Στροφή στην ακολουθούμενη εξωτερική πολιτική έχει σηματοδοτήσει η νέα προεδρική θητεία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με την Τουρκία να ρίχνει και πάλι γέφυρες προς Δυσμάς. Σταθμοί αυτής της αλλαγής είναι η νέα δυναμική που αποκτούν οι αμερικανο-τουρκικές σχέσεις, αλλά και η δημόσια δήλωση του Τούρκου προέδρου υπέρ της βελτίωσης των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την απαίτησή του μάλιστα στη ΝΑΤΟϊκή Σύνοδο Κορυφής του Βίλνιους περί αναζωογόνησης της ενταξιακής διαδικασίας.
Κομβικό ρόλο προκειμένου να στηθούν και πάλι οι γέφυρες της Τουρκίας με την ΕΕ διαδραματίζει αδιαμφισβήτητα η Γερμανία, της οποίας η ηγεμονική βαρύτητα στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων εντός της Ένωσης δύναται να κάμψει τις όποιες αντιδράσεις από χώρες που μπορούν να λειτουργήσουν ανασταλτικά στην ευρω-τουρκική επαναπροσέγγιση, όπως η Γαλλία, η Κύπρος, η Αυστρία. Εξάλλου, η γερμανική κυβέρνηση ανέκαθεν επιθυμούσε τη συνέχιση του διαλόγου και περίμενε τις προεδρικές εκλογές για να ξεκαθαρίσει το μέλλον των σχέσεών της με την Τουρκία.
Οι οικονομικές και διπλωματικές επαφές μεταξύ Άγκυρας και Βερολίνου αναμένεται να αποκτήσουν ενισχυμένη δυναμική προσεχώς με κορυφαίο γεγονός την επίσκεψη Ερντογάν στη γερμανική πρωτεύουσα τον Νοέμβριο, σύμφωνα με την Deutsche Welle.
Το Βερολίνο φιλοξένησε στις 29 Σεπτεμβρίου την Οικονομική Σύνοδο Κορυφής της Κωνσταντινούπολης, με αντικείμενο τις «επενδυτικές ευκαιρίες στην Τουρκία για ευρωπαϊκές εταιρείες» και στόχο να φέρει σε επαφή εκπροσώπους του τουρκικού και του γερμανικού επιχειρηματικού κόσμου, ενώ τον Οκτώβριο θα επισκεφθεί την Άγκυρα ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Παρά τη δεδηλωμένη πρόθεση της Άγκυρας για επανέναρξη της ενταξιακής διαδικασίας, η ίδια γνωρίζει την αδυναμία ικανοποίησης του αιτήματος της. Ωστόσο αποτελεί το «όχημα» για να προωθήσει τη βασική της διαπραγματευτική ατζέντα, προτεραιότητα της οποίας, στην παρούσα συγκυρία της βαθιάς οικονομικής κρίσης, είναι ο εκσυγχρονισμός της Τελωνειακής Ένωσης και η ενίσχυση των ούτως ή άλλως ισχυρών διμερών οικονομικών δεσμών με τη Γερμανία, του μεγαλύτερου εξαγωγικού προορισμού της Τουρκίας, γεγονός το οποίο και μεταφράζεται σε «ζεστό» χρήμα.
Η οικονομία της Τουρκίας μαστίζεται από υπερ-πληθωρισμό (επισήμως 58%, αλλά ανεξάρτητοι οικονομολόγοι τον ανεβάζουν έως και 122%), έλλειψη εμπιστοσύνης εξαιτίας της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων που ακολούθησε η κυβέρνηση Ερντογάν πριν από τις εκλογές, ασταθή συναλλαγματική ισοτιμία της τουρκικής λίρας, μείωση της ανταγωνιστικότητας, υψηλά ελλείμματα, καθώς και αρνητικό ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών παρά την παραγωγική δυναμική της τουρκικής οικονομίας.
Η Άγκυρα αναζητά διεθνείς επενδυτές και οικονομικούς πόρους και στρέφεται για το σκοπό αυτό στη Δύση. Ωστόσο, πολλές κυβερνήσεις και κυρίως εκπρόσωποι του ιδιωτικού τομέα στη Δύση, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, του σημαντικότερου εμπορικού εταίρου της Τουρκίας, κατηγορούν την κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) για τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας και διστάζουν να επενδύσουν στη χώρα.
«Μπορεί να υπάρχουν πολιτικές διαφορές απόψεων, φυσικά, κάθε χώρα, κάθε ήπειρος θέλει να προστατεύσει τα δικά της συμφέροντα, αυτό είναι φυσικό και τα μέρη πρέπει να σέβονται το ένα το άλλο. Ωστόσο, οι συνθήκες καθιστούν επίσης απαραίτητο για εμάς, την Τουρκία και την Ευρώπη, να συναλλάσσονται μεταξύ τους, η γεωγραφία το υπαγορεύει αυτό» δηλώνει στην τουρκική υπηρεσία της DW ο Αμπντουλάχ Ντεγέρ, πρόεδρος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Οικονομικής Συνόδου Κορυφής της Κωνσταντινούπολης, προσθέτοντας ότι ως ιδιωτικός τομέας ελπίζουν να συμβάλουν στην ενίσχυση της συνεργασίας στον τομέα αυτό, εξ ου και διοργανώνουν τη σύνοδο κορυφής στο Βερολίνο.
Μετά την επιχειρηματική σύνοδο του Βερολίνου, το ενδιαφέρον στρέφεται στην επίσκεψη του Ρόμπερτ Χάμπεκ, αντικαγκελάριου της Γερμανίας και υπουργού Οικονομίας και Προστασίας του Κλίματος, στην Τουρκία στις 26 Οκτωβρίου. Κατά την επίσκεψη του Γερμανού αξιωματούχου αναμένεται να πραγματοποιηθεί στην Άγκυρα η συνεδρίαση της Επιτροπής Οικονομικής και Εμπορικής Συνεργασίας (JETCO) μεταξύ των δύο χωρών.
Για τη γερμανική οικονομία η Τουρκία είναι αναμφισβήτητα σημαντικός εταίρος. Παρά τις αντιδυτικές «κορόνες» του Ερντογάν και τις στενές σχέσεις του με τη Μόσχα, τα κοινά γερμανο-τουρκικά αμυντικά προγράμματα, με κορυφαίο εκείνο των υποβρυχίων, συνεχίζονται κανονικά. Ωστόσο, τα τελευταία δέκα χρόνια, ούτε η Γερμανία ούτε τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν πραγματοποιήσει νέες σοβαρές επενδύσεις στην Τουρκία και οι προγραμματισμένες επενδύσεις, όπως το επενδυτικό σχέδιο της Volkswagen, έχουν ανασταλεί. Υπάρχουν κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία, που προσφέρουν πιο ελκυστικές ευκαιρίες για τους Γερμανούς επενδυτές, την ώρα που η Τουρκία αντιμετωπίζεται με δυσπιστία εξαιτίας της διάβρωσης του Κράτους Δικαίου.
Πέραν, πάντως, της οικονομικής διάστασης των σχέσεων στον άξονα Βερολίνου-Άγκυρας, ο καγκελάριος Σολτς έχει να υπολογίσει και τις πολιτικές συνέπειες του διαλόγου του με τον Ερντογάν. Ο αυταρχισμός του Τούρκου ηγέτη στην εσωτερική πολιτική, ο οποίος οδήγησε σε παρακμή κάθε επίφασης δημοκρατικών θεσμών, η αντιδυτική ρητορική του και η πολιτική της έντασης στην εξωτερική πολιτική, δημιούργησαν αμφιβολίες για τον στρατηγικό προσανατολισμό της Τουρκίας, αφήνοντας «τραύματα» στις γερμανο-τουρκικές σχέσεις, τα οποία πρέπει να επουλωθούν σε ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας.
Στην πραγματικότητα, ο Σολτς δεν επιθυμεί μία κρίση στις σχέσεις με την Τουρκία, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επηρεάσει και την εσωτερική πολιτική της Γερμανίας, η οποία εν μέσω οικονομικής στασιμότητας αντιμετωπίζει πίεση από την αυξανόμενη παράτυπη μετανάστευση.
Το ενδεχόμενο ο Ερντογάν να πυροδοτήσει μια νέα μεταναστευτική κρίση στην Ευρώπη, μπορεί να ενισχύσει περαιτέρω την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), η οποία έχει αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά της και θεωρείται παράγοντας κινδύνου που θα μπορούσε απειλήσει ακόμη και την πολιτική σταθερότητα στην ΕΕ. Εξάλλου, Γερμανία φιλοξενεί περίπου τρία εκατομμύρια Τούρκους μετανάστες και τουρκικής καταγωγής Γερμανούς πολίτες και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να παραβλέψει η γερμανική πολιτική τάξη. Ωστόσο, η κυβέρνηση Σολτς θέλει να αποφύγει βήματα που θα νομιμοποιούσαν και θα ενίσχυαν την αυταρχική κυβέρνηση του Ερντογάν, ισορροπώντας πάνω σε μία λεπτή γραμμή.