Στην Ουάσιγκτον δίνουν ραντεβού την Τρίτη οι ηγέτες της Ατλαντικής Συμμαχίας, η οποία γιορτάζει 75 της χρόνια. Η Σύνοδος Κορυφής πραγματοποιείται στον απόηχο των χθεσινών εκλογών στη Γαλλία, των εκλογών της 4ης Ιουλίου στη Βρετανία - οι οποίες ανέδειξαν για πρώτη φορά έπειτα από 14 χρόνια έναν ηγέτη από τους Εργατικούς - αλλά και των ευρωπαϊκών καλπών του Ιουνίου.
Όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, η Σύνοδος της Ουάσιγκτον αποτελεί παράλληλα μία ιδανική ευκαιρία για γνωριμία με τον νέο Βρετανό πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ, που στέλνει μηνύματα επαναπροσέγγισης με την Ευρώπη. Από μία τέτοια συνάντηση δεν θα μπορούσε να λείψει η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υπό ομαλές συνθήκες.
Ωστόσο, οι συνθήκες δεν είναι ιδιαίτερα ομαλές. Σύμφωνα με γερμανικά ΜΜΕ η επικεφαλής της Κομισιόν δεν μεταβαίνει στην Ουάσιγκτον, καθώς χρειάζεται περισσότερο χρόνο για το απαραίτητο «μασάζ» προς τους ευρωβουλευτές, προκειμένου να διασφαλίσει την επανεκλογή της. Η κρίσιμη ψηφοφορία στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει προγραμματιστεί για τις 18 Ιουλίου στο Στρασβούργο.
Θεωρητικά, η φον ντερ Λάιεν δεν έχει πρόβλημα, καθώς τη στηρίζουν οι τρεις μεγαλύτερες πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), των Σοσιαλιστών (S&D) και των Φιλελευθέρων (Renew), οι οποίες διαθέτουν από κοινού 401 ευρωβουλευτές επί συνόλου 720. Πρόκειται για μία άνετη πλειοψηφία. Μόνο που η ψηφοφορία θα είναι μυστική και η «κομματική πειθαρχία» δεν θεωρείται πάντα αυτονόητη στην Ευρωβουλή, όπου εύκολα συνάπτονται, αλλά και γρήγορα ανακαλούνται συμμαχίες. Δεν λείπουν και οι ad hoc συμφωνίες στη βάση ενός απενοχοποιημένου δούναι και λαβείν. Κάποιοι μιλούν για «φτηνό αλογοπάζαρο», άλλοι αντιτείνουν ότι μόνο έτσι συγκροτούνται πλειοψηφίες, καλώς ή κακώς.
Σύμφωνα με τη Handelsblatt, σε μία άτυπη και «διά περιφοράς» δοκιμαστική ψηφοφορία προ ημερών στις Βρυξέλλες οι 350 από τους 401 ευρωβουλευτές των τριών μεγάλων πολιτικών ομάδων δήλωσαν διατεθειμένοι να ψηφίσουν την φον ντερ Λάιεν. Ωστόσο, οι υπόλοιποι 51 δεν θέλησαν (προς το παρόν, τουλάχιστον) να τη στηρίξουν. Οι περισσότερες αντιρρήσεις εντοπίζονται στο «στρατόπεδο» των Σοσιαλιστών και στους Γάλλους Συντηρητικούς.
«Αγκάθι» οι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές
Πρώτη και καλύτερη είναι ασφαλώς να πείσει τους αντιρρησίες εντός των τριών μεγαλύτερων πολιτικών ομάδων. Θεωρητικά μία εναλλακτική λύση θα ήταν να αποδεχθεί τη στήριξη της υπερ-συντηρητικής ομάδας των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR), την οποία απλόχερα προσφέρει η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι.
Μάλλον δεν είναι καλή ιδέα, για πολλούς λόγους. Αν μη τι άλλο γιατί οι ανακατατάξεις δεξιότερα του ΕΛΚ με την ίδρυση νέων και την κατάτμηση παλαιών πολιτικών ομάδων είναι τόσο απρόβλεπτες, που κανείς δεν βάζει το χέρι του στη φωτιά για το πόσους ευρωβουλευτές θα έχει πράγματι η ομάδα ECR στις 18 Ιουλίου. Κυρίως όμως γιατί η στήριξη από την ομάδα ECR θα είχε ως αποτέλεσμα να ανακαλέσουν τη δική τους στήριξη οι Σοσιαλδημοκράτες. Δώρον άδωρον λοιπόν η προσφορά της Μελόνι, έστω κι αν θεωρείται πιθανό ότι ΕΛΚ και ECR θα συνεργάζονται ad hoc τα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα στο μεταναστευτικό.
«Κλειδί» οι Πράσινοι
Η ασφαλέστερη λύση θα ήταν να εξασφαλίσει η φον ντερ Λάιεν και τη στήριξη των Πρασίνων, που μπορεί να υπέστησαν βαριές απώλειες στις ευρωεκλογές, αλλά με τις 53 έδρες τους μπορούν να «κάνουν τη διαφορά», αντισταθμίζοντας διαρροές από τις τρεις μεγαλύτερες πολιτικές ομάδες. Ήδη προ ημερών η πρόεδρος της Κομισιόν συναντήθηκε στις Βρυξέλλες με την συμπροεδρεύουσα των Ευρωπαίων Πρασίνων Τέρι Ράιντκε, η οποία στη συνέχεια έκανε λόγο για μία «πολύ εποικοδομητική συνομιλία, με στόχο τη διασφάλιση μίας σταθερής, αξιόπιστης πλειοψηφίας».
Το ζήτημα είναι βέβαια ότι για να στηρίξουν την επανεκλογή φον ντερ Λάιεν στο Στρασβούργο οι Πράσινοι δεν θα αρκεστούν σε υποσχέσεις μη συνεργασίας με την ομάδα ECR, αλλά προφανώς θα ζητήσουν πιο σοβαρά ανταλλάγματα. Και κυρίως μία δέσμευση ότι δεν θα υπάρξει υπαναχώρηση από τους κλιματικούς στόχους της Κομισιόν, που (λέει ότι) φιλοδοξεί να καταστήσει την ευρωπαϊκή οικονομία κλιματικά ουδέτερη έως το 2050.
Η Πράσινη Συμφωνία είχε γίνει «σημαία» της Κομισιόν και των περισσότερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην προηγούμενη πενταετία, αλλά υπό την απειλή της ύφεσης πολλοί αρχίζουν να «ξηλώνουν το πουλόβερ». Εύγλωττο παράδειγμα η προσπάθεια του Βερολίνου να ακυρωθεί η απαγόρευση συμβατικών κινητήρων στην αυτοκινητοβιομηχανία από το 2035 προς όφελος της ηλεκτροκίνησης.