Πολλοί ειδικοί, εντός και εκτός «..» περί των τουρκικών πολιτικών και γεωπολιτικών εξελίξεων ψάχνουν να βρουν τι πήγε λάθος ως προς τις προβλέψεις τους περί άνετης, ή αν όχι άνετης, «τουλάχιστον» καθαρής, νίκης του αντιπολιτευτικού συνασπισμού. Η εκτίμηση πολλών ημεδαπών και εν γένει δυτικών αναλυτών εξακολουθεί να υποπίπτει στο λάθος του να βλέπει την Τουρκία μέσα από μια αμερικανοευρωπαϊκή οπτική βάση της οποίας σε τελική «κυνική» ανάλυση ο ψηφοφόρος «ψηφίζει με βάση την τσέπη του».
Σύμφωνα με αυτή, η παραμορφωτική οικονομοκεντρική προσέγγιση μιας κυβέρνησης που διαχειρίζεται μια οικονομία η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλότατο πληθωρισμό, υποτιμημένο νόμισμα, χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, θα έχει αναπόφευκτη φθορά στις κάλπες.
Εάν δε αυτή η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει μια ζημιά κοντά στο 1/8 του ΑΕΠ της (περί τα $103 δισ.) λόγω των πολύνεκρων σεισμών που έλαβαν χώρα τρεις μήνες πριν τις προεδρικές εκλογές, τότε η φθορά της θα ήταν πολύ μεγαλύτερη και αυτό φαινόταν να καταγράφεται και από τις δημοσκοπήσεις.
Η στοιχειώδης δε πολιτική λογική θα υποστήριζε ότι όταν εναντίον του κυβερνητικού υποψηφίου συσπειρώνονται 6 αντιπολιτευόμενα κόμματα, ο κυβερνών προεδρικός υποψήφιος είχε σοβαρές πιθανότητες ήττας εάν έπρεπε να συνυπολογιστεί σε αυτή την εξίσωση μια πολυεπίπεδη φθορά από την άσκηση της εξουσίας επί 21 συναπτά έτη.
Όλα αυτά είναι σωστά και λογικά αλλά απλά περιγράφουν το φαίνεσθαι της σύγχρονης τουρκικής πραγματικότητας αντανακλώντας την δυτική εμπειρία. Καμία από αυτές τις προσεγγίσεις, που δυστυχώς πλειοψηφούν, δεν μπορεί να εξηγήσει το είναι.
Ο Ερντογάν δεν κέρδισε απλά επειδή πιθανότατα προχώρησε σε νοθεία ελέγχοντας τους αρμούς της εξουσίας ενός αστυνομικού κράτους που δεν επέτρεψε στους παρατηρητές του ΟΟΣΑ την ελεύθερη πρόσβαση που υποχρεούται να τους διασφαλίσει. Άλλωστε, η ίδια η συμμαχία των 6 δεν αμφισβητεί επί της ουσίας τα αποτελέσματα απλά πλέον κατηγορεί τον Ερντογάν για καθυστέρηση ενσωμάτωσης ορισμένων εκλογικών τμημάτων χωρίς ωστόσο να δίνει αριθμούς που να απέχουν ουσιαστικά από εκείνους της κεντρικής εφορευτικής επιτροπής YSK. Εάν η νοθεία ήταν τόσο εκτεταμένη όσο αρχικά κατήγγειλε η αντιπολίτευση, δεν θα κατέβαινε στο β' γύρο δίνοντας του Ερντογάν μια εύκολη νίκη.
Ο Ερντογάν δεν κέρδισε τον πρώτο γύρο με σχεδόν 6,5 μονάδες από τον Κιλιτσντάρογλου, επειδή απλά και μόνο έχει πρόσβαση στους καθεστωτικούς μηχανισμούς, εκμεταλλευόμενος την υποτίμηση της τουρκικής λίρας για να παράσχει δυσθεώρητες αυξήσεις σε δημοσίους υπαλλήλους ενώ αξιοποίησε το επικοινωνιακό ολιγοπώλιο που ελέγχει το ΑΚΡ και οι σύμμαχοί του.
Ο Ερντογάν κέρδισε επειδή κινητοποίησε μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων που κατέβηκαν για πρώτη φορά στην κάλπη (φτάνοντας σχεδόν στο 93% των εγγεγραμμένων!) καθώς τους έπεισε ότι η ιδεολογική του επανάσταση κινδύνευε να ανατραπεί. Είναι ενδεικτικό ότι στις προεδρικές του 2018 το ποσοστό συμμετοχής ήταν 86%. Μεγάλο μέρος αυτού του 7% των νέων ψηφοφόρων ήταν υποστηρικτικό όχι απορριπτικό του Ερντογάν.
Ο Έρντογάν είναι ο ηγέτης της τουρκικής ισλαμικής επανάστασης που χρησιμοποίησε τον κρατικό μηχανισμό –με έμφαση μετά το 2016– άλλοτε για να απελευθερώσει τον τουρκικό ισλαμισμό και άλλοτε για να υποχρεώσει την τουρκική κοινωνία να συμμορφωθεί με το δικό του πολιτιστικό όραμα που μετά το 2016 αντικατέστησε τον Κεμαλισμό ως το ιδεολογικό υπόβαθρο της τουρκικής πολιτείας.
Ο Ερντογάν είναι ο αρχιτέκτονας της ιδεολογικής αποδόμησης του Κεμαλισμού και της αντικατάστασής του από ένα νέο ιδεολόγημα που σε μεγάλο βαθμό ομοιάζει με το πολιτικό πρόγραμμα της Αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, επίγονο της οποίας, όπως πολύ σωστά υπογραμμίζει ο Γάλλος Αραβολόγος Gilles Kepel, αποτελεί το ίδιο το ΑΚΡ. Δεν είναι απλός ηγέτης κυβέρνησης, δεν είναι απλός ηγέτης κράτους.
Ο Ερντογάν ως ιδρυτής και ηγέτης του ΑΚΡ είναι ο η επικεφαλής της τουρκικής ισλαμιστικής επανάστασης καθώς πέτυχε σχεδόν αναίμακτα και μέσα σε διάρκεια περίπου 15 ετών να ανατρέψει την κεμαλική δομή του πολιτικού συστήματος που είχε οικοδομηθεί ακριβώς για να αποτρέψει την άνοδο ενός ισλαμιστικού κόμματος στην εξουσία.
Ιδιαίτερα μετά το 2016 ο Ερντογάν διέλυσε πλήρως τους κεμαλικούς «αρμούς της εξουσίας» απονευρώνοντας την πολιτική αυτονομία του στρατεύματος και της δικαιοσύνης και υποκαθιστώντας σταδιακά τον Κεμαλισμό με ένα νέο μοναδικό ισλαμιστικό-εθνικιστικό ιδεολόγημα που ασπάζεται η μεγάλη πλειοψηφία των τουρκικών πολιτικών δυνάμεων και θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε για τους σκοπούς αυτού του άρθρου ως Ερντογανικό Τουρκο-ισλαμισμό.
Το ιδεολόγημα αυτό είναι δομικά αντιδυτικό, και ως προς τις καταβολές του και ως προς τις γεωπολιτικές του στοχεύσεις, επιδιώκοντας την πλήρη γεωστρατηγική αυτονόμηση της Τουρκίας από την «Δύση» και την ανάδυση της Τουρκίας ως «μέσης δύναμης» και ηγέτιδας του σουνιτικού κόσμου.
Ο Ερντογάν κέρδισε τις εκλογές επειδή ακριβώς απεικόνισε την εκλογική σύγκρουση ως μια μάχη για την προάσπιση των κεκτημένων της τουρκικής ισλαμικής επανάστασης εναντίον ενός συνασπισμού που μολονότι είχε συγγενικά με το ΑΚΡ κόμματα ως προς τον ιδεολογικό τους υπερεθνικισμό (Iyi Partisi) εμφανίστηκε στο μυαλό του μέσου τουρκικού ψηφοφόρου ως ένα ετερόκλητο κράμα κεμαλιστών, αλεβιτών, κούρδων και ακροαριστερών δυνάμεων.
Αυτό το κράμα δεν μπορούσε να συμφωνήσει σε τίποτε εκτός από την ανάγκη να ανατρέψει τον Ερντογάν χωρίς να ξέρει τι θα βάλλει προς αντικατάσταση του. Οι αντιφάσεις ήταν πρόδηλες για όσους μπορούσαν να ακούσουν, να δουν και να διαβάσουν.
Π.χ. Ο Συνασπισμός των 6 υποστήριζε με μανία την αναστροφή της υπερσυγκέντρωσης των προεδρικών εξουσιών υπέρ του Κοινοβουλίου. Εάν κερδίσουν στις 28 Μαΐου και πραγματοποιήσουν τις εξαγγελίες τους θα δώσουν μεγάλο μέρος της εξουσίας στον…Ερντογάν και τον κυβερνητικό συνασπισμό ο οποίος και σάρωσε στις παράλληλες κοινοβουλευτικές εκλογές παίρνοντας το 53,6% των ψήφων και 344/600 έδρες.
Ο Ερντογάν ορθά επικεντρώθηκε κατά του Κιλιτσντάρογλου ως την προσωποποίηση της ιδεολογικής αυτής απειλής χαρακτηρίζοντας τον ως τον δημόσιο υπάλληλο, δηλαδή τον κατεξοχήν μαζί με το Στρατό θεματοφύλακα του Κεμαλισμού, Αλεβίτη, δηλαδή θρησκευτικό μειονοτικό που από πολλούς Σουνίτες δεν θεωρείται καν Μουσουλμάνος, μέθυσο, δηλαδή κακό Μουσουλμάνο, υποψήφιο.
Αυτός ο πόλος συσπείρωσης των ισλαμιστών ήταν έτοιμος να κάνει απαράδεκτες -για τη βάση του ΑΚΡ- παραχωρήσεις προς τους Κούρδους και τις αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις που συχνά η προπαγάνδα του Ερντογάν ταύτιζε με το ΡΚΚ. Σε αντιδιαστολή δε με τα φιλοδυτικά ανοίγματα που ευαγγελιζόταν ο Κιλιτσντάρογλου, ο Ερντογάν εκμεταλλεύθηκε τη ρητορική του ανθυποψηφίου του για να τον παρουσιάσει ως αμερικανογενίτσαρο ενώπιον των Τούρκων ψηφοφόρων.
Η πόλωση λειτούργησε υπέρ του. Ακόμη και εάν ο ίδιος ο Ογάν, πρώην στέλεχος των Γκρίζων Λύκων, γίνει το 7ο μέλος του αντι-Ερντογανικού συνασπισμού είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα τον ακολουθήσουν οι ψηφοφόροι του.
Ο Ερντογάν χρειάζεται μόλις το 12% των ψηφοφόρων του Ογάν για να επανεκλεγεί. Είναι μαθηματικά σχεδόν αδύνατο να χάσει και έχει ήδη κερδίσει τον έλεγχο της Βουλής. Πέραν του Ερντογάν, όμως, θριάμβευσε και η ιδεολογική του παρακαταθήκη. Πολύ συχνά κάνουν πολλοί το λάθος στην Ελλάδα να αντιλαμβάνονται τον Ερντογάν ως Ισλαμιστή σε αντιδιαστολή με τους Γκρίζους Λύκους που χαρακτηρίζονται ως υπερ-εθνικιστές.
Πρόκειται για μεγάλη αυταπάτη. Το ΑΚΡ ιδιαίτερα μετά το 2011 –και εμφαντικά μετά το 2016– έχει ήδη ενσωματώσει το πλέον ακραίο αναθεωρητικό αφήγημα του λεγόμενου «Συμβολαίου του Έθνους» που επιδιώκει τη γεωπολιτική ασφυξία της Ελλάδος στη θάλασσα και τον ακρωτηριασμό της στα νησιά του Αιγαίου, ενώ οι Γκρίζοι Λύκοι είναι φανατικοί ισλαμιστές.
Όπως άλλωστε είχε ξεκαθαρίσει από το 1977 ο Αρπασλάν Τουρκές, ο ιδρυτής και ιστορικός ηγέτης του ΜΗΡ από τον οποίο προήλθαν τόσο ο Ογάν όσο και η Ακσενέρ στην «Τουρκία ο εθνικισμός είναι παντρεμένος με το Ισλάμ». Αυτή η παντρειά που έγινε το 2011 και πολιτικός «γάμος» Ερντογάν-Μπαχτσελί σήμερα κυριαρχεί ιδεολογικοπολιτικά στο τουρκικό πολιτικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι αντιπροσωπεύοντας το 68,7% των πολιτών.
Νομίζω ότι οι ψευδαισθήσεις ορισμένων στην Ελλάδα περί ουσιαστικού διαλόγου συνετρίβησαν υπό το βάρος των δεδομένων…
* Ο Θεόδωρος Τσακίρης είναι Αναπληρωτής Καθηγητή Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας