Μέχρι πότε Ηνωμένες Πολιτείες και Ιράν θα μπορούν να κρατήσουν τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή σε χαμηλή ένταση, ώστε να μην οδηγηθούν σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο; Και μέχρι πού φθάνει ο έλεγχος της Ισλαμικής Δημοκρατίας στους πληρεξουσίους της;
Εν μέσω της «θύελλας» που έσπειρε η Χαμάς με την τρομοκρατική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, ο φόβος ήταν ότι, αργά ή γρήγορα, σε μια από τις επιθέσεις των πληρεξουσίων του Ιράν θα σκοτώνονταν Αμερικανοί στρατιώτες, προκαλώντας σκληρή απάντηση των ΗΠΑ και τότε η κατάσταση θα μπορούσε να ξεφύγει από τον έλεγχο.
Για πρώτη φορά από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα οι Ηνωμένες Πολιτείες μετρούν τώρα απώλειες από εχθρικά πυρά στη Μέση Ανατολή. Τρεις Αμερικανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν και περισσότεροι από 30 τραυματίστηκαν σε επίθεση με drone κατά αμερικανικής βάσης στη βόρειοδυτική Ιορδανία, στα σύνορα με τη Συρία. Το στρατιωτικό προσωπικό των ΗΠΑ στην Ιορδανία αριθμεί 2.900 μέλη.
Είναι μία εξαιρετικά σοβαρή στιγμή για το Πεντάγωνο και την κυβέρνηση Μπάιντεν (και δη σε προεκλογική περίοδο), με τον Αμερικανό πρόεδρο να κατηγορεί «υποστηριζόμενες από το Ιράν ριζοσπαστικές ένοπλες ομάδες που δρουν στο έδαφος της Συρίας και του Ιράκ», και να διαμηνύει ότι οι υπαίτιοι θα λογοδοτήσουν «στο χρόνο και με τον τρόπο που εμείς θα επιλέξουμε».
Η αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών θα πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτική, δεδομένου ότι από τη μία πλευρά δεν μπορούν να αφήσουν δίχως ικανή απάντηση το θάνατο στρατιωτών τους και ο Τζο Μπάιντεν θα δεχθεί ισχυρές πιέσεις γι' αυτό, αλλά από την άλλη δεν θέλουν να κλιμακώσουν περαιτέρω μία ήδη έκρυθμη κατάσταση. Αυτή είναι μία εξίσωση όμως που γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Last night, three U.S. service members were killed, and many wounded, during an unmanned aerial drone attack on our forces stationed in northeast Jordan near the Syria border.
— President Biden (@POTUS) January 28, 2024
Jill and I join the families and friends of our fallen in grieving the loss of these warriors in this…
Δεν είναι σαφές γιατί η αεράμυνα απέτυχε να αναχαιτίσει το μη επανδρωμένο αεροσκάφος που έπληξε τα ξημερώματα της Κυριακής την αμερικανική βάση στην Ιορδανία και ως φαίνεται «σηκώθηκε» από τη Συρία. Τους τελευταίους τρεισήμισι μήνες έχουν πραγματοποιηθεί περισσότερες από 158 επιθέσεις εναντίον αμερικανικών και συμμαχικών τους δυνάμεων στο Ιράκ και τη Συρία δίχως στην πλειονότητά τους να έχουν προκαλέσει σοβαρούς τραυματισμούς ή καταστροφές στις εγκαταστάσεις.
Από την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, στις 7 Οκτωβρίου, και τον επακόλουθο πόλεμο στη Γάζα, το Ιράν έχει εμπλακεί σε μια προσεκτική και υπολογισμένη διαχείριση της σύγκρουσης, έχοντας δύο στόχους: Πρώτον, να κλιμακώσει την κρίση σε ένα επίπεδο που να περιπλέκει τους υπολογισμούς του Τελ Αβίβ και της Ουάσινγκτον, αποφεύγοντας παράλληλα να προκαλέσει έναν άμεσο πόλεμο των ΗΠΑ εναντίον του. Δεύτερον, να στείλει σαφείς προειδοποιήσεις στις ΗΠΑ για τον κίνδυνο περιφερειακής διάχυσης του πολέμου, πιέζοντας την κυβέρνηση Μπάιντεν να πιέσει με τη σειρά της το Ισραήλ να σταματήσει τον πόλεμο στη Γάζα.
Μέχρι τώρα, η πολιτική αυτή δείχνει αποτελεσματική για το Ιράν, αλλά ένα «ατύχημα» ανά πάσα στιγμή μπορεί να προκαλέσει αυτό που το θεοκρατικό καθεστώς των μουλάδων επιδιώκει να αποφύγει.
Η δολοφονία του στρατηγού του επίλεκτου Σώματος των Φρουρών της Επανάστασης, Ραζί Μουσαβί, στη Συρία, καθώς και η πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στην πόλη Κερμάν δοκίμασαν τις δυνατότητες αυτοσυγκράτησης της Τεχεράνης, η οποία απάντησε πλήττοντας στόχους του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία, στόχους που ισχυρίστηκε ότι συνδέονταν με το Ισραήλ στο Ιρακινό Κουρδιστάν και βάσεις της εξτρεμιστικής σουνιτικής οργάνωσης των Βαλούχων, Τζάις ουλ Άντλ (Στρατός της Δικαιοσύνης), στο Πακιστάν.
Γρήγορα όμως επεδίωξε την αποκλιμάκωση και, παρά τις αρχικές ανησυχίες, αποκατέστησε τις σχέσεις του με το Πακιστάν και έστειλε μηνύματα ενίσχυσης της περιφερειακής συνεργασίας με την επίσκεψη του προέδρου Εμπραχίμ Ραϊσί στην Άγκυρα.
Το θεοκρατικό καθεστώς και η Χεζμπολάχ στον Λίβανο ήταν προσεκτικοί μέχρι πρότινος στην υποστήριξή τους προς τη Χαμάς, κρατώντας τις ενέργειές σε ελεγχόμενο πλαίσιο, για να μην προκαλέσουν μια ευρύτερη αμερικανική στρατιωτική αντίδραση που θα δυνητικά θα απειλούσε την επιρροή της Τεχεράνης στον Λίβανο, το Ιράκ και τη Συρία. Το Ιράν χρησιμοποιεί πληρεξούσιους, όπως τη Χεζμπολάχ και τους Χούθι, για να τηρήσει αποστάσεις ασφαλείας από μία άμεση δική του εμπλοκή, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την Ισλαμική Επανάσταση και το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Αυτές οι τρομοκρατικές ομάδες έχουν γίνει, ωστόσο, πιο επιθετικές το τελευταίο διάστημα, ιδίως οι Χούθι της Υεμένης, οι οποίοι αναλαμβάνοντας πολεμική δράση στο πλευρό της Χαμάς, απειλούν το παγκόσμιο εμπόριο στη ζωτικής σημασίας πλωτή δίοδο της Ερυθράς Θάλασσας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες από την άλλη, με σύμμαχο τη Βρετανία, επιτίθενται στους Χούθι και απαντούν με επιδρομές σε πολιτοφυλακές και οργανώσεις που υποστηρίζονται από την Ισλαμική Δημοκρατία και έχουν βάλει στο στόχαστρο αμερικανικό στρατιωτικό προσωπικό στο Ιράκ και τη Συρία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες που εδώ και χρόνια προσπαθούν να απεμπλακούν από τη Μέση Ανατολή, βρίσκονται ξανά στη ζώνη του πυρός. Είχαν ήδη ένα σημαντικό στρατιωτικό αποτύπωμα στην περιοχή πριν από τον πόλεμο στη Γάζα, με πάνω από 30.000 στρατιώτες. Μετά την 7η Οκτωβρίου η Ουάσινγκτον ενίσχυσε τη στρατιωτική της παρουσία με περίπου 1.200 μέλη στρατιωτικού προσωπικού, χιλιάδες άλλους που υπηρετούν στα αεροπλανοφόρα και μια εκστρατευτική μονάδα πεζοναυτών περίπου 2.000 ατόμων.
Σε ορισμένες ζώνες, όπως το Ιράκ και τη Συρία, η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ συμπίπτει με εκείνη του Ιράν και των συμμάχων του. Στο Ιράκ εκτιμάται ότι σταθμεύουν σήμερα 2.500 στρατιώτες σε βάσεις σε πολλές περιοχές, περιλαμβανομένων Αρμπίλ και Βαγδάτης. Στη Συρία σταθμεύουν 8.000 στρατιώτες στο πλαίσιο της επιχείρησης κατά του Ισλαμικού Κράτους. Από πολεμικά πλοία, περιλαμβανομένου του USS Eisenhower, στην Ερυθρά Θάλασσα απονηώνονται μαχητικά χτυπώντας στόχους των Χούθι.
Στα συμμαχικά κράτη του Κόλπου, η μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία βρίσκεται στο Κουβέιτ (13.500 στρατιώτες) και ακολουθεί το Κατάρ (10.000 άνδρες). Πάνω από 2.700 στρατιώτες βρίσκονται στη βάση της Σαουδικής Αραβίας. Αμερικανικές δυνάμεις σταθμεύουν επίσης σε Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ιορδανία και Μπαχρέιν, ενώ 1.465 άνδρες αριθμεί το στρατιωτικό προσωπικό στη βάση του Ιντζιρλίκ στην Τουρκία.
Η πρόσφατη απόφαση του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, να εξαπολύσει αεροπορικές επιδρομές κατά των Χούθι, αφού αρχικά αντιστάθηκε σε πιέσεις για δράση των ΗΠΑ απέναντι στα πιόνια του Ιράν στην Υεμένη, αποτελεί σαφή αλλαγή στρατηγικής. Το Ισραήλ έχει εντείνει, επίσης, τις επιθέσεις του κατά των πληρεξουσίων του ισλαμικού καθεστώτος, ιδίως στον Λίβανο και τη Συρία.
«Πρόκειται ήδη για έναν περιφερειακό πόλεμο, που δεν περιορίζεται πλέον στη Γάζα, αλλά έχει ήδη εξαπλωθεί στον Λίβανο, το Ιράκ, τη Συρία και την Υεμένη», έχει υπογραμμίσε μιλώντας στους New York Times ο Χιού Λόβατ, ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων (ECFR). Η Ουάσινγκτον, προσθέτει, ήθελε να δείξει ότι είναι έτοιμη να αποτρέψει τις ιρανικές προκλήσεις, εξ ου και ανέπτυξε αεροπλανοφόρα και μαχητικά σε θέσεις που δύνανται να αντιδράσουν τάχιστα. Αυτή η τακτική όμως αφήνει τις αμερικανικές δυνάμεις πιο εκτεθειμένες.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν βαδίζει επί ξυρού ακμής, μεταξύ αποτροπής και κλιμάκωσης, και οι συνεργάτες του παραδέχονται ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί το μέλλον.
Η Ριμ Μομτάζ του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (IISS) παρατηρεί από πλευράς της ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν τώρα μία στρατηγική πρόκληση: «Πρέπει να αποκαταστήσουν την ελευθερία της ναυσιπλοΐας και να διασφαλίσουν το διεθνές εμπόριο στην Ερυθρά Θάλασσα, και παράλληλα να διασφαλίσουν ότι τα άλλα μέτωπα δεν θα κλιμακωθούν σε πραγματικό πόλεμο».
Μία ανάλογη «ισορροπία τρόμου» έχει φανεί ότι προσπαθεί να τηρήσει και το Ιράν, καθώς η υποδαύλιση των εντάσεων το ωφελεί μόνο μέχρι ενός σημείου. Εάν αυτές οι σχετικά χαμηλού επιπέδου συγκρούσεις κλιμακωθούν και εξελιχθούν τελικά σε ολοκληρωτικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την αυξανόμενη επιρροή της Τεχεράνης στην περιοχή, θα επέφερε πλήγμα στον λεγόμενο «άξονα της αντίστασης» και θα προκαλούσε προβλήματα στο εσωτερικό του Ιράν, όπου το καθεστώς μόλις ένα χρόνο πριν κλυδωνιζόταν από κύμα διαδηλώσεων τις οποίες και κατέστειλε βίαια.
Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι μέχρι πού φθάνει ο έλεγχος του Ιράν στους πληρεξουσίους του και αν οι αρχηγοί τους είναι σε θέση να αντιληφθούν -και να μην παρερμηνεύσουν- τις αμερικανικές και ισραηλινές κόκκινες γραμμές. Το Ιράν θα μπορούσε να κινδυνεύει να παρασυρθεί από τους ίδιους τους πληρεξουσίους του.