Πάνω στο «άρμα» του ινδουιστικού εθνικισμού και της καλπάζουσας οικονομικής ανάπτυξης, ο Ναρέντρα Μόντι οδεύει προς τρίτη πρωθυπουργική θητεία στην πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου που εμφανίζεται σε τροχιά να καταστεί μία από τις υπερδυνάμεις του μέλλοντος.
Μία Ινδία ελκυστική για επενδύσεις, γεωπολιτικό αντίβαρο στην Κίνα και μία πραγματική εναλλακτική λύση για τη Δύση, αλλά ταυτόχρονα λιγότερο δημοκρατική και με αλλοιωμένο τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους, συνεπάγεται η παραμονή στην εξουσία του εξαιρετικά δημοφιλούς, όσο και αμφιλεγόμενου, Μόντι.
Η μεγαλύτερη εκλογική διαδικασία στον κόσμο, που αρχίζει σήμερα και θα διαρκέσει έξι εβδομάδες, δεν κρύβει εκπλήξεις, καθώς το μείγμα μίας επιθετικής εθνικιστικής ατζέντας, έργων υποδομών και πολιτικών πρόνοιας σε μία χώρα όπου σε μεγάλο βαθμό οι πολίτες της βιώνουν οικονομική εξαθλίωση, έχουν αποδειχθεί επιτυχής εκλογική φόρμουλα για τον Μόντι.
Η ενίσχυση της διεθνούς επιρροής της Ινδίας έχει συνοδευτεί επί Μόντι από την αποδυνάμωση της δημοκρατίας, τη συρρίκνωση του χώρου για διαφωνία και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, ένα κρεσέντο ινδουιστικού εθνικισμού, καθώς και περιθωριοποίηση της μεγάλης μουσουλμανικής μειονότητας και υποδαύλιση θρησκευτικών διαιρέσεων.
Η πολιτική πορεία και δημοφιλία του Ναρέντρα Μόντι έχουν βασιστεί στην υποστήριξη από το ένα δισεκατομμύριο και πλέον ινδουιστές της χώρας (το 80% του πληθυσμού), τους οποίους έχει «αποζημιώσει» εγκαινιάζοντας ναούς σε σημεία όπου στέκονταν τεμένη, και προκρίνοντας πλέον τη χρήση του ονόματος Μπάρατ για την Ινδία. Εκ των πλέον αμφιλεγόμενων κινήσεών του, η ανέγερση του ναού του Ραμ, θεότητας του ινδουισμού, που εγκαινιάστηκε το Φεβρουάριο (μαζί με την προεκλογική εκστρατεία) στην Αντιοντίγια, ακριβώς εκεί που βρισκόταν το τζαμί που κατέστρεψαν φανατικοί ινδουιστές το 1992.
Ο απολογισμός των θρησκευτικών ταραχών που ακολούθησαν ανήλθε σε πάνω από 2.000 νεκρούς, κυρίως μουσουλμάνοι. Η καταστροφή του τεμένους έφερε το αποτύπωμα του νυν κυβερνώντος εθνικιστικού Ινδικού Κόμματος του Λαού (BJP) ή ορθότερα Κόμμα του Λαού της Μπάρατ. Το αρχαίο όνομα της Ινδίας είναι Μπάρατ και τη χρήση αυτού προκρίνει σήμερα ο Μόντι ως σύμβολο της απο-αποικιοποίησης και ως μία ακόμη απόδειξη του κλιμακούμενου ινδουιστικού εθνικισμού, παρά το γεγονός ότι η χώρα ήταν γνωστή παγκοσμίως Ινδία πάνω από 2.000 χρόνια, πολύ πριν γίνει αγγλική αποικία.
Οι προθέσεις της κυβέρνησης για υιοθέτηση του όρου Μπάρατ ως μοναδική ονομασία της χώρας, πέραν από την ιδεολογική τους διάσταση, έχουν πάντως να κάνουν και με την πολιτική σύγκρουση στο εσωτερικό.
Οι διαφωνίες σχετικά με την «Ινδία» έναντι του «Μπάρατ» κλιμακώθηκαν αφότου 28 κόμματα της αντιπολίτευσης ανακοίνωσαν μια νέα, εύθραυστη συμμαχία -με το ακρωνύμιο INDIA- με στόχευση να ανατρέψουν τον Ναρέντρα Μόντι. Στην κεφαλή της συμμαχίας ή Ινδική Εθνική Αναπτυξιακή Συμπεριλιπτική Συμμαχία (Indian National Developmental Inclusive Alliance) βρίσκεται το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο του Ραχούλ Γκάντι, το οποίο κυβέρνησε την Ινδία τα 54 από τα 76 χρόνια της ανεξαρτησίας της από τη Βρετανία. Στις τελευταίες εκλογές του 2019 και μετά την πρώτη θητεία Μόντι, απέσπασε ωστόσο μόλις 52 από τις 543 έδρες του Κοινοβουλίου.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ενώνει ο φόβος ότι σε μία τρίτη θητεία Μόντι θα περιθωριοποιηθούν και στοχοποιηθούν ακόμη περισσότερο. Πολλά ηγετικά στελέχη τους έχουν φυλακιστεί με κατηγορίες που καταγγέλλονται ως προσχηματικές στο πλαίσιο κρατικής καταστολής. Ωστόσο, η αντιπολίτευση αναλώνεται σε εσωτερικές έριδες και έχει δυσκολευτεί να παρουσιάσει μια συνεκτική ιδεολογική εναλλακτική πρόταση πέραν της άσκησης κριτικής στις διχαστικές πολιτικές Μόντι στα δέκα χρόνια που βρίσκεται στο τιμόνι.
Οι δημοσκοπήσεις δίνουν άνετη νίκη στο κυβερνών κόμμα. Το BJP είχε αποσπάσει 303 έδρες το 2019 και μαζί με τους εταίρους του στην Εθνική Δημοκρατική Συμμαχία της οποίας ηγείται απολάμβανε πλειοψηφία 352 εδρών. Η προσέλευση των πολιτών στις κάλπες της Ινδίας είναι παραδοσιακά υψηλή, και προ πενταετίας άγγιξε το 67%. Σχεδόν μισό δισεκατομμύριο άνθρωποι έχουν δικαίωμα ψήφου -ένας στους οκτώ του παγκόσμιου πληθυσμού. Η μαραθώνια εκλογική αναμέτρηση θα διεξαχθεί σε επτά στάδια και τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν στις 4 Ιουνίου.
Σε μια περιοχή με συχνές πολιτικές αναταραχές, η Ινδία είναι βαθιά υπερήφανη για τις σχεδόν αδιατάρακτες εκλογικές της διαδικασίες από την ίδρυσή της ως δημοκρατία πριν από 75 και πλέον χρόνια. Αν και οι ανεξάρτητοι θεσμοί έχουν δεχθεί επίθεση από τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια του Ναρέντρα Μόντι και το κυβερνών κόμμα θεωρείται ότι έχει ένα αθέμιτο πλεονέκτημα στη συγκέντρωση πολιτικών κεφαλαίων, η ψηφοφορία στην Ινδία εξακολουθεί να θεωρείται ελεύθερη και δίκαιη και τα αποτελέσματα γίνονται αποδεκτά από τους υποψηφίους.
Υπό την ηγεσία του Ναρέντρα Μόντι, η Ινδία είναι έτοιμη να γίνει μια οικονομική δύναμη του 21ου αιώνα, προσφέροντας μια πραγματική εναλλακτική λύση στην Κίνα. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ινδίας αυξήθηκε κατά 55% μεταξύ 2014 και 2023. Η χώρα από την ένατη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο εξελίχθηκε στην πέμπτη μεγαλύτερη σε αυτό το χρονικό διάστημα, ενώ προβλέπεται ότι θα γίνει η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, πίσω μόνο από τις ΗΠΑ και την Κίνα, μέχρι το 2027.
Η οικονομία της προβλέπεται ότι μπορεί άνετα να αναπτύσσεται με ετήσιο ρυθμό άνω του 6% τα επόμενα χρόνια και όλα δείχνουν ότι η Ινδία έχει μπροστά της, όχι χρόνια αλλά δεκαετίες ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και μια αναλογία ενεργού πληθυσμού, έναντι εξαρτημένου (ανήλικοι και υπερήλικες) που ευνοεί τις επενδύσεις. Εξάλλου, με την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος η κατανάλωση θα εξελίσσεται σε μοχλό οικονομικής ανάπτυξης.
Παράλληλα, όπως έκανε και η Κίνα πριν από τρεις και πλέον δεκαετίες, η Ινδία έχει ξεκινήσει έναν τεράστιο μετασχηματισμό των υποδομών, δαπανώντας δισεκατομμύρια δολάρια για την κατασκευή δρόμων, λιμανιών, αεροδρομίων και σιδηροδρόμων, ενώ το εθνικό δίκτυο αυτοκινητοδρόμων της επεκτάθηκε κατά 60% την τελευταία δεκαετία.
Καθώς, επίσης, οι δεσμοί μεταξύ του Πεκίνου με τη Δύση διαρρηγνύονται, η Ινδία αναπτύσσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τις περισσότερες μεγάλες οικονομίες και προσελκύει επιθετικά μεγάλες εταιρείες να εγκαταστήσουν εργοστάσιά τους στη χώρα.
Ο ενθουσιασμός γύρω από το αναπτυξιακό δυναμικό της Ινδίας αντικατοπτρίζεται και στα χρηματιστήριά της, το οποία σημειώνουν υψηλά ρεκόρ. Η αξία των εισηγμένων εταιρειών στα δύο μεγάλα χρηματιστήρια (το Εθνικό Χρηματιστήριο NSE και το Χρηματιστήριο της Βομβάης BSE) ξεπέρασε τα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια στα τέλη του περασμένου έτους. Η ανεργία που πλήττει όμως το νέους είναι εξαιρετικά υψηλή, και από τα μεγαλύτερα ζητήματα για τα οποία επικρίνεται και καλείται να αντιμετωπίσει ο Ναρέντρα Μόντι.