Του Γιώργου Παυλόπουλου
Στα άκρα οδηγείται πλέον η αντιπαράθεση του Ντόναλντ Τραμπ με το FBI και τους Δημοκρατικούς. Η αποκάλυψη ότι πέραν των ερευνών της «επιτροπής Μάλερ» και το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών θεωρεί τον πρόεδρο ύποπτο για ενδεχόμενη συνεργασία με τη Ρωσία σε βάρος της χώρας, το «λουκέτο» στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση που σήμερα συμπληρώνει 24 ημέρες και έχει καταρρίψει κάθε προηγούμενο ρεκόρ, αλλά και οι σοβαρές διαφωνίες αναφορικά με την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία, συνθέτουν το σκηνικό μιας άνευ προηγουμένου πολιτικής κρίσης, από την οποία είναι άγνωστο πόσο τραυματισμένες θα βγουν συνολικά οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Δεν χωράει αμφιβολία, φυσικά, ότι η αποκάλυψη στην οποία προέβησαν την περασμένη Παρασκευή οι New York Times -με την οποία ο Τραμπ έχει εδώ και καιρό ανοίξει πόλεμο (όπως και με άλλα ΜΜΕ)- είναι το πιο σημαντικό γεγονός, που επιταχύνει τις εξελίξεις και οδηγεί προς την κορύφωση της αντιπαράθεσης. Ουσιαστικά, εφόσον το ρεπορτάζ της εφημερίδας αληθεύει, τότε το FBI προσπαθεί να στοιχειοθετήσει την πρωτοφανή (για τις ΗΠΑ και γενικώς για τη Δύση) κατηγορία της εθνικής προδοσίας σε βάρος του προέδρου των ΗΠΑ. Προφανώς δε, εφόσον το κατορθώσει και σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα στοιχεία και τις μαρτυρίες πρώην συνεργατών του για τον «ρωσικό δάκτυλο», θα έχει ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για την καθαίρεση του Τραμπ.
Έφυγε ο Κόμεϊ, ήρθε ο Λαβρόφ
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το παραπάνω ρεπορτάζ, ο ένοικος του Λευκού Οίκου κίνησε τις υποψίες με την απόφασή του η οποία αφορούσε την αποπομπή του πρώην διοικητή του FBI, Τζέιμς Κόμεϊ, τον Μάιο του 2017 -ειδικά καθώς την αμέσως επόμενη ημέρα, είχε υποδεχθεί στο Οβάλ Γραφείο τον υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ. Έτσι, η υπηρεσία αποφάσισε να τον θέσει στο στόχαστρό της και να ξεκινήσει έρευνα για το κατά πόσο συνεργάζεται με τη Μόσχα, σε βάρος των συμφερόντων των ΗΠΑ.
Το περασμένο Σάββατο, μάλιστα, μια ακόμη εφημερίδα με την οποία ο Τραμπ έχει ανοιχτούς λογαριασμούς, η Washington Post, έδωσε συνέχεια: Σύμφωνα με τους δικούς της ισχυρισμούς, που βασίζονται σε μαρτυρίες ανώνυμων υψηλόβαθμων αξιωματούχων, ο Τραμπ φρόντισε να μην υπάρχει καταγραφή των όσων ειπώθηκαν σε δύο συναντήσεις του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν -η μία τον Ιούλιο του 2017 στο Αμβούργο (φέρεται να αφαίρεσε από τον μεταφραστή τις σημειώσεις του) και η άλλη στο Ελσίνκι, ένα χρόνο αργότερα. Αξίζει δε να υπενθυμίσουμε ότι οι δηλώσεις του Τραμπ στο Ελσίνκι είχαν προκαλέσει σάλο στις ΗΠΑ, καθώς ούτε λίγο ούτε πολύ είχε «αδειάσει» δημοσίως το FBI και τις υπηρεσίες πληροφοριών, υιοθετώντας τη θέση του Ρώσου ομολόγου του για ανυπόστατες έρευνες και «κυνήγι μαγισσών».
Παρά το γεγονός ότι ο Τραμπ επιτέθηκε με σφοδρότητα στα έντυπα που φιλοξένησαν τα δημοσιεύματα αυτά, οι Δημοκρατικοί μοιάζουν αποφασισμένοι να τραβήξουν το σκοινί. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Άνταμ Σιφ, επικεφαλής της επιτροπής πληροφοριών της Βουλής των Αντιπροσώπων -η οποία ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου- ο ίδιος και τα μέλη της «έχουμε την ευθύνη απέναντι στον αμερικανικό λαό να διασφαλίσουμε ότι ο πρόεδρος λειτουργεί με βάση το εθνικό μας συμφέρον και όχι υποκινούμενος από άλλους παράγοντες». Και γι'' αυτό, όπως πρόσθεσε, τα σχετικά δημοσιεύματα αλλά κιαι τα ευρήματα των ερευνών του FBI θα εξεταστουν προσεκτικά.
Το «λουκέτο» και η Συρία
Την ίδια στιγμή, όπως είναι γνωστό, σε πλήρη εξέλιξη βρίσκονται και οι εχθροπραξίες σε ένα άλλο επίπεδο. Πρόκειται, φυσικά, για το «λουκέτο» που έχει επιβληθεί στις υπηρεσίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης εξαιτίας της απαίτησης του Τραμπ να χρηματοδοτηθεί η κατασκευή ενός Τείχους στα σύνορα με το Μεξικό και της άρνησης των Δημοκρατικών να εγκρίνουν το σχετικό αίτημα. Καθώς δε πρόκειται για την πρώτη δημόσια «θεσμική» αντιπαράθεση μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου, είναι φανερό ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν θα υποχωρήσει εύκολα, μιας και κάτι τέτοιο θα ερμηνευθεί (δικαίως) από την άλλη ως αποδοχή αδυναμίας -σφραγίζοντας το δεύτερο μισό της προεδρίας Τραμπ.
Σε όλα αυτά, βεβαίως, πρέπει να προστεθούν και οι έντονες αντιδράσεις που έχουν προκληθεί εξαιτίας της απόφασης για αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία, η οποία οδηγήσε και στην παραίτηση του υπουργού Άμυνας, Τζέιμς Μάτις. Πολύ περισσότερο καθώ αρκετοί θεωρούν (δικαίως, επίσης) πως με τον τρόπο αυτό, η Συρία παραδίδεται στην σφαίρα εξουσίας της Ρωσίας.
Αναμφίβολα, με βάση όλα τα παραπάνω, το επόμενο διάστημα αναμένεται να είναι κυριολεκτικά «καυτό» στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ, που απειλούνται με βαθύ διχασμό. Εξάλλου, δεν πρέπει κανείς να λησμονεί πως ο Τραμπ συνεχίζει να έχει τη στήριξη ενός μεγάλου και ισχυρού τμήματος της αμερικανικής κοινωνίας (για 40% κάνουν λόγο οι δημοσκοπήσεις), ενώ οι ανά τον κόσμο ηγέτες και επίδοξοι ηγέτες που τον θαυμάζουν πολλαπλασιάζονται. Ας ρωτήσει, όποιος αμφιβάλλει, τον Μπολσονάρου και την Λεπέν, τον Σαλβίνι και τον Ντουτέρτε.
AP Photo/Susan Walsh