Με φαβορί τον ο εθνικιστή, ινδουιστή απερχόμενο πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι, ξεκίνησε σήμερα η μακρά ψηφοφορία στην Ινδία για τις βουλευτικές εκλογές, που θα διαρκέσει ως την 1η Ιουνίου. Ζητούμενο από όλος τους υποψήφιους είναι η συμμετοχή των πολιτών.
Τα εκλογικά τμήματα σε περίπου εκατό εκλογικές περιφέρειες σε περισσότερες από 20 πολιτείες της χώρας άνοιξαν γύρω στις 7:00 π.μ. τοπική ώρα (02:00 GMT) για την πρώτη φάση των γενικών εκλογών στην Ινδία, επιβεβαίωσε η Εκλογική Επιτροπή της Ινδίας.
Μόνο σήμερα, η Εκλογική Επιτροπή αναμένει να προσέλθουν περισσότεροι από 160 εκατομμύρια πολίτες.
Μια μεγάλη ουρά είχε σχηματιστεί μπροστά από εκλογικό κέντρο στη Χαριντουάρ, σημαντικό τόπο προσκυνήματος για τους ινδουιστές στις όχθες του ποταμού Γάγγη και μία από τις πρώτες πόλεις που ξεκινούν να ψηφίζουν.
Τις επόμενες 44 ημέρες, οι ψηφοφόροι θα εκλέξουν τις 543 έδρες στην Κάτω Βουλή του Κοινοβουλίου ή στη Λοκ Σαμπά, η οποία θα καθορίσει ποια συμμαχία ή κόμμα θα αποφασίσει το όνομα του επόμενου πρωθυπουργού του ασιατικού γίγαντα.
Αυτές είναι οι δεύτερες πιο μακροχρόνιες εκλογές που έχουν διεξαχθεί μέχρι στιγμής στην Ινδία, πριν από τις εκλογές που διεξήγαγε η χώρα μετά την ανεξαρτησία της από τη Βρετανική Αυτοκρατορία το 1947, οι οποίες διήρκεσαν τέσσερις μήνες, μεταξύ 25 Οκτωβρίου 1951 και 21 Φεβρουαρίου 1952.
Ο Μόντι ζήτησε ήδη από τους ψηφοφόρους που συμμετέχουν στην πρώτη φάση «να ασκήσουν το δικαίωμα τους σε αριθμούς ρεκόρ», απευθυνόμενος κυρίως στους νέους και σε όσους ψηφίζουν πρώτη φορά.
Το Κογκρέσο, το βασικό κόμμα της αντιπολίτευσης στην Ινδία, υπενθύμισε στους ψηφοφόρους ότι «η ψήφος τους μπορεί να βάλει τέλος στον πληθωρισμό, την ανεργία, το μίσος και την αδικία», τονίζοντας ότι «δεν πρέπει να ξεχάσετε να ψηφίσετε».
Συνολικά 968 εκατομμύρια Ινδοί καλούνται στις κάλπες και περισσότερα από ένα εκατομμύριο εκλογικά κέντρα έχουν στηθεί σε όλη τη χώρα. Τα ψηφοδέλτια θα καταμετρηθούν ως την 4η Ιουνίου και τα αποτελέσματα συνήθως ανακοινώνονται την ίδια ημέρα.
Ο 73χρονος Μόντι παραμένει δημοφιλής έπειτα από δύο θητείες στην πρωθυπουργία στη διάρκεια των οποίων η Ινδία αύξησε τη διπλωματική της επιρροή και ενίσχυσε την οικονομία της.
Δημοσκόπηση του Pew το 2023 έδειξε ότι σχεδόν το 80% των Ινδών βλέπουν θετικά τον Μόντι, ο οποίος έχει ήδη προσφέρει δύο μεγάλες νίκες στο εθνικιστικό ινδουιστικό κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP), το 2014 και το 2019, βασιζόμενος στο θρησκευτικό αίσθημα των ινδουιστών ψηφοφόρων.
Πολιτικοί αναλυτές θεωρούν ήδη ότι ο Μόντι θα είναι ο νικητής των εκλογών απέναντι σε έναν συνασπισμό κομμάτων της αντιπολίτευσης, ο οποίος ακόμη δεν έχει ορίσει τον υποψήφιό του για τη θέση του πρωθυπουργού.
Οι δύο κύριες πολιτικές δυνάμεις σε αυτές τις εκλογές είναι ο συνασπισμός του Κόμματος Bharatiya Janata (BJP) του Μόντι, γνωστός ως Εθνική Δημοκρατική Συμμαχία (NDA) και το μπλοκ της αντιπολίτευσης National Inclusive India Development Alliance (INDIA), το οποίο μαζί με άλλους αντιπάλους αποτελούν τον σχηματισμό της δυναστείας Νεχρού-Γκάντι, του Κόμματος του Κογκρέσου.
Να σημειωθεί ότι πολλές ποινικές έρευνες έχουν ξεκινήσει εις βάρος μελών της αντιπολίτευσης, ενώ τον Φεβρουάριο οι ινδικές οικονομικές αρχές πάγωσαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς του Κογκρέσου.
«Δεν έχουμε χρήματα για να κάνουμε προεκλογική εκστρατεία, δεν μπορούμε να στηρίξουμε τους υποψήφιούς μας», προειδοποίησε ο Ραούλ Γκάντι τον Μάρτιο.
Ο 53χρονος Γκάντι, του οποίου ο πατέρας, η γιαγιά και ο προπάππος είχαν διατελέσει πρωθυπουργοί της Ινδίας, αποβλήθηκε για ένα διάστημα από το κοινοβούλιο πέρυσι, αφού κρίθηκε ένοχος για συκοφαντία.
Παρουσιάζοντας τον Μόντι ως αποκομμένο από την πραγματικότητα, ο Γκάντι προσπάθησε να προσεγγίσει τους ψηφοφόρους οργανώνοντας δύο πορείες. Όμως έπειτα από δύο διαδοχικές ήττες, τίποτα δεν δείχνει ότι αυτή τη φορά οι προσπάθειές του θα στεφθούν με επιτυχία.
Ο Γκάντι κατηγορεί την κυβέρνηση Μόντι ότι υπονομεύει τη δημοκρατία και καταγγέλλει ότι ενισχύει το εθνικιστικό αίσθημα των ινδουιστών εις βάρος των μειονοτήτων, ανάμεσά τους και 210 εκατομμύρια Ινδοί μουσουλμάνοι που ανησυχούν για το μέλλον τους.
Οι θητείες του Μόντι σημαδεύτηκαν από «ένα μοντέλο καταστολής που έχει στόχο να υπονομεύσει τη δημοκρατία και να περιορίσει τον δημόσιο χώρο», κατήγγειλε την Τετάρτη η οργάνωση προάσπισης πολιτικών δικαιωμάτων CIVICUS σε έκθεση της.
Ωστόσο, την ίδια ώρα υπό την πρωθυπουργία του Μόντι η Ινδία έγινε η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, μπροστά από τη Βρετανία.
Οι δυτικές χώρες πλέον σπεύδουν να προσεγγίσουν τη χώρα, θεωρώντας την πιθανό σύμμαχο στην προσπάθειά τους να αντιταχθούν στην αυξανόμενη επιρροή της Κίνας, παρά τις προειδοποιήσεις των υπέρμαχων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την οπισθοχώρηση της ελευθερίας του Τύπου.
Από το 2014 η Ινδία έχει χάσει 21 θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη ελευθερίας του Τύπου των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα (RSF) και πλέον βρίσκεται στην 161η θέση σε σύνολο 180 χωρών.