Φοροαπαλλαγές και κρατικές επιδοτήσεις περιλαμβάνει το πρόγραμμα των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών. Εύλογες οι προεκλογικές υποσχέσεις, δύσκολη όμως η υλοποίησή τους, σχολιάζει σε δημοσίευμά της η Deutsche Welle.
«Η αντιπολίτευση είναι ποίηση, η διακυβέρνηση είναι βαρετή πρόζα» λέει ένα σοφό ρητό. Από την ίδρυσή του, τον 19ο αιώνα, το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) στηρίζει τα αιτήματα για ίσες ευκαιρίες, κοινωνική δικαιοσύνη και συμπερίληψη. Όμως τις τελευταίες δεκαετίες ο κατακερματισμός του πολιτικού τοπίου στη Γερμανία και οι αναπόφευκτοι συμβιβασμοί σε μία κυβέρνηση συνεργασίας αναγκάζουν τους Σοσιαλδημοκράτες να βάζουν κάθε τόσο μετεκλογικά «νερό στο κρασί» τους, συνεχίζει το δημοσίευμα.
Κάποιοι λένε ότι το SPD βγάζει αριστερό φλας, αλλά μετά στρίβει δεξιά. Το σίγουρο είναι ότι στον προεκλογικό αγώνα η σοσιαλδημοκρατία τιμά τις παραδόσεις και επιστρέφει στις διαχρονικές εξαγγελίες της: ελαφρύνσεις για τους «μη προνομιούχους», επιβαρύνσεις για τους πλούσιους και ισχυρούς. Όπως λέει ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, παρουσιάζοντας το πρόγραμμα του κόμματος για τις πρόωρες εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου, «όσοι έχουν υψηλά εισοδήματα, θα πρέπει και να συνεισφέρουν περισσότερα».
Περισσότεροι ή λιγότεροι φόροι;
Κλασική διακήρυξη των Σοσιαλδημοκρατών αποτελεί ο «φόρος περιουσίας», ο οποίος ίσχυε για περίπου 100 χρόνια στη Γερμανία, αλλά καταργήθηκε το 1997 επί Χέλμουτ Κολ (κάτι που έκτοτε δεν απέτρεψε μερικούς από τους πιο πλούσιους επιχειρηματίες και εισοδηματίες να μετοικήσουν στη γειτονική Ελβετία). Η δέσμευση για επαναφορά του συγκεκριμένου φόρου σε περιουσίες άνω των 100 εκ. ευρώ περιλαμβανόταν και στο προεκλογικό πρόγραμμα του SPD το 2021, αλλά δεν υλοποιήθηκε ποτέ, καθώς δεν θα επέτρεπε κάτι τέτοιο ο φιλελεύθερος υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ.
Οι Σοσιαλδημοκράτες παίρνουν τη ρεβάνς, καθώς από την πλευρά τους μπλοκάρουν μέχρι σήμερα την πλήρη κατάργηση της «εισφοράς αλληλεγγύης» για την πρώην Ανατολική Γερμανία, που είχε θεσπιστεί «προσωρινά» μετά την Επανένωση, αλλά βέβαια ουδέν μονιμότερο του προσωρινού. Σήμερα η εισφορά ισχύει μόνο για το 10% των υψηλότερων εισοδηματικών κατηγοριών. Οι Φιλελεύθεροι (FDP) έχουν καταθέσει νομοσχέδιο για την σταδιακή κατάργησή της μέχρι το 2027, το οποίο όμως παραπέμπεται στις σοσιαλδημοκρατικές καλένδες.
Οι προεκλογικές υποσχέσεις που τηρούνται
Η αλήθεια είναι ότι στην κυβερνητική θητεία του Όλαφ Σολτς οι Σοσιαλδημοκράτες τήρησαν τις δεσμεύσεις τους για «εισοδηματικές ανάσες» σε χαμηλά και μεσαία εισοδήματα με αναπροσαρμογές στον κατώτατο μισθό και μεγαλύτερο αφορολόγητο όριο για τους μισθωτούς από τον Δεκέμβριο του 2024. Το πρόβλημα είναι βέβαια ότι, αν συνυπολογιστούν οι νέες αυξήσεις στις ασφαλιστικές εισφορές, το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα πολλών εργαζομένων μάλλον μειώνεται, παρά αυξάνεται. Ωστόσο, το προεκλογικό πρόγραμμα του SPD υπόσχεται τώρα νέες «ελαφρύνσεις για το 95% των φορολογουμένων», χωρίς όμως να αποκαλύπτει λεπτομέρειες.
Σημαντικές υποχωρήσεις έγιναν την περασμένη τετραετία και απέναντι στους Πράσινους του υπουργού Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ. Παράδειγμα αποτελεί ο «οικολογικός» νόμος για την απαγόρευση θέρμανσης με φυσικό αέριο ή πετρέλαιο σε νεόδμητες κατοικίες, που ουσιαστικά αναγκάζει πολλούς νέους ιδιοκτήτες να εγκαταστήσουν αντλίες θερμότητας. Σήμερα ο Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος δηλώνει ανοιχτά ότι διαφωνεί με τον «Πράσινο» υπουργό του, καθώς, όπως λέει χαρακτηριστικά, «ένας νόμος, όπως ο νόμος για τη θέρμανση δεν θα ψηφιζόταν από μία σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση με απόλυτη πλειοψηφία».
Πρόκειται βέβαια για εντελώς θεωρητική υπόθεση εργασίας. Μονοκομματική κυβέρνηση με απόλυτη πλειοψηφία δεν υπήρξε ποτέ στη μεταπολεμική Γερμανία, με εξαίρεση τον Χριστιανοδημοκράτη Κόνραντ Αντενάουερ στο απόγειο της παντοδυναμίας του, την περίοδο 1960-61.