Ενισχυμένη η παρουσία των Δημοκρατικών στην Γερουσία
ΗΠΑ

Ενισχυμένη η παρουσία των Δημοκρατικών στην Γερουσία

Το κόμμα του Τζο Μπάιντεν ενίσχυσε την παρουσία του στην αμερικανική Γερουσία, με τη νίκη του Δημοκρατικού υποψήφιου, Ράφαελ Γουόρνοκ, στην ειδική επαναληπτική εκλογική διαδικασία στην πολιτεία Τζόρτζια.

Ο αμερικανός πρόεδρος, που οι Ρεπουμπλικάνοι και αρκετοί αναλυτές ανέμεναν πως θα υφίστατο βαριά ήττα στις ενδιάμεσες εκλογές της 8ης Νοεμβρίου, βγήκε απεναντίας ενισχυμένος από την όλη διαδικασία.

Χθες ο υποψήφιος των Δημοκρατικών ήταν αντιμέτωπος μ’ έναν προστατευόμενο του Ντόναλντ Τραμπ, τον αφροαμερικανό πρώην αστέρα του αμερικανικού ποδοσφαίρου Χέρσελ Γουόκερ, κατά την τελευταία πράξη των φετινών «midterms». Η αναμέτρησή τους τον περασμένο μήνα δεν έβγαλε νικητή, επομένως χρειάστηκε να διεξαχθεί επαναληπτική ψηφοφορία.

Ο αμερικανός πρόεδρος φαινόταν να έχει πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση μερικά λεπτά προτού ανακοινωθούν τα αποτελέσματα. «Θα κερδίσουμε, θα νικήσουμε στην Τζόρτζια», είπε σε δημοσιογράφους.

Η νίκη αυτή δεν αλλάζει την ισορροπία ισχύος στο αμερικανικό Κογκρέσο: οι Δημοκρατικοί είχαν ήδη εξασφαλίσει τον έλεγχο της Γερουσίας. Οι Ρεπουμπλικάνοι από την πλευρά τους ανέκτησαν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, αλλά με πολύ μικρότερη πλειοψηφία από ό,τι ήλπιζαν.

Η νέα έδρα δίνει μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών στο κόμμα του Τζο Μπάιντεν, που κυβέρνησε τα προηγούμενα δυο χρόνια με εντελώς οριακή πλειοψηφία, καθώς οι δύο παρατάξεις ισοψηφούσαν στο σώμα (50-50) και σε περιπτώσεις αδιεξόδου καλείτο να κόψει τον γόρδιο δεσμό η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις, που έχει -καθοριστική- ψήφο δυνάμει του Συντάγματος.

Θα τους επιτρέψει, μεταξύ άλλων, να έχουν μεγαλύτερη επιρροή σε βασικές επιτροπές του Κογκρέσου. Ενώ θα περιορίσει σημαντικά την επιρροή του κεντρώου Δημοκρατικού γερουσιαστή Τζο Μάντσιν, νεκροθάφτη αρκετών σχεδίων που ήθελε διακαώς να προωθήσει η κυβέρνηση Μπάιντεν.

Στην άλλη πλευρά, αποσπώντας αυτή την έδρα, οι Ρεπουμπλικάνοι επιδίωκαν να περιορίσουν περαιτέρω τη δυνατότητα του κ. Μπάιντεν να εφαρμόσει την πολιτική του, κάπου 700 ημέρες πριν από τις επόμενες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές.