρα, δύο συστήματα"».
Οι κυρώσεις «δεν είναι ο τρόπος για την επίλυση των προβλημάτων μας με την Κίνα», δήλωσε ο Μπορέλ, ερωτηθείς για τις επιπτώσεις του κινεζικού νόμου.
Με ορισμένες από τις οικονομίες της ΕΕ να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη συνεργασία με την Κίνα, το μπλοκ αγωνίζεται να βρει μια ενιαία φωνή. Η καυτή πατάτα θα είναι σύντομα στα γερμανικά χέρια. Η χώρα θα ηγηθεί του μπλοκ από τον Ιούλιο και υπάρχουν μεγάλες ελπίδες ότι αυτές οι εσωτερικές διαιρέσεις θα ξεπεραστούν.
Ο ευρωβουλευτής και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Εσθονίας, Ούρμας Πάετ, υπογράμμισε: «Εάν όχι η Γερμανία, τότε ποιος άλλος μπορεί να προσπαθήσει να λύσει το ζήτημα;».
Η Άνγκελα Μέρκελ βλέπει ορίζοντα τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν θα φιλοξενήσει ένα νέο τύπο συνόδων κορυφής ΕΕ-Κίνας στη Λειψία, στην οποία θα συμμετέχουν και οι 27 χώρες της ΕΕ και ο πρόεδρος Σι Τζινπινγκ.
Αν πάντως θέλει κανείς να χαρτογραφήσει το μέλλον τότε θα πρέπει να δει τι συνέβη τον Σεπτέμβριο του 2019 όταν επισκέφθηκε την Κίνα με μια αντιπροσωπεία υψηλόβαθμων επιχειρηματιών όπως οι διευθύνοντες σύμβουλοι της Siemens και της Volkswagen -δύο μεγάλους Γερμανούς επενδυτές και εξαγωγείς στην Κίνα. Εκεί η Καγκελάριος απέφυγε προσεκτικά (τουλάχιστον δημοσίως) να αναφερθεί στη λίστα παραπόνων της ΕΕ, η οποία περιλαμβάνει κινδύνους στις μεταφορές τεχνολογίας, στην πρόσβαση στην αγορά ή στον ρόλο των κινεζικών κρατικών επιδοτήσεων.