Του Γιώργου Παυλόπουλου
Ειδικά μετά την εσωκομματική ψηφοφορία του Σαββάτου για την ανάδειξη της νέας ηγεσίας και το –απρόσμενο για πολλούς– αποτέλεσμά της, ο διχασμός φτάνει στα όρια της... διάσπασης στις τάξεις των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών. Διότι ενώ για τους μισούς περίπου και κυρίως για το πιο παραδοσιακό τμήμα του SPD η παραμονή στην «οικογένεια» (δηλαδή την κυβέρνηση) της Ανγκελα Μέρκελ μοιάζει αναγκαστική, για το υπόλοιπο ήμισυ το «διαζύγιο» και η επιστροφή στα έδρανα της αντιπολίτευσης φαντάζει ως μοναδικός δρόμος για την πολιτική επιβίωση του κόμματος.
Η αλήθεια δε είναι πως η δεύτερη πτέρυγα αναδείχθηκε νικήτρια στην αναμέτρηση του Σαββάτου. Το νέο προεδρικό δίδυμο –ο Νόρμπερτ-Βάλτερ Μπόργιανς και η Σάσκια Άσκεν– είναι γνωστοί επικριτές της συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες. Θεωρούν δε ότι αυτή είναι που έχει προκαλέσει την ελεύθερη πτώση των ποσοστών του SPD σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις και την απώλεια της δεύτερης θέσης (στις ευρωεκλογές και δημοσκοπικά) από τους δυναμικούς Πράσινους.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα...
Τι θα συμβεί, λοιπόν, από εδώ και στο εξής; Στο στρατόπεδο των «μερκελιστών» έχει σημάνει συναγερμός, σε μια προσπάθεια να συνετιστούν οι δύο νέοι ηγέτες και να μην οδηγήσουν τα πράγματα στα «άκρα». Προφανώς δε, αυτοί δεν πρόκειται να πάρουν τις αποφάσεις τους ελαφρά τη καρδία – σε κάθε περίπτωση, όμως, πρέπει να τις πάρουν και μάλιστα γρήγορα. Έχοντας κατά νου ότι η συνέχιση της ίδιας πολιτικής θα εκληφθεί από όσους τους στήριξαν ως προδοσία...
Στο επιτελείο των Χριστιανοδημοκρατών και των εταίρων τους Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών, την ίδια στιγμή, έχουν ήδη αρχίσει να επεξεργάζονται εναλλακτικά σχέδια και σενάρια για την κυβέρνηση, στην περίπτωση που το SPD πει τελικά το «αντίο» – ή διατυπώσει απαιτήσεις που θα οδηγούν αντικειμενικά σε χωριστούς δρόμους. Οι υποψήφιοι να το αντικαταστήσουν, άλλωστε, δεν είναι πολλοί και περιορίζονται στους εξής δύο: Τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες.
Πρόκειται, όπως θα θυμούνται οι περισσότεροι, για τα δύο κόμματα με τα οποία είχε αρχικά διαπραγματευτεί η Μέρκελ, μετά την εκλογική της επικράτηση τον Σεπτέμβριο του 2017. Στράφηκε δε εκ νέου στους Σοσιαλδημοκράτες όταν οι συζητήσεις για τη συγκρότηση ενός συνασπισμού τύπου «Τζαμάικα» κατέληξαν σε αδιέξοδο.
Τώρα, το σενάριο αυτό επανέρχεται στο προσκήνιο, με τα δεδομένα όμως να είναι διαφορετικά. Κυρίως σε δύο επίπεδα: Αφενός, την αποδυνάμωση του CDU στις εκλογές που έχουν μεσολαβήσει και την ταυτόχρονη ενίσχυση των Πρασίνων – οι οποίοι, σύμφωνα με κάποιες δημοσκοπήσεις, διεκδικούν ακόμη και την πρώτη θέση. Και αφετέρου, την ανάγκη προσαρμογής του πολιτικού σκηνικού στην επιλογή της «πράσινης οικονομίας», η οποία έχει αναγορευτεί ως προτεραιότητα για τη Γερμανία τις επόμενες δεκαετίες, αναβαθμίζοντας έτσι αντικειμενικά και τον ρόλο των Πρασίνων.
Βεβαίως, οι εξελίξεις είναι ακόμη θολές, όπως και οι επιλογές του SPD. Το σίγουρο, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι η θέση και ο ρόλος του Βερολίνου στην Ευρώπη αποδυναμώνεται περαιτέρω – κι αυτό ενώ πλησιάζει η εξάμηνη γερμανική προεδρία στην ΕΕ, το δεύτερο εξάμηνο του 2020, όταν θεωρητικά πρέπει να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις.