Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύεται για πολλοστή φορά κατώτερη των περιστάσεων σε σχέση με την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων. Το πρόβλημα είναι βαθύτερο, καθώς επιβεβαιώνονται οι φόβοι, ότι ακόμα και να αρθεί το βέτο της Βουλγαρίας για την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας, η υποψηφιότητα των χωρών της περιοχής δεν πρόκειται να προχωρήσει. Εδώ και καιρό Μόσχα κι Άγκυρα καραδοκούν.
Η ίδια η Γαλλία, μέχρι πρότινος εκ των πολέμιων της ένταξης των βαλκανικών χωρών, κατέθεσε συμβιβαστική πρόταση για την άρση του βέτο, την οποία και δέχτηκε ο επικεφαλής της βουλγαρικής αξιωματικής αντιπολίτευσης, Μπόικο Μπορίσοφ. Στην πράξη, όμως, αρκετά ευρωπαϊκά κράτη κρύβονταν πίσω από το βέτο των Βούλγαρων, το οποίο και τους βολεύει, καθώς δεν επιθυμούσαν, ούτε επιθυμούν να προχωρήσει η ένταξη των Δ.Βαλκανίων.
Είναι προφανές ότι η ένταξη δέκα χωρών το 2004 έχει κλονίσει τον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός γιατί κάποιες εξ αυτών φέρνουν συνεχώς προσκόμματα στην λειτουργία και ομοσπονδιοποίηση της Ευρώπης, αφετέρου γιατί τους βλέπουν να αποκλίνουν συνεχώς από τις ευρωπαικές αξίες. Στην πράξη, αρκετοί Ευρωπαίοι φοβούνται ότι τα δυτικά Βαλκάνια δεν είναι ακόμα έτοιμα, ούτε θεσμικά, ούτε οικονομικά, ούτε κοινωνικά-αξιακά να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εδώ, ωστόσο, μιλάμε για εμπαιγμό, καθώς η ΕΕ δεν φαίνεται να είναι ειλικρινής και αυτό έχει συνέπειες. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Εντι Ράμα, ένα χρόνο πριν, σε συνέδριο όπου είχα παρευρεθεί, ότι «δεν μπορεί να είμαστε η αιώνια αρραβωνιαστικιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Ουσιαστικά ο Ράμα εννοούσε πως αν η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίσει να φέρεται στις χώρες της περιοχής με αυτό τον τρόπο, τότε και εκείνες θα ψάξουν για εναλλακτικές. Και αυτές, ναι μεν μπορεί να μην είναι η πρώτη τους επιλογή, αλλά στο τέλος μπορεί να γίνουν μία αναγκαστική επιλογή.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει φερθεί σωστά απέναντι σε αυτές τις χώρες. Έχει αφήσει χώρο να δημιουργηθεί ένα κενό, στο οποίο υπεισέρχονται άλλοι παράγοντες.
Δεν είναι τυχαία τα όσα συνέβησαν στην Βουλγαρία, με την κατάρρευση της κυβέρνησης. Η χώρα αυτή βέβαια έχει μία ιδιαιτερότητα, λόγω της διαχρονικής επιρροής της Ρωσίας. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που συνέβαινε μέχρι πρότινος, ότι μπορεί ο υπουργός Ενέργειας να ήταν φιλοαμερικανός, ωστόσο σε επίπεδο γενικών διευθυντών και γραμματέων του ίδιου υπουργείου, σχεδόν όλοι ήταν άμεσα επηρεαζόμενοι από τη Μόσχα. Γι’ αυτό και παραδοσιακά, η συνεννόηση με τη Σόφια πάνω σε ενεργειακά ζητήματα, ποτέ δεν ήταν εύκολη. Ιστορικά, η Μόσχα, από τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) και μετά, επιζητούσε μέσω της Σόφιας την πρόσβαση στις θερμές θάλασσες του Αιγαίου, μέσω μίας βουλγαρικής παρουσίας στη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα. Ιστορικά επίσης η Μόσχα στήριζε τη Βουλγαρία με ποικίλους τρόπους, αντίθετα απ' ότι έκανε απέναντι στην Ελλάδα.
Στην ουσία, η Ρωσία δεν μπορεί παρά να χαίρεται με ό,τι συμβαίνει σήμερα στην πολιτική σκηνή της Βουλγαρίας. Η απερχόμενη κυβέρνηση Πετκόφ, ήταν ακραία φιλοδυτική και φιλοαμερικανική, καθώς ο Πέτκοφ επιχείρησε να κόψει τους ενεργειακούς δεσμούς με τη Μόσχα, μαζί με την ευρύτερη ρωσική πρόσβαση στη Βουλγαρία, τόσο στο χώρο της πολιτικής και της κοινωνίας, όσο και σε αυτόν της θρησκείας. Όταν μια τέτοια κυβέρνηση χάνει την πλειοψηφία, η Μόσχα δεν μπορεί παρά να είναι ικανοποιημένη, αν και μένει να φανεί ποιο σχήμα θα τη διαδεχθεί.
Ποιος άλλος όμως ωφελείται από μια τέτοια εξέλιξη; Η Τουρκία. Έχει τη σημασία του ότι για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες δεν συμμετείχε στην κυβέρνηση Πετκόφ το τουρκικό κόμμα, το οποίο διατηρεί στη Βουλγαρία μία δύναμη της τάξης του 12% - 14%.
Αλλά και στην Αλβανία η απήχηση της Τουρκίας, ακόμη και εξ ανάγκης, είναι πλέον μεγάλη, πέρα από την καλή χημεία μεταξύ Ράμα και Ερντογάν. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους ενδιαφέρει την Ελλάδα η περίπτωση της Αλβανίας.
Καταρχάς, γιατί μια απογοητευμένη από την ΕΕ, Αλβανία, που θα έρθει πιο κοντά στην Τουρκία, θα εξακολουθεί να δημιουργεί προβλήματα στην Ελλάδα. Τόσο με την ελληνική μειονότητα, όσο και με το θέμα των Τσάμηδων. Τυχαίο δεν είναι ότι πριν από λίγες ημέρες, οι Τσάμηδες, γνώρισαν μια πανηγυρική παρουσία στο κοινοβούλιο της χώρας, μιλώντας για το ανύπαρκτο αυτό θέμα.
Το δεύτερο ζήτημα, το οποίο είναι ακόμη πιο σοβαρό από εκείνο των Τσάμηδων είναι το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Η Αθήνα επιδιώκει να καταφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης με τη σύμφωνη γνώμη των Τιράνων, προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα των θαλασσίων ζωνών, καθώς αν αυτό συμβεί, θα αποτελέσει πρόκριμα για το Αιγαίο. Γι’ αυτό άλλωστε και η Άγκυρα θέλει να αποτρέψει μία τέτοια εξέλιξη. Εφόσον υπάρχει ένας μοχλός πίεσης απέναντι στην Αλβανία, δηλαδή η Ευρώπη, τόσο ως προς το πως διαχειρίζεται την εθνική μειονότητα, όσο και για να υποχρεωθεί να αποδεχτεί το Δικαστήριο της Χάγης. Χωρίς την ευρωπαϊκή προοπτική για την Αλβανία, η πίεση που μπορεί να ασκήσει η Ελλάδα θα είναι μικρότερη.
* Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδας και αναλυτής διεθνών θεμάτων του ΑΝΤ1