Με την ευκολία που κάθε φορά βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην Ελλάδα κάθε παραπλανητική δήλωση Τούρκου αξιωματούχου, έτσι και τις τελευταίες ημέρες πότε με τις δηλωσεις Καλίν, πότε με τις δηλώσεις Ακάρ επιχειρείται να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ξαφνικά η Άγκυρα γέμισε «περιστερές» που μεταφέρουν το κλαδί της ειρήνης και της συνεννόησης.
Η ανάγκη αποκατάστασης διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των δυο χωρών, είναι περισσότερο από αναγκαία, αλλά αυτό δεν έχει σχέση βεβαίως με τις προσδοκίες που ίσως δημιουργούνται για μια συνάντηση κορυφής σε επίπεδο κορυφαίων υπουργών. Τη στιγμή αυτή οι επαφές ακόμη και σε κατώτερο υπηρεσιακό επίπεδο είναι κομμένες, σε μια κατάσταση που θυμίζει περισσότερο σχέσεις μεταξύ εμπολέμων.
Οι δίαυλοι έχουν κοπεί με πρωτοβουλία του Τ.Ερντογάν, ο οποίος θεώρησε μετά και τη συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη, ότι για να συνομιλεί με έναν Έλληνα ηγέτη, αυτός θα πρέπει πλέον να πηγαίνει με τα νερά της Τουρκίας και για τον λόγο αυτό εκνευρίστηκε όταν ο κ. Μητσοτάκης, ως είχε καθήκον, έθεσε την τουρκική επιθετικότητα στην επίσκεψη του στο Λευκό Οίκο και στο Κογκρέσο.
Έκτοτε υπήρξε μια σφοδρή επιδείνωση των σχέσεων με πρωτοβουλία της Τουρκίας που κατέληξε ακόμη και σε πολεμικές κραυγές και ευθείες απειλές εναντίον της ελληνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αυτό που δεν πρέπει να παραβλέπουμε βεβαίως είναι ότι κλιμακώθηκε ο τόνος της ρητορικής καθώς οι θέσεις ειδικά η πρωτοφανής απαίτηση σύνδεσης της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά με τη δήθεν υποχρέωση αποστρατικοποίησης είχε διατυπωθεί και είχε μάλιστα κατατεθεί στον ΟΗΕ από τον Ιούλιο του 2021.
Όσα έχουν ειπωθεί και όλες οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί τις τελευταίες εβδομάδες από την τουρκική ηγεσία έχουν σωρεύσει τρομακτική ένταση στα ελληνοτουρκικά ,η οποία κάποια στιγμή θα πρέπει να εκτονωθεί και σε αυτό δεν υπάρχουν πολλές επιλογές. Είναι η διπλωματική οδός και η οδός του επεισοδίου.
Είναι αυταπάτη να περιμένει κανείς ότι θα υπάρξει αλλαγή στάσης της Τουρκίας σε ό,τι αφορά τις θέσεις που έχει διατυπώσει. Παγίως η Άγκυρα κτίζει λιθαράκι λιθαράκι την αναθεωρητική ατζέντα της έναντι της Ελλάδας και είναι προφανές ότι δεν θα εγκαταλείψει με κανένα τρόπο τον «βράχο» που έχει βάλει στο τραπέζι σχετικά με την αποστρατικοποίηση. Και αυτό φάνηκε και με την επιστολή στον ΟΗΕ της 17ης Σεπτεμβρίου.
Και σε αυτό το κλίμα στην Αθήνα άρχισε να γίνεται συζήτηση για το «πισωγύρισμα» της Άγκυρας για τις προτάσεις για διάλογο του κ. Ακαρ και άλλα τέτοια, τα οποία αντί να ξεκαθαρίζουν την εικόνα τελικά μεταφέρουν πίεση προς την ελληνική κυβέρνηση γιατί διαφορετικά θα εμφανισθεί ότι είναι αυτή που δεν ανταποκρίνεται στον κλάδο ελαίας που προσφέρει ο κ.Ερντογάν ,ο κ.Ακάρ ή ο κ.Καλίν.
Η τουρκική ηγεσία σταθερά και συστηματικά διανθίζει την επιθετική ρητορική της με προσκλήσεις για διάλογο και με τσιτάτα περί «ειρηνικής επίλυσης των διαφορών βάσει του διεθνούς δικαίου». Μια ανάγνωση όλων των δηλώσεων των τελευταίων μηνών και ετών αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Όμως δεν θα πρέπει να γινόμαστε εύκολα θύματα αυτής της υποτιθέμενης «διπλής γλώσσας» ή των υποτιθέμενων «αντιφατικών μηνυμάτων» από την Τουρκία.
Ο διάλογος τον οποίο επιθυμεί και προτείνει κάθε στιγμή η Άγκυρα προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα εγκαταλείψει την πολιτική των συμμαχιών της και της ενίσχυσης της αποτρεπτικής ισχύος της και συγχρόνως ότι θα αποδεχθεί την ατζέντα την οποία η ίδια διαμορφώνει φορτώνοντας διαρκώς νέα ζητήματα.
Επίσης, με την τακτική αυτή η Τουρκία θέλει να θολώσει την εικόνα στα μάτια της διεθνούς κοινότητας και κυρίως των προθύμων εύπιστων, που δεν είναι και λίγοι στο πλαίσιο κυρίως της Ε.Ε., που δεν επιθυμούν τα ελληνοτουρκικά και η υποχρεωτική επίδειξη αλληλεγγύης προς την Ελλάδα να οδηγήσουν σε κρίση τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η Άγκυρα αντιμετωπίζει πολύ συχνά τις προτάσεις αλλά και τον ίδιο τον διάλογο ως την κολυμβήθρα του Σιλωάμ για το ξέπλυμα της επιθετικής πολιτικής της.
Είναι προφανές ότι στην παρούσα φάση η Τουρκία διαπιστώνει ότι ούτε η Ελλάδα υποχωρεί στο καθημερινό μπούλινγκ που εξαπολύει η ηγεσία της, αλλά ούτε μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας και κυρίως οι Αμερικανοί είναι πρόθυμοι να ακολουθήσουν την γραμμή της.
Με τις παρούσες συνθήκες είναι προφανές ότι δεν μπορεί να υπάρξει συνάντηση κορυφής η οποία θα εκτονώσει την ένταση και θα δρομολογήσει διαφορετική πορεία στα ελληνοτουρκικά. Προσπάθειες για αποκατάσταση επαφών σε κατώτερο επίπεδο και αργότερα εφόσον η Άγκυρα ρίξει τους τόνους σε επίπεδο διπλωματικών συμβούλων των δυο ηγετών ή ακόμη και υπουργών εξωτερικών θα μπορούσε να είναι το πρώτο βήμα. Αλλά αυτή η διαδικασία έχει πολλά «αν».
Η τακτική που έχει επιλέξει η Τουρκία δεν φαίνεται να εξυπηρετείται από ένα θερμό επεισόδιο που η ευθύνη για την πρόκληση του θα καταλογιστεί στην ίδια, χωρίς αυτό βεβαίως να αποκλείει ένα τυχαίο επεισόδιο. Η Τουρκία ελπίζει ότι με τη διαρκή και συνεχή πίεση θα εξαναγκάσει την Ελλάδα σε υποχωρήσεις χωρίς να υποχρεωθεί σε κάποια επικίνδυνη κίνηση επι του πεδίου. Τα μηνύματα που λαμβάνει σε κάθε επίπεδο όμως είναι ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί.
Και σαν τελευταία επιλογή της παραμένει ,εφόσον όμως η διεθνής συγκυρία το ευνοεί, ένα επεισόδιο επί του πεδίου στο οποίο θα επιρριφθεί η ευθύνη στην Ελλάδα(εξ ου και οι τελευταίες θεωρίες περί νόμιμης άμυνας της Τουρκίας απέναντι στην απειλή που συνιστά ο ..εξοπλισμός των νησιών) και κατόπιν η συμφωνία απεμπλοκής και αποκλιμάκωσης θα οδηγήσει τις δυο χώρες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την ατζέντα την οποία η ίδια έχει διαμορφώσει.
Έχουμε εισέλθει σε μια δύσκολη και αδιέξοδη όπως δείχνει ,φάση των ελληνοτουρκικών ,η οποία κάθε άλλο παρά θα ολοκληρωθεί με τις τουρκικές εκλογές τον επόμενο Ιούνιο, που εξάλλου απέχουν πολύ ακόμη. Και για αυτό απαιτείται και ψυχραιμία και σωστή ανάγνωση των τουρκικών διαγγελμάτων και δηλώσεων…