Τεράστιο ενδιαφέρον προκάλεσε η Σύνοδος Κορυφής των Τζο Μπάιντεν και Σι Τζινπίνγκ στα περίχωρα του Σαν Φρανσίσκο στις 15 Νοεμβρίου, σε μια χρονική στιγμή που οι σινο-αμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο χειρότερο σημείο τους εδώ και μισό αιώνα. Λίγες μέρες μετά τις συνομιλίες ξεκαθαρίζει η εικόνα για όσα συμφωνήθηκαν μεταξύ των δύο πλευρών, όπως για τους λόγους που οδήγησαν σ’αυτήν τη συνάντηση. Είναι λιγότερο σαφές, όμως, κατά πόσο η σινο-αμερικανική επαναπροσέγγιση τίθεται σε στέρεη βάση και θα έχει συνέχεια. Είναι βάσιμες οι υποψίες ότι η εκεχειρία του Σαν Φρανσίσκο ενδέχεται να δοκιμαστεί σε πολλές περιπτώσεις το επόμενο διάστημα.
Η συγκυρία της συνάντησης
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι μια κάποια επαναπροσέγγιση - ή, έστω προσωρινή ανακωχή - βολεύει και τις δύο πλευρές στη συγκεκριμένη συγκυρία. Ο Αμερικανός πρόεδρος στοχεύει στην επανεκλογή του σε λιγότερο από ένα χρόνο και, εν μέσω των πολεμικών συγκρούσεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, μια σοβαρή κρίση στις σχέσεις με το Πεκίνο είναι το τελευταίο που θα επιθυμούσε κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του. Εξ ου και η επιμονή της Ουάσινγκτον στην επανέναρξη του στρατιωτικού διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών.
Είναι, επίσης, αυτονόητο ότι το 2024 ο Μπάιντεν δεν θα μπορέσει εν μέσω της προεκλογικής του εκστρατείας να συναντήσει ξανά τον Σι Τζινπίνγκ, γιατί θα κατηγορηθεί από τους Ρεπουμπλικάνους αντιπάλους του για υποχωρητική στάση έναντι της Κίνας. Συνεπώς, η σύνοδος του Σαν Φρανσίσκο ήταν η τελευταία ευκαιρία για τους δύο ηγέτες να συναντηθούν, στην εκπνοή αυτού του έτους. Ένας άλλος συγκεκριμένος στόχος της αμερικανικής πλευράς ήταν να αποσπάσει τη δέσμευση του Πεκίνου ότι θα ελέγξει την παραγωγή της οπιοειδούς φαιντανύλης που ευθύνεται για δεκάδες χιλιάδες θανάτους ετησίως στις ΗΠΑ.
Η δε επιθυμία του Σι Τζινπίνγκ να επισκεφθεί τις ΗΠΑ σχετίζεται με τις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η οικονομία της Κίνας. Η ανάκαμψη παραμένει αναιμική, παρά την άρση της πολιτικής μηδενικής ανοχής στον COVID-19 στα τέλη του 2022. Η κρίση στον τομέα των ακινήτων συνεχίζει να ταλανίζει την κινεζική οικονομία και θα κρατήσει καιρό ακόμη. Τα συσσωρευμένα κρυφά χρέη των περιφερειακών αρχών συνεχίζουν να αυξάνονται κι αυτό δυσχεραίνει την παροχή κρίσιμων κοινωνικών υπηρεσιών. Η υποτονική εσωτερική κατανάλωση δεν επιτρέπει από μόνη της να επιτευχθεί ο ονομαστικός στόχος ανάπτυξης “περί το 5%” για το 2023 και η κυβέρνηση της Κίνας προσφεύγει για άλλη μια φορά στη δοκιμασμένη συνταγή των φαραωνικών δημοσίων έργων αμφιβόλου αποδοτικότητας.
Η ανεργία των νέων έχει εκτοξευτεί άνω του 20%, με αποτέλεσμα οι αρχές να σταματήσουν να δημοσιεύουν σχετικά στοιχεία, ενώ έχει γίνει ακόμη πιο ασφυκτικός ο έλεγχος όλων των οικονομικών ειδήσεων που μπορούν να θεωρηθούν αρνητικές από την κομμουνιστική κυβέρνηση της Κίνας. Στις τρέχουσες δυσκολίες προστίθενται οι μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις που απορρέουν από τη συρρίκνωση και γήρανση του πληθυσμού, τη σταθερή πτώση της παραγωγικότητας στη χώρα, κ.λπ. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τους αυξανόμενους γεωπολιτικούς κινδύνους, σημειώνεται εκροή ξένων επενδύσεων από την Κίνα, με αρνητικό πρόσημο το τρίτο τρίμηνο του έτους - για πρώτη φορά τα τελευταία 25 χρόνια. Όλες αυτές οι εξελίξεις τροφοδοτούν τη συζήτηση για «το τέλος του κινεζικού οικονομικού θαύματος» και τις προοπτικές της χώρας. Εξ ου, λοιπόν, το αίτημα του Σι Τζινπίνγκ να συναντήσει 300 εκπροσώπους της αμερικανικής επιχειρηματικής ελίτ, ώστε να τούς καθησυχάσει ότι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη διατηρεί τον δυναμισμό της και η Κίνα παραμένει ελκυστικός προορισμός για ξένες επενδύσεις.
Τι απέφερε η σύνοδος κορυφής;
Πολλά από τα συμφωνηθέντα κινούνται στο πεδίο της χαμηλής πολιτικής (π.χ. περισσότερες αεροπορικές πτήσεις και πολιτιστικές/αθλητικές συναλλαγές) και στο επίπεδο των συμβολισμών. Λόγου χάρη, ως χειρονομία καλής θέλησης, ο ίδιος ο Σι Τζινπίνγκ ανακοίνωσε ότι η Κίνα θα στείλει αρκούδες πάντα σε αμερικανικούς ζωολογικούς κήπους. Σημειώνεται, πάντως, ότι η σύνοδος κορυφής απέφερε τρία ουσιαστικά αποτελέσματα. Πρώτον, ξεχωρίζει η αποκατάσταση των διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των στρατιωτικών επιτελείων των δύο κρατών, επαφή που είχε διακοπεί μετά την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν τον Αύγουστο 2022. Δεύτερον, η συμφωνία για την περιορισμό της παραγωγής φαιντανύλης, η οποία αποτελεί πραγματική μάστιγα για την αμερικανική κοινωνία, έχει ιδιαίτερη σημασία για τον Μπάιντεν εν όψει των προεδρικών εκλογών στα τέλη της 2024.
Τρίτον, οι ΗΠΑ και η Κίνα εξέδωσαν την κοινή Δήλωση του Σάνιλαντς, με την οποία επιβεβαιώνουν την προσήλωσή τους στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και ευθυγραμμίζουν τη στάση τους ενόψει της επικείμενης συνδιάσκεψης COP28 στο Ντουμπάι. Η συμφωνία αυτή δεν ήταν δεδομένη. Μετά την επίσκεψη της Πελόζι στην Ταϊβάν, η Κίνα διέκοψε τον διμερή διάλογο με τις ΗΠΑ και για το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Εκείνη την περίοδο το Πεκίνο κατηγορήθηκε, όχι αβάσιμα, ότι ως ο μεγαλύτερος ρυπαίνων στον κόσμο η Κίνα κρατά τον πλανήτη όμηρο στο θέμα της κλιματικής αλλαγής λόγω της αντιπαλότητάς της με τις ΗΠΑ - κάτι που δεν συνάδει με την εικόνα της υπεύθυνης δύναμης, την οποία πασχίζει να φιλοτεχνήσει το Πεκίνο.
Μετά τη σύνοδο κορυφής του Σαν Φρανσίσκο τα αυστηρά ελεγχόμενα κινεζικά ΜΜΕ προέβαλλαν ασυνήθιστα φιλικά μηνύματα προς τις ΗΠΑ, επιβεβαιώνοντας την επίσημη γραμμή του Πεκίνου υπέρ μιας εκεχειρίας με την Ουάσινγκτον. Ωστόσο, είναι πολύ μακρύτερος ο κατάλογος των θεμάτων, για τα οποία δεν επετεύχθη συμφωνία ή απλά δεν συζητήθηκαν.
Αγεφύρωτες διαφορές
Λόγου χάρη, δεν σημειώθηκε ουσιαστική πρόοδος ως προς τις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης σε προηγμένα οπλικά συστήματα, απλά υπήρξε συνεννόηση να συνεχιστούν οι σχετικές συζητήσεις. Σε ό,τι αφορά τον τεχνολογικό πόλεμο, π.χ. στο θέμα των ημιαγωγών τελευταία γενιάς και του εξοπλισμού για την παραγωγή τους, είναι απίθανο να έρθουν πιο κοντά οι δύο πλευρές.
Επιπροσθέτως, η σύνοδος κορυφής του Σαν Φρανσίσκο δεν γεφύρωσε τις διαφορές σε ό,τι αφορά γεωπολιτικές προκλήσεις - τις δύο τρέχουσες ένοπλες συγκρούσεις στην Ουκρανία και την Μέση Ανατολή, όπως και τις δυνητικές κρίσεις γύρω από την Ταϊβάν και στη Νοτιοσινική Θάλασσα. Σύμφωνα με δυτικές δημοσιογραφικές πηγές, ο Σι Τζινπίνγκ καθησύχασε τον Αμερικανό ομόλογό του ότι η Κίνα δεν σχεδιάζει απόβαση στην Ταϊβάν. Ωστόσο, στο Πεκίνο παρακολουθούν με έκδηλη αγωνία την εκστρατεία των υποψηφίων εν όψει των επικείμενων προεδρικών εκλογών στην αυτοδιοικούμενη νήσο τον επόμενο Ιανουάριο. Εάν επικρατήσει ο νυν αντιπρόεδρος και υποψήφιος του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος που παραδοσιακά έχει σκληρές θέσεις έναντι της ηπειρωτικής Κίνας, είναι βέβαιο ότι οι εντάσεις γύρω από την Ταϊβάν θα αυξηθούν επικίνδυνα.
Ούτε αναμένεται η Κίνα να μετριάσει τις επεκτατικές βλέψεις της στη Νοτιοσινική Θάλασσα που αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο ως πιθανό σημείο ανάφλεξης. Ταυτόχρονα, σοβαρός πονοκέφαλος για το Πεκίνο είναι η αυξανόμενη αμερικανική στρατιωτική παρουσία στις Φιλιππίνες (με τις τέσσερις νέες στρατιωτικές βάσεις/εγκαταστάσεις των ΗΠΑ), όπως και η σύσφιξη των σχέσεων στο τρίγωνο ΗΠΑ-Ιαπωνίας-Νότιας Κορέας.
Σχετικά με τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, στο Σαν Φρανσίσκο η Κίνα προτίμησε να επιβεβαιώσει την επιτήδεια «ουδετερότητα με κινεζικά χαρακτηριστικά», όπως ακριβώς πράττει και στην Ουκρανία. Η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο και στις δύο κρίσεις, ασκώντας την όποια επιρροή της στη Μόσχα και την Τεχεράνη, αλλά διακριτικά. Ώστε: πρώτον, για να μην φέρει σε δύσκολη θέση τους πολύτιμους εταίρους της και, δεύτερον, για μην φανεί ότι υποκύπτει στις πιέσεις των ΗΠΑ.
Η επόμενη μέρα
Πόσο επιτυχής ήταν η συνάντηση Μπάιντεν-Σι; Υπενθυμίζεται ότι τον Απρίλιο του 2017 ο Σι Τζινπίνγκ συναντήθηκε με τον Ντόναλντ Τραμπ στο Mar-a-Lago και ο Αμερικανός πρόεδρος ανταπέδωσε την επίσκεψη τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα ξεκίνησε ο εμπορικός πόλεμος, με τους δασμούς που επέβαλε ο Τραμπ στις κινεζικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ. Ομοίως, η συνάντηση Μπάιντεν-Σι στο Μπαλί τον Νοέμβριο του 2022 εξέπεμψε αρκετά θετικά μηνύματα, όπως η απόφαση να τοποθετηθούν προστατευτικές μπάρες στην τροχιά των σινο-αμερικανικών σχέσεων. Παρόλα αυτά, τρεις μήνες αργότερα το περιστατικό με το κινεζικό αερόστατο δηλητηρίασε εκ νέου τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας και τις οδήγησε στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων δεκαετιών.
Όλα δείχνουν, λοιπόν, ότι μια αξιολόγηση της συνόδου κορυφής στο Σαν Φρανσίσκο θα ήταν πρόωρη τώρα. Το επόμενο έτος προοιωνίζεται δύσκολο, με πολλές απρόβλεπτες εξελίξεις, όπως είναι τα αποτελέσματα των επικείμενων εκλογών στην Ταϊβάν και τις ΗΠΑ, αλλά και η έκβαση των δύο πολέμων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Και ουδείς μπορεί να πει μετά βεβαιότητας τι άλλες κρίσεις ενδέχεται να ξεσπάσουν το επόμενο διάστημα.
Το μόνο δεδομένο είναι ότι η στρατηγική αντιπαλότητα ΗΠΑ-Κίνας δεν πρόκειται να εξαλειφθεί. Το ζητούμενο στην παρούσα φάση είναι ο σινο-αμερικανικός ανταγωνισμός να παραμείνει ελεγχόμενος και να μην εκτροχιαστεί σε κατά μέτωπο σύγκρουση, με ολέθριες συνέπειες για ολόκληρο τον πλανήτη. Άλλωστε, όπως επισημαίνουν επιφανείς αναλυτές, η σινο-αμερικανική αντιπαλότητα είναι ζήτημα προς διαχείριση, όχι επίλυση.
* Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ).