Του Γιώργου Παυλόπουλου
Η εντυπωσιακή σε όγκο διαδήλωση (οι διοργανωτές κάνουν λόγο για τουλάχιστον 100.000 συμμετέχοντες) που πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σάββατο στο Λονδίνο, με βασικό αίτημα την πραγματοποίηση ενός δεύτερου δημοψηφίσματος αναφορικά με το Brexit, δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία. Κι αυτό διότι καθώς απομένει λιγότερο από ένας χρόνος μέχρι την επίσημη έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. – στις 29 Μαρτίου 2019 – οι «ευρωπαϊστές» έχουν ξεκινήσει την ύστατη και μεγάλη προσπάθεια για να ανατρέψουν την απόφαση που ελήφθη στο προηγούμενο δημοψήφισμα, τον Ιούνιο του 2016, την οποία χαρακτηρίζουν καταστροφική.
Η προσπάθεια αυτή εκδηλώνεται σε όλα τα επίπεδα: Στο εσωτερικό της κυβέρνησης των Συντηρητικών, όπου οι αντίπαλοι του Brexit εντείνουν τις πιέσεις τους προς την Τερέζα Μέι, προκαλώντας την αντίδραση των υπέρμαχων της εξόδου, όπως του υπουργού Εξωτερικών, Μπόρις Τζόνσον. Στο Κοινοβούλιο, όπου οι βουλευτές των Εργατικών και των Φιλελευθέρων, σε συντονισμό με τους διαφωνούντες των Τόρις, έχουν ξεκινήσει «ανταρτοπόλεμο» κατά της Μέι, διεκδικώντας να έχουν τον τελευταίο λόγο. Στην κεντρική τράπεζα, ο διοικητής της οποίας, Μαρκ Κάρνεϊ, επανέλαβε χθες ότι η απουσία συμφωνίας απειλεί τα θεμέλια του City και τον ρόλο του ως χρηματοοικονομικού κέντρου. Στον επιχειρηματικό κόσμο, όπου πληθαίνουν οι προειδοποιήσεις (και η κινδυνολογία) για τις συνέπειες. Στην κοινωνία, όπου οι διάφορες ομάδες πρωτοβουλίας οργανώνονται και κλιμακώνουν τις παρεμβάσεις τους, διαθέτοντας μάλιστα άφθονη χρηματοδότηση. Και, τέλος, στις Βρυξέλλες, όπου οι μέχρι σήμερα εταίροι του Λονδίνου διαμηνύουν ότι είναι έτοιμοι για ένα «σκληρό» Brexit, δηλαδή για ένα διαζύγιο που δεν θα συνοδεύεται από συμφωνία που θα καθορίζει το πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεων και ενδεχόμενη μεταβατική περίοδο.
Στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε.
Το ζήτημα θα βρίσκεται, άλλωστε, σε περίοπτη θέση στην ατζέντα της συνόδου κορυφής της Ε.Ε., η οποία διεξάγεται σήμερα και αύριο. Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι η προθεσμία για την οριστικοποίηση της συμφωνίας ανάμεσα στους «27» και τη Βρετανία εκπνέει τον ερχόμενο Οκτώβριο, κάτι που σημαίνει ότι το χρονικό περιθώριο είναι κυριολεκτικά ασφυκτικό, ειδικά καθώς οι εκκρεμότητες παραμένουν πολλές και σημαντικές.
Σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσίευσε την Τρίτη το «Politico», η Κομισιόν έχει δώσει ήδη εντολή στις αρχές των «27» να προετοιμάσουν κατάλληλα τα αεροδρόμια των χωρών τους ώστε να είναι σε θέση να διαχειριστούν αποτελεσματικά ένα μη συναινετικό Brexit. Επίσης, την περασμένη Παρασκευή, μιλώντας στο Κοινοβούλιο της Ιρλανδίας (η οποία «καίγεται» για το καθεστώς που θα επικρατήσει στα σύνορα με τη Β. Ιρλανδία, η οποία ανήκει στη βρετανική επικράτεια), δήλωσε τα εξής: «Καθώς η αντίστροφη μέτρηση για το Brexit έχει ξεκινήσει, είμαστε υποχρεωμένοι να προετοιμαστούμε για κάθε ενδεχόμενο, συμπεριλαμβανομένου εκείνου που δεν περιλαμβάνει συμφωνία».
Στοι ίδιο πλαίσιο, όπως αναφέρει σχετικό ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «The Guardian», επιχειρηματικοί όμιλοι από αρκετές χώρες με σημαντική παρουσία και συμφέροντα στη βρετανική αγορά – ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Ινδία κ.ά. – απευθύνουν προειδοποιήσεις προς την κυβέρνηση Μέι να μη ρισκάρει μια... άτακτη έξοδο από την Ε.Ε., τονίζοντας ότι σε διαφορετική περίπτωση θα τεθούν σε σοβαρό και άμεσο κίνδυνο εμπορικές συναλλαγές συνολικής αξίας άνω των 110 δισ. ευρώ.
«Η επίτευξη συμφωνίας σε μια σειρά θέματα θα προσφέρει στις επιχειρήσεις περισσότερη σιγουριά ότι μπορεί να υπάρξει και να εγκριθεί μια συμφωνία για την αποχώρηση, προσφέροντας έτσι και μια νομικά καθορισμένη μεταβατική περίοδο και αποφεύγοντας το χειρότερο δυνατό και ακραίο σενάριο για τον Μάρτιο του 2019», σημειώνει χαρακτηριστικά ανακοίνωση που υπογράφεται και από το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο της Ευρώπης, το οποίο εκπροσωπεί επιχειρήσεις όπως οι Boeing, Coca-Cola, Exxon, Facebook, Dell και άλλες.
Με βάση όλα τα παραπάνω, δεν είναι καθόλου απίθανο πλέον το σενάριο που θέλει το Λονδίνο να επανεξετάζει τη στάση του. Ο συνδυασμός μιας ασυμφωνίας με την Ε.Ε., της έντασης των απειλών για μαζικές αποχωρήσεις επιχειρήσεων από το βρετανικό έδαφος και απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, κακών στοιχείων για την πορεία της οικονομίας, καθώς και μιας πολιτικής κρίσης (που ενδεχομένως να οδηγήσει και σε πτώση της κυβέρνησης και πρόωρες εκλογές) μπορεί να αποδειχθεί καταλυτικός...
* Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο» της Πέμπτης 28 Ιουνίου 2018.