Τίποτε δε βοηθάει στην κατανόηση των γεγονότων της επικαιρότητας όσο η γνώση της ιστορίας. Όπως εύστοχα είχε γράψει σε ένα βιβλίο του ο William Faulkner, «Το παρελθόν δεν είναι νεκρό. Δεν είναι καν παρελθόν». Για να καταλάβει κάποιος τι ακριβώς συμβαίνει στις σχέσεις της Δύσης, και ειδικά των ΗΠΑ, με την Κίνα τα τελευταία 4-5 χρόνια πρέπει κατ’ αρχήν να καταλάβει την ιστορία του Ασιατικού γίγαντα και μετά να συσχετίσει τις σημερινές συνθήκες με τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Το Διάταγμα του Haijin και ο Απομονωτισμός
Το 1434 σχεδόν όλη η Ευρώπη ζούσε ακόμη στον σκοτεινό Μεσαίωνα και προσπαθούσε να συνέλθει από την βιβλική καταστροφή της βουβωνικής πανώλης που, τον προηγούμενο αιώνα, είχε σκοτώσει έως και τον μισό πληθυσμό της Γηραιάς Ηπείρου. Ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Λεονάρντο ντα Βίντσι δεν είχαν γεννηθεί ακόμη. Η δυναστεία των Πλανταγενετών, οι εκ Γαλλίας ορμώμενοι Νορμανδοί που κατέκτησαν το Νησί το 1066, ακόμη κυβερνούσε την Αγγλία. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ξεψυχούσε και η απειλή των Οθωμανών αποτελούσε την σημαντικότερη απειλή για την κυριαρχία της Βενετίας στην ανατολική Μεσόγειο.
Η πλουσιότερη, ισχυρότερη και σημαντικότερη χώρα του κόσμου το 1434 ήταν η Κίνα. Στον θρόνο της, στην Απαγορευμένη Πόλη του Πεκίνου, καθόταν ο δεύτερος αυτοκράτορας της δυναστείας Μινγκ, o Τσου Τσαντζί. Η Κίνα, και τότε η πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου, κυριαρχούσε, πολιτιστικά, πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά, στην Ασία, και ο στόλος της είχε εγκαταστήσει εμπορικές βάσεις από τις Φιλιππίνες μέχρι τη νότια Αφρική και τη Μαδαγασκάρη. Το μεγαλύτερο άμεσο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία ήταν η εκτεταμένη πειρατεία, κυρίως από Ιάπωνες, που εμπόδιζαν την ομαλή ναυσιπλοΐα του Κινεζικού εμπορικού στόλου και ρήμαζαν τα παράλια της χώρας με συχνές επιδρομές.
Οι μανδαρίνοι του αυτοκράτορα, δηλ. οι κρατικοί γραφειοκράτες της Κινεζικής Αυτοκρατορίας, τον συμβούλευσαν να λάβει μια απόφαση για την λύση του προβλήματος αυτού που ίσως είναι η χειρότερη πολιτική απόφαση στην ιστορία της ανθρωπότητας: με το Διάταγμα Haijin του 1434, η Κίνα έκλεισε τα σύνορα της με τον έξω κόσμο και έτσι μπήκε σε μια πορεία παρακμής και κατάρρευσης που ανακόπηκε μόλις πριν από 40 χρόνια, από τον Ντενγκ Σιάο Πινγκ.
Οι λόγοι για την περιχαράκωση και τον αποκλεισμό της Κίνας ήταν δύο. Πρώτον, οι αρχές θεώρησαν ότι το μήκος των ακτών της χώρας (14 χιλιάδες χιλιόμετρα) καθιστούσε αδύνατη την προστασία τους και επιχείρησαν να βάλουν τέρμα στην πειρατεία με το αφαιρέσουν το αντικείμενο της πειρατείας, δηλ. τον Κινεζικό εμπορικό στόλο, ο οποίος διατάχθηκε να αποσυρθεί στην ξηρά και αφέθηκε να σαπίσει. Δεύτερον, οι Κινέζοι, που έβλεπαν ότι ο πολιτισμός τους ήταν σαφώς ανώτερος από οτιδήποτε άλλο με τον οποίο ερχόντουσαν σε επαφή, θεώρησαν ότι δεν είχε τίποτε να κερδίσει και, μάλλον, είχε να χάσει από την επαφή με τους «βάρβαρους» που κατοικούσαν τις χώρες ανατολικά, νότια και δυτικά του Μέσου Βασιλείου.
Ο αποκλεισμός έφερε παρακμή. Η έλλειψη εξωτερικού εμπορίου προκάλεσε επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης της χώρας. Η επικράτηση των μανδαρίνων της Απαγορευμένης Πόλης έπνιξε κάθε προσπάθεια ή σκέψη για εκσυγχρονισμό και πρόοδο. Ο αποκλεισμός από τον έξω κόσμο είχε σαν αποτέλεσμα η Κίνα να μην γνωρίσει και να μην υιοθετήσει τις επιστημονικές και τεχνολογικές κατακτήσεις του 17ου και 18ου αιώνα που οδήγησαν στην βιομηχανική επανάσταση.
Το 1757 η Κίνα αποφάσισε ότι το εξωτερικό εμπόριο της χώρας θα διεκπεραιωνόταν αποκλειστικά από το λιμάνι της Καντώνας (σημερινό Γκουανγκτσού). Παρά την απαγόρευση, Κινέζοι έμποροι είχαν αναπτύξει σημαντικές εμπορικές σχέσεις με το εξωτερικό, κυρίως με την Ευρώπη, και η κυβέρνηση θεώρησε ότι θα μπορούσε να ελέγξει τις ροές με το να διοχετεύει όλο το εμπόριο μέσω μιας και μόνο πύλης.
Η Αποικιοκρατία
Το 1793 φτάνει στο Πεκίνο ο Λόρδος Μακάρτνεϊ, απεσταλμένος του βασιλιά Γεωργίου ΙΙΙ και ζητάει από τον Αυτοκράτορα άδεια για τη δημιουργία Βρετανικής πρεσβείας στο Πεκίνο και την απελευθέρωση του εμπορίου μεταξύ της Κίνας και της Βρετανίας. Οι Βρετανοί είχαν σοβαρούς λόγους να επιθυμούν την απελευθέρωση του εμπορίου με την Κίνα: τα Κινεζικά προϊόντα, ειδικά τα μεταξωτά υφάσματα και οι πορσελάνες, είχαν γίνει ανάρπαστα στην Ευρώπη και οι τιμές τους είχαν εκτοξευθεί μετά την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης και της δημιουργίας μιας νέας τάξης πλούσιων βιομηχάνων και εμπόρων. Στα μέσα του 18ου αιώνα το τσάι έγινε το εθνικό ρόφημα της Βρετανίας και η ζήτηση για Κινεζικό τσάι εκτοξεύθηκε.
Όμως, τα Ευρωπαϊκά προϊόντα δεν είχαν πέραση στην Κίνα γιατί ήταν χαμηλής ποιότητας και άνευ ενδιαφέροντος για τους Κινέζους. Ως αποτέλεσμα, τα αποθέματα χρυσού και ασημιού της Ευρώπης άρχισαν να καταλήγουν στην Κίνα για να πληρώσουν για τις εισαγωγές Κινεζικών προϊόντων. Υπολογίζεται ότι το 80-90% των 40.000 τόνων ασημιού που εξορύχθηκε στη Νότια Αμερική στα 200 χρόνια μέχρι το 1750 κατέληξαν σε Κινέζους εμπόρους σε αντάλλαγμα για μεταξωτά, πορσελάνες και άλλα Κινεζικά προϊόντα.
Η κατάσταση αυτή έθετε σε κίνδυνο την Βρετανική οικονομική κυριαρχία, στην Ευρώπη και την Ασία. Εξ ου και η αποστολή του Λόρδου Μακάρτνεϊ.
Ο Κινέζος αυτοκράτορας, σε μια ιστορική επίδειξη αλαζονείας, απέπεμψε, αν και ευγενικά, τον Βρετανό διπλωμάτη, με μια δήλωση που δεν έκρυβε την περιφρόνηση του για την Βρετανία και τον βασιλιά της.
Ο Μακάρτνεϊ, όμως, στο δρόμο προς το Πεκίνο και στις ημέρες που πέρασε στην Κίνα, είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει τη χώρα και μετέφερε στο Λονδίνο την εντύπωση του ότι η Κίνα είναι αδύναμη και η ηγεσία της είναι αποκομμένη από την πραγματικότητα. Οι Βρετανοί, σχεδόν αμέσως, αποφάσισαν να ισοσκελίσουν το εμπορικό τους έλλειμα με την Κίνα εξάγοντας το μοναδικό ανταγωνιστικό προϊόν το οποίο είχε στην κατοχή της η Εταιρία Ανατολικών Ινδιών και επιθυμούσαν να καταναλώσουν οι Κινέζοι: όπιο. Το όπιο που καλλιεργούσε και επεξεργαζόταν η Εταιρία Ανατολικών Ινδιών στις φυτείες τ ης στην Ινδία...
Η Εταιρία Ανατολικών Ινδιών, έτσι, έγινε λαθρέμπορος ναρκωτικών, υπό την προστασία του Βρετανικού στόλου και στρατού, που περιπολούσαν τη θάλασσα της Νότιας Κίνας για να φτάνουν ανενόχλητα στην Καντώνα και στο Μακάο τα Βρετανικά «ναρκοκάραβα». Το 1842 ο Κινεζικός στρατός έδιωξε τους Βρετανούς εμπόρους από τις αποθήκες τους στο Μακάο και την Καντώνα και έκαψε τα αποθέματα οπίου που είχαν αποθηκευμένα εκεί.
Αυτή ήταν η αφορμή που ζητούσε η Βρετανία, και οι άλλες Ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις, για να επέμβουν στην Κίνα. Ύστερα από σύντομες εχθροπραξίες, η Βρετανία υποχρέωσε την Κίνα να υπογράψει ταπεινωτική εμπορική συνθήκη που άνοιγε την Κινεζική αγορά στο Βρετανικό εμπόριο – οπίου - χωρίς περιορισμούς και παραχωρούσε το Χονγκ Κονγκ στη Βρετανία.
Στα επόμενα 90 χρόνια, η Κίνα κατάντησε προτεκτοράτο των Ευρωπαϊκών αποικιοκρατικών δυνάμεων, με έναν αυτοκράτορα ανδρείκελο, με βίαιες εσωτερικές αναταραχές, χωρίς ουσιαστική εθνική ανεξαρτησία και κατεύθυνση.
Οι περιουσίες που δημιουργήθηκαν από τις πωλήσεις οπίου στην Κίνα ήταν αμύθητες και πολλές από αυτές εξακολουθούν να υπάρχουν. Από τη μεριά των Βρετανών, οι κύριοι ωφελημένοι ήταν οι μέτοχοι και τα στελέχη της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών, της εταιρίας που εκμεταλλευόταν οικονομικά την Ινδία μετά το 1750.
Όμως, και οι Αμερικανοί έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών στην Κίνα. Ο Warren Delano Jr., ο παππούς, από τη μεριά της μητέρας του, του 32ου Προέδρου των ΗΠΑ Φράνκλιν Ντέλανο Ρούζβελτ, δημιούργησε την τεράστια περιουσία του πουλώντας ναρκωτικά στην Κίνα. Το ίδιο και ο Francis Blackwell Forbes: η περιουσία της οικογένειας Φορμπς (που είναι σήμερα πιο γνωστή από το οικονομικό περιοδικό Forbes) δημιουργήθηκε από το εμπόριο ναρκωτικών στην Κίνα. Ο Francis Blackwell Forbes ήταν ο προπάππους, από τη μεριά της μητέρας του, του Τζων Κέρυ, του πρώην γερουσιαστή, υποψήφιου του Δημοκρατικού Κόμματος για την προεδρία των ΗΠΑ το 2004, Υπουργού Εξωτερικών του Μπαράκ Ομπάμα και ειδικού απεσταλμένου για την κλιματική αλλαγή του Τζο Μπάιντεν.
Πολλοί Κινέζοι, απελπισμένοι από την παρακμή της χώρας τους και την έλλειψη ευκαιριών αποφασίζουν να μεταναστεύσουν στην Αμερική. Φτάνουν στο Σαν Φρανσίσκο και, οι περισσότεροι, πιάνουν δουλειά στις εταιρίες σιδηροδρόμων: οι Αμερικανικοί σιδηρόδρομοι, που ένωσαν τις δύο ακτές της χώρας και συνέβαλαν όσο λίγα άλλα στην εκβιομηχάνιση της Αμερικής, χτίσθηκαν κυρίως από Κινέζους και Ιρλανδούς εργάτες.
Όμως, στα τέλη της δεκαετίας του 1870 είχε δημιουργηθεί ένα αυξανόμενο κύμα αντίδρασης στην παρουσία των Κινέζων μεταναστών στην Αμερική. Σε μια πρωτοφανή κρίση ρατσισμού που θα μείνει στην ιστορία, το 1882 το Κογκρέσο ψηφίζει τον μοναδικό νόμο στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών που απαγορεύει τη μετανάστευση μιας συγκεκριμένης εθνικής ομάδας. Ο Νόμος Αποκλεισμού των Κινέζων (Chinese Exclusion Act) υποτίθεται ότι θα ίσχυε για 10 χρόνια αλλά ανανεώθηκε το 1882, ενισχύθηκε το 1892 και έγινε μόνιμος το 1902.
Ο μεγαλύτερος λαός του κόσμου με τον αρχαιότερο πολιτισμό, εξαιτίας μιας λανθασμένης πολιτικής απόφασης που ελήφθη τον 15ο αιώνα, είχε καταντήσει πελατειακό, αποτυχημένο κράτος και διεθνής παρίας, το οποίο οι ισχυρές δυνάμεις της εποχής θεωρούσαν ως φυλετικά υποδεέστερο και άξιο μόνο να καταναλώνει το όπιο της Ινδίας.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η επικράτηση του Μάο
Το 1894, η Ιαπωνία εισβάλλει στην Κορεατική χερσόνησο, την οποία ήλεγχε η Κίνα, νικάει τον Κινεζικό στρατό και αποκτά τον έλεγχο της Κορέας. Η Κίνα υπογράφει ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης, μέρος της οποίας είναι η παραχώρηση της Φορμόζας (σημερινή Ταιβάν) στους Ιάπωνες. Η ήττα προκαλεί θύελλα στην Κίνα. Ως αποτέλεσμα, το 1912 ανατρέπεται η τελευταία Κινεζική δυναστεία, των Τσίνγκ (Qing, 1644-1911), και η Κίνα ανακηρύσσεται δημοκρατία. Όμως, δεν αργεί να επικρατήσει το χάος και η εξουσία να χωρισθεί ανάμεσα σε τοπικούς πολέμαρχους, πολλοί από τους οποίους συμμάχησαν με τις Ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις που ήλεγχαν την ακτογραμμή και τα λιμάνια της Κίνας.
Αυτή ήταν η κατάσταση όταν η Ιαπωνία εισέβαλε στην βόρεια Κίνα το 1931 και γρήγορα κατέκτησε την επαρχία της Μαντσουρίας. Το 1937 η Ιαπωνία προχώρησε σε καθολική εισβολή της Κίνας. Ο Niall Ferguson, στο βιβλίο του The War of the World (2006) επιχειρηματολογεί πειστικά ότι η Ιαπωνική εισβολή στην Κίνα το 1937 ήταν η πραγματική έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και όχι η 1η Σεπτεμβρίου 1939.
Μετά την κατάκτηση της Σανγκάης, ύστερα από σκληρές μάχες, οι Ιάπωνες κατακτούν την παλαιά αυτοκρατορική πρωτεύουσα Νανκίν (σημερινή Ναντζίνγκ). Ακολούθησε ένα όργιο ρατσιστικών σφαγών: οι Ιάπωνες, όπως και οι Δυτικοί, θεωρούσαν ότι οι Κινέζοι (τον πολιτισμό των οποίων οι Ιάπωνες είχαν αντιγράψει σχεδόν ατόφιο, από την κοινωνική οργάνωση μέχρι και το αλφάβητο) ήταν υπάνθρωποι. Η ιστορική έρευνα λέει ότι από τα μέσα Δεκεμβρίου 1937 έως τα τέλη Ιανουαρίου 1938, οι Ιάπωνες κατακτητές της Νανκίν σκότωσαν ή τραυμάτισαν από 40.000 έως 300.000 Κινέζους, κυρίως αμάχους, σε ένα από τα πιο φρικιαστικά επεισόδια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που επικράτησε να αναφέρεται ως «Ο Βιασμός της Νανκίν».
Μετά τον πόλεμο, οι Κινέζοι κομμουνιστές καταλαμβάνουν την εξουσία και μετατρέπουν την Κίνα σε «λαϊκή δημοκρατία», σύμμαχο της ΕΣΣΔ, που ήταν τότε το κέντρο του κομμουνιστικού κινήματος. Οι ηττημένοι εθνικιστές, υπό τον Τσιάνγκ Κάι Σεκ, καταφεύγουν στην Κινεζική νήσο Φορμόζα (νυν Ταϊβάν) και εγκαθιδρύουν μια αντι-κομμουνιστική στρατιωτική δικτατορία.
Μακαρθισμός και το ταξίδι του Νίξον στο Πεκίνο
Η «πτώση της Κίνας» στους κομμουνιστές του Μάο Τσετούνγκ υπήρξε η πρώτη μεταπολεμική κρίση εξωτερικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον και το εναρκτήριο λάκτισμα του Μακαρθισμού. Η αντιπολίτευση των Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο, ύστερα από 4 διαδοχικές ήττες στις προεδρικές εκλογές, ζητούσε κάποιο πολιτικό «πάτημα» για να πλήξει τους Δημοκρατικούς, ειδικά εν όψει των επερχόμενων εκλογών του 1948.
Το θέμα που βρήκαν ήταν «Ποιός έχασε την Κίνα;» Σε μια πρώτη εκδήλωση της αυτοκρατορικής έπαρσης που οδήγησε στην καταστροφή του Βιετνάμ ύστερα από 15 χρόνια, το κατεστημένο εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον δημιούργησε το αφήγημα ότι οι Κινέζοι κομμουνιστές επικράτησαν γιατί «κάποιος ή κάποιοι στην Ουάσιγκτον δεν έκαναν τη δουλειά τους, είτε από ανικανότητα ή επειδή ήταν κομμουνιστές πράκτορες».
“Who lost China?” ήταν το σλόγκαν που ακουγόταν πιο συχνά από οποιοδήποτε άλλο στις εκλογές του ’48 (που νίκησε ο Δημοκρατικός Χάρι Τρούμαν). Ήταν ο βασικός λόγος της δημιουργίας της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων (HUAC: House Unamerican Activities Committee) της Βουλής των Αντιπροσώπων και της αντίστοιχης της Γερουσίας, την οποία χρησιμοποίησε σαν βατήρα ο Γερουσιαστής Τζο Μακάρθι για να εξαπολύσει το κύμα αντικομουνιστικής υστερίας που χαρακτήρισε την Αμερική της δεκαετίας του ’50.
Για 20 χρόνια μετά τον πόλεμο, η Κίνα ήταν για τις ΗΠΑ ό,τι έχει υπάρξει το Ιράν από το 1979 μέχρι σήμερα: έθνος παρίας και εθνικός εχθρός. Κυρίως, βέβαια, και στις δύο περιπτώσεις, για εσωτερικούς, πολιτικούς λόγους...
Στις 2 Μαρτίου 1969, σε ένα ακατοίκητο ξερονήσι στη μέση του ποταμού Ουσούρι, που αποτελεί και σήμερα το σύνορο μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας στην Άπω Ανατολή, λίγο βόρεια από το Βλαδιβοστόκ, Κινεζικές δυνάμεις στήνουν ενέδρα και σκοτώνουν 31 Σοβιετικούς συνοριακούς φρουρούς, που είχαν εγκαταστήσει μόνιμη παρουσία στο νησί, το οποίο, όμως, ήταν πιο κοντά στην Κινεζική όχθη του ποταμού παρά στη Σοβιετική και το διεκδικούσαν οι Κινέζοι. Μετά λίγες μέρες, Σοβιετικές δυνάμεις, με τη βοήθεια τεθωρακισμένων και πυραύλων, εξαπολύουν επίθεση εναντίον των Κινεζικών δυνάμεων και σκοτώνουν περίπου χίλιους Κινέζους στρατιώτες. Οι εκατέρωθεν επιθέσεις διαρκούν όλο το καλοκαίρι του 1969. Ήταν το αποκορύφωμα της αποδέσμευσης της Κίνας από την πολιτική και στρατιωτική συστράτευση της με τη Μόσχα που είχε ξεκινήσει πριν από 10 χρόνια.
Η Κινεζική ηγεσία, θορυβημένη από τη συνοριακή κρίση, αποφασίζει, ύστερα από εισήγηση του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων, στρατάρχη Τσεν Γι, ότι η καλύτερη αμυντική κίνηση είναι να επιδιώξει αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων και στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ για να αδρανοποιήσει τον υπαρκτό κίνδυνο Σοβιετικής εισβολής. Ο Μάο χρησιμοποιεί ανεπίσημα, μυστικά κανάλια επικοινωνίας για να προτείνει στον Ρίτσαρντ Νίξον αποκατάσταση των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας και, το 1971, μέσω του αριστερού Αμερικανού δημοσιογράφου Έντγκαρ Σνόου, που έγραφε τη βιογραφία του Μάο, στέλνει μήνυμα στον Νίξον και του προτείνει να επισκεφθεί επίσημα την Κίνα.
Η «μεγαλοφυής» και κοσμοϊστορική κίνηση του Ρίτσαρντ Νίξον να συμμαχήσει με την Κίνα και να επισκεφθεί το Πεκίνο το 1972 δεν ήταν αποτέλεσμα στρατηγικής πρωτοβουλίας του Νίξον ή του συμβούλου του Εθνικής Ασφαλείας Χένρι Κίσιντζερ. Ήταν 100% πρωτοβουλία της Κινεζικής ηγεσίας και εκδηλώθηκε ως αμυντική κίνηση έναντι της Σοβιετικής επιθετικότητας. Η συνεισφορά του Νίξον ήταν να αντιληφθεί την ιστορική ευκαιρία που παρουσιαζόταν να διασπάσει το μέτωπο των κομμουνιστικών χωρών, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου – και, ας μη ξεχνάμε, πολέμου του Βιετνάμ, όπου η Κίνα εξόπλιζε τους Βιετκόνγκ, που πολεμούσαν εναντίον του Αμερικανικού στρατού στις ζούγκλες της Ινδοκίνας.
Η άνοδος της Κίνας και το οικονομικό θαύμα
Τον Μάο διαδέχθηκε ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ, ο οποίος ανέτρεψε την καταστροφική για την Κίνα κομμουνιστική ορθοδοξία και τους αιματηρούς πειραματισμούς με τις ρήσεις «Δεν έχει σημασία εάν η γάτα είναι μαύρη ή άσπρη, φτάνει να πιάνει ποντίκια» και «Η φτώχεια δεν είναι σοσιαλισμός. Το να είσαι πλούσιος είναι σπουδαίο!» Έτσι μπήκε η ταφόπλακα σε τριάντα τρία χρόνια βίας, λιμών, μορφωτικού και πολιτιστικού μεσαίωνα, που στοίχισε τη ζωή σε δεκάδες εκατομμυρίων Κινέζων και οδήγησε μια ολόκληρη γενιά στον αναλφαβητισμό και την πενία.
Στις επόμενες δύο γενιές, η Κίνα πέτυχε το πιο εκπληκτικό οικονομικό θαύμα στην ανθρώπινη ιστορία: από μια αγροτική χώρα το 1980, της οποίας ο πληθυσμός υποσιτιζόταν, το προσδόκιμο ζωής ήταν τα 66 χρόνια και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν $195, έγινε η πρώτη σε μέγεθος οικονομία του κόσμου με όρους αγοραστικής δύναμης (PPP GDP), έχτισε 15 πόλεις που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε απ’ τη Νέα Υόρκη, δημιούργησε το μεγαλύτερο δίκτυο υπερταχέων τρένων του κόσμου, έχει τις 4 μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, τις μεγαλύτερες εταιρίες κινητής τηλεφωνίας του κόσμου, τις μεγαλύτερες εταιρίες τεχνολογίας 5G του κόσμου, και εδώ και πολλά χρόνια είναι η Νο 1 χώρα του κόσμου σε νέες πατέντες και ευρεσιτεχνίες.
Όσον αφορά, δε, στις Κινεζικές εταιρίες τεχνολογίας, όπως η Huawei, η Xiaomi, η Tencent, η Baidu, η Alibaba, η NetEase, η Sohu, έχουν κεφαλαιοποιήσεις δεκάδων και εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, ακόμη και μετά την αναταραχή που επικρατεί στον κλάδο τεχνολογίας τα τελευταία 2-3 χρόνια.
Εδώ και μερικά χρόνια, στη Γερμανία ακούγεται το ρητό: «Η Κίνα είναι το εργοστάσιο του πλανήτη, με Γερμανικά μηχανήματα». Και, όντως, δεν υπάρχει βιομηχανικό προϊόν που να μην παράγεται στην Κίνα, σε πλήρη αντιστοιχία ποιότητας-τιμής. To 2015, το έτος πριν από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και την έναρξη της έντασης στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Κίνα ήταν $367 δισεκατομμύρια. Το 2020, τελευταίο έτος της προεδρίας Τραμπ, ήταν $310 δις. Τους πρώτους 11 μήνες του 2022 το έλλειμμα ήταν $359 δις.
Η Κίνα χρησιμοποιεί ένα μέρος των εσόδων από το εμπορικό πλεόνασμα που έχει με τις ΗΠΑ για την αγορά Αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Το 2021, το χαρτοφυλάκιο T-Bonds, T-Notes και T-Bills που κατείχαν Κινεζικές τράπεζες ξεπερνούσε το $1 τρισεκατομμύριο.
Η Κίνα πέτυχε μέσα σε 30-40 χρόνια ό,τι πήρε στην Αμερική 200 χρόνια για να πετύχει χρησιμοποιώντας ΑΚΡΙΒΩΣ τη συνταγή των ΗΠΑ: αρπακτικός καπιταλισμός, με ελάχιστη ή μηδενική κρατική παρέμβαση, σε μια τεράστια σε μέγεθος ενιαία αγορά.
Η ασύλληπτη οικονομική επιτυχία της Κίνας είναι, για πολλούς λόγους, ο λεγόμενος «γορίλας των 800 λιβρών» (“800 pound gorilla”) για τον οποίο δε μιλάει κανείς: πως είναι δυνατόν να συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε ότι ο καπιταλισμός ανθεί μόνο σε συνθήκες φιλελεύθερης δημοκρατίας; Και, πόσο μοναδική και θρυλική είναι η οικονομική επιτυχία των ΗΠΑ όταν μπόρεσε να την αναπαράγει μια κομμουνιστική χώρα και μάλιστα σε χρόνο μηδέν;
Backlash
Η Κίνα δεν περιορίσθηκε στην εκρηκτική ανάπτυξη της οικονομίας της. Σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει πρώτες ύλες και εμπορικές οδούς για τη βιομηχανική παραγωγή της, άρχισε να επεκτείνει την επιρροή της σε δύο περιοχές του πλανήτη που οι ΗΠΑ και η Δύση αγνοούσαν και αγνοούν παντελώς: την Αφρική και τη Νότιο Αμερική. Κινεζικές εταιρίες και η κυβέρνηση του Πεκίνου άρχισαν να επενδύουν σε υποδομές και εκμετάλλευση πρώτων υλών στις δύο ηπείρους, κάτι που, σιγά σιγά, άρχισε να ερμηνεύεται ως γεωπολιτική πρόκληση από διάφορα δυτικά Υπουργεία Εξωτερικών.
Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι η Κίνα είναι η μεγαλύτερη ή δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και είναι φυσικό να αρχίσει να απλώνει την επιρροή της σε όλον τον κόσμο, ειδικά αφού είναι η Νο 1 εξαγωγική βιομηχανική δύναμη. Παράδειγμα, η Ελλάδα: η Κίνα άρχισε να επενδύει εκατοντάδες εκατομμύρια δολλάρια στις Ελληνικές λιμενικές υποδομές (και, προσεχώς, και στις σιδηροδρομικές) και έκανε το λιμάνι του Πειραιά ένα από τα μεγαλύτερα container ports της Ευρώπης, όταν οι ΗΠΑ επένδυαν σε λιμενοβραχίονες για τον ελλιμενισμό πυρηνοκίνητων αεροπλανοφόρων και για τη μεταφορά στρατιωτικού υλικού στα Βαλκάνια. Οι μεν κάνουν εμπόριο, οι δε προετοιμάζονται για πολέμους.
Όλα αυτά έχουν χτυπήσει καμπανάκια στην Ουάσιγκτον και στο Λονδίνο εδώ και αρκετά χρόνια. Η ένταση που δημιούργησε η προεδρία Τραμπ είχε υποβολείς στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και στα think tanks της Ουάσιγκτον, που σχεδιάζουν τις στρατηγικές κινήσεις της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Σύμφωνα με τον τρόπο που σκέφτονται, η Κινεζική οικονομική πρωτοκαθεδρία αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο για το βασικό εθνικό δόγμα των ΗΠΑ: την διαρκή και απόλυτη Αμερικανική πολιτική, οικονομική και στρατιωτική κυριαρχία στον κόσμο. Οτιδήποτε θα μπορούσε να αμφισβητήσει αυτήν την κυριαρχία, έστω και εάν δεν περιλαμβάνει στρατιωτική απειλή, είναι απολύτως απαράδεκτο για τους εγκεφάλους της Ουάσιγκτον.
Και έτσι, γύρω στο 2016, ξεκίνησε το αφήγημα ότι η Κίνα έχει επεκτατικές βλέψεις, ότι απειλεί την ασφάλεια της Δύσης, ότι το Κινεζικό ΚΚ σχεδιάζει την επικράτηση του κομμουνισμού σε όλον τον κόσμο, ότι η χρήση Κινεζικής τεχνολογίας απειλεί την ασφάλεια της Δύσης. Όλο αυτό, δε, ξεκίνησε από την Ουάσιγκτον, από τη μια μέρα στην άλλη, γύρω στο καλοκαίρι του 2016, σε μια σπάνια επίδειξη διακομματικής σύμπνοιας των διπλωματικών κατεστημένων των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανικών.
Η έντονη αντίδραση της Κίνας στην δυτική επιθετικότητα εξηγείται απολύτως από τα όσα εξιστορούνται στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου. Και η καθολική υποστήριξη που φαίνεται να απολαμβάνει το Κινεζικό ΚΚ και η κυβέρνηση του Πεκίνου από τον Κινεζικό λαό οφείλεται στο αίσθημα ταπείνωσης που τους δημιουργεί η ιστορία των τελευταίων 200 ετών και η μεταχείριση τους από τους Δυτικούς αποικιοκράτες.
Επειδή, δε, η Κίνα δεν είναι Ρωσία, αλλά είναι βιομηχανική υπερδύναμη, η οποιαδήποτε διαμάχη με τη Δύση θα είναι επίπονη και μακροχρόνια. Και, από την Κινεζική πλευρά, θα διεξαχθεί υπό την επιρροή της οδυνηρής ιστορίας των σχέσεων της χώρας με τη Δύση.
*Ο Περικλής Φ. Κωνσταντινίδης είναι ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc.