To Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένει για το 2020 και την επόμενη χρονιά συρρίκνωση της παγκόσμιας οικονομίας ύψους 11 τρισεκατομμυρίων ευρώ. «Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ύφεση από το οικονομικό κραχ το 1929», δηλώνει επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ στην DW για να προσθέσει ότι «καμία χώρα δεν θα περάσει αλώβητη την κρίση».
Σύμφωνα με το την Deutsche Welle, ως επίπτωση της οικονομικής κρίσης τα δημοσιονομικά ελλείμματα σε σχέση με το ΑΕΠ θα φθάσουν στο υψηλότερο σημείο από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως αναφέρει το Ταμείο θα πρέπει να ληφθούν μέτρα στήριξης της ανάπτυξης και οι πλουσιότερες χώρες να βοηθήσουν ακόμα περισσότερο τις φτωχότερες. Εκτός αυτού επιβάλλεται να ληφθούν μετά το τέλος της πανδημίας αυστηρά μέτρα λιτότητας για να περιοριστεί το δημόσιο χρέος.
Το ΔΝΤ τοποθετεί την παγκόσμια ύφεση στο 4,9%, ενώ για το 2021 προβλέπει σταδιακή ανάκαμψη της τάξης του 5,4%. Οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν ωστόσο μόνο υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει ακόμα ένα κύμα πανδημίας με επιβολή νέων λοκντάουν, τα οποία θα δυναμίτιζαν οποιαδήποτε επιστροφή στην ανάπτυξη.
Θα «ματώσουν» οι βιομηχανικές χώρες
Πιο απαισιόδοξες είναι οι εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία «βλέπει» την συρρίκνωση της παγκόσμιας οικονομίας στο 5,2%. Και οι ειδικοί του διεθνούς οργανισμού επισημαίνουν ότι οι προβλέψεις της Τράπεζας θα είναι χειρότερες σε περίπτωση που παραταθούν τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα στην οικονομία και τη δημόσια ζωή.
Όσον αφορά τις βιομηχανικές χώρες η Παγκόσμια Τράπεζα κάνει λόγο για ύφεση 7% και στις αναδυόμενες οικονομίες για 2,5%. Στις ΗΠΑ η ύφεση θα ξεπεράσει το 6% και στην ΕΕ το 9%. Αντίθετα για την Κίνα, από όπου ξεκίνησε πριν από περίπου ένα χρόνο η πανδημία του κορονοϊού αλλά πλέον η οικονομική ζωή έχει επανέλθει σε κανονικούς ρυθμούς, η Παγκόσμια Τράπεζα αναμένει ανάπτυξη 1%.
Οι προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας αναφέρονται στη λεγόμενη πραγματική οικονομία. Η εικόνα στο χρηματοπιστωτικό πεδίο είναι ωστόσο διαφορετική. Σε αυτόν τον τομέα κάθε πρόβλεψη είναι ιδιαίτερα δύσκολη διότι σπάνια υπάρχουν στοιχεία για τον όγκο των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Την ώρα που το ΔΝΤ προβλέπει συρρίκνωση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 11 τρισεκατομμύρια ευρώ η ελβετική τράπεζα Credit Suisse καταγράφει στους ισολογισμούς της σχεδόν 51 τρισεκατομμύρια ευρώ σε παράγωγα. Σε σύγκριση με το 2007, έναν χρόνο πριν από το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, 25% περισσότερα. Παρά τις επανειλημμένες υποσχέσεις για περιορισμούς στις επενδυτικές δραστηριότητες των τραπεζών ο όγκος των παραγώγων διευρύνεται συνεχώς.
Όταν το αντίδοτο μεταβάλλεται σε δηλητήριο
Το εμπόριο παραγώγων ενισχύεται και επειδή τα κέρδη από συμβατικά τραπεζικά προϊόντα παραμένουν πενιχρά, αλλά και επειδή υπάρχει πολύ χρήμα στην παγκόσμια αγορά, το οποίο δεν επενδύεται. Διότι και από τη πλευρά των πελατών είναι πολύ πιο συμφέρον να κάνουν χρήση χρηματοπιστωτικών εργαλείων για να αυξήσουν τα κέρδη τους παρά να επενδύσουν στην οικονομία.
Την ίδια στιγμή κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες εξακολουθούν να τυπώνουν χρήμα, το οποίο στη συνέχεια ρίχνουν στην αγορά για να αντισταθμίσουν αποπληθωριστικές τάσεις, αλλά και για να περιορίσουν το κίνδυνο οικονομικής ύφεσης.
Στη πραγματικότητα όμως το φρέσκο χρήμα δεν διοχετεύεται στην οικονομία, αλλά καταλήγει στις χρηματαγορές. Με αποτέλεσμα η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών BIS με έδρα τη Βασιλεία της Ελβετίας να υπολογίζει το ΑΕΠ όλων των χωρών του πλανήτη στα 63 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ τον συνολικό τζίρο με παράγωγα σε περίπου 630 τρισεκατομμύρια. Είναι δηλαδή δεκαπλάσιος. Κατά συνέπεια το νέο χρήμα που τυπώνεται ζημιώνει παρά ωφελεί, ιδίως σε περίπτωση που βρισκόμαστε μια ανάσα από μια νέα οικονομική κρίση όπως εκείνη του 2008.