Το 2011, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε θέσει ως στόχο το 2023, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, η χώρα του να καταστεί μια από τις 10 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη με ΑΕΠ 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και κατά κεφαλήν εισόδημα 25.000 δολαρίων. Όμως, και ενώ το 2022 είναι προ των πυλών, η Τουρκία απέχει παρασάγγας από τους στόχους που είχαν τεθεί και η οικονομική κατάσταση επιδεινώνεται. Το κατά κεφαλήν εισόδημα το 2020 υποχώρησε στα 8.500 δολάρια, ενώ το 2013 ήταν στα 12.600 δολάρια.
Όπως τονίζει σε ανάλυσή του o Καντρί Ταστάν της δεξαμενής σκέψης «Γερμανικό Ταμείο Μάρσαλ των Ηνωμένων Πολιτειών» (The German Marshall Fund of the United States) όχι μόνο η τουρκική οικονομία υποφέρει από μακροχρόνια δομικά προβλήματα, αλλά είναι θύμα των νομισματικών και πολιτικών επιλογών του Τούρκου ηγέτη. Με αποτέλεσμα, η Τουρκία να βιώνει μια κρίση με σοβαρές και κοινωνικές επιπτώσεις. Και μάλιστα, καθώς η χώρα βαδίζει προς τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2023, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Ερντογάν ρισκάρει να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά παρά να λύσει προβλήματα. O εθνικισμός και η πολιτική της πόλωσης έχουν κυριαρχήσει στη σύγχρονη πολιτική σκηνή, αλλά φαίνεται ότι η οικονομία είναι αυτή που θα καθορίσει το πολιτικό μέλλον της χώρας, όπως συνέβη το 2001 όταν η τότε οικονομική κρίση είχε βοηθήσει το Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν να ανέλθει στην εξουσία.
Μετά από μεγάλη οικονομική κρίση και τριψήφιο πληθωρισμό τη δεκαετία του 1990, το 2001 ήταν αποφασιστική χρονικά για την μακροοικονομική σταθερότητα της Τουρκίας και την ενσωμάτωσή της στις παγκόσμιες αγορές. Εκείνη τη χρονιά, ξεκίνησε η υλοποίηση ενός μεγάλου οικονομικού προγράμματος με σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που υποστηρίζονταν από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Την επόμενη χρονιά το AKP συνέχισε τις μεταρρυθμίσεις με επιτυχία. Το ΑΕΠ τριπλασιάστηκε από το 2001 έως το 2013, φτάνοντας στα 957 δισ. δολάρια. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν από 982 εκατ. δολάρια το 2000 στα 19,2 δισ. δολάρια το 2015. Μετά την τελωνειακή ένωση με την Ευρωπαϊκή Ένωση το 1996, οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο πλευρών αυξήθηκαν σημαντικά, ενώ αύξηση καταγράφηκε και στις εμπορικές συναλλαγές της Τουρκίας με τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Οι εξαγωγές κατέγραψαν διαρκή άνοδο από το 2001 και μετά, φτάνοντας το 2008 στο ποσό των 130 δισ. δολαρίων.
Το οικονομικό θαύμα είναι παρελθόν
Όμως από το 2015, η τουρκική οικονομία απώλεσε τον δυναμισμό της και από το 2018 βυθίστηκε στην ύφεση. Η λίρα άρχισε να βρίσκεται υπό πίεση, ο πληθωρισμός να ανεβαίνει, η ανεργία να αυξάνεται, όπως και το ιδιωτικό χρέος. Όλα αυτά προκάλεσαν υποτίμηση-ρεκόρ του νομίσματος και διψήφιο πληθωρισμό. Έτσι, η τουρκική οικονομία υπέφερε ήδη όταν επλήγη από την πανδημία του κορονοϊού το 2020.
Οι περισσότερες από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν όταν υπουργός Οικονομικών ήταν ο Κεμάλ Ντερβίς από το 2001 έως το 2002. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την «ανεξαρτησία» της κεντρικής τράπεζας, τη διαχείριση του δημόσιου χρέους, τη διαφάνεια στις κρατικές προμήθειες και τη θεσμοθέτηση ανεξάρτητων εποπτικών μηχανισμών και διατηρήθηκαν και τα επόμενα χρόνια.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 έπληξε σφοδρά την τουρκική οικονομία, καθώς η ΕΕ αποτελεί την πιο σημαντική αγορά για τις εξαγωφές της Τουρκίας. Μετά την κρίση, η ροή κεφαλαίου στις αναδυόμενες αγορές ωφέλησε την τουρκική οικονομία, η οποία άρχισε να αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς. Όμως παρέμεινε εξαρτημένη από την εισροή ξένων, κυρίως βραχυπρόθεσμων, κεφαλαίων, γεγονός που οδήγησε στην κλιμάκωση του ιδιωτικού χρέους.
Όπως επισημαίνει ο Ταστάν, με το «πάγωμα» των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ επήλθε επιβράδυνση της διαδικασίας των πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων στη χώρα.
Η οικονομία θύμα της πολιτικής
Με τις μεγάλες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις του 2013, τις ολοένα και περισσότερες καταγγελίες για διαφθορά από το καθεστώς Ερντογάν και την κλιμακούμενη ένταση μεταξύ του AKP και του Φετουλάχ Γκιουλέν και του κύκλου του, η Τουρκία εισήλθε σε μια εποχή συνεχιζόμενων εντάσεων η οποία διήρκησε μέχρι το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016.
Οι πολιτικές αυτές κρίσεις συνέπεσαν με την αυξανόμενη αστάθεια στον αραβικό κόσμο, τον πόλεμο στην Συρία, την κατάρρευση της ειρηνευτικής διαδικασίας στο Κουρδικό και την ένταση στη νοτιοανατολική Τουρκία. Ειδικά ο πόλεμος στη Συρία είχε άμεσες και έμμεσες οικονομικές συνέπειες στην Τουρκία, τόσο για το κόστος της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης από 4 εκατομμύρια πρόσφυγες αλλά και για τις αμυντικές δαπάνες για τις πολεμικές επιχειρήσεις στη βόρεια Συρία.
Και όλα αυτά, ενώ οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, τις δύο μεγαλύτερες επενδυτικές πηγές στην Τουρκία, να χειροτερεύουν διαρκώς. Η εξάρτηση της Τουρκίας από εισροές κεφαλαίων σημαίνει ότι μια ξαφνική απόφαση ενός επενδυτή μπορεί να έχει σημαντική συνέπεια στους μακροοικονομικούς δείκτες. Όταν για παράδειγμα, το 2018 ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ απείλησε την Άγκυρα με κυρώσεις, η τουρκική λίρα αμέσως κατρακύλησε απότομα.
Όταν ξεκίνησε η πανδημία το 2020, η Τουρκία ήδη υπέφερε από υποτίμηση-ρεκόρ της λίρας, από εξάντληση του συναλλάγματος, αλλά και από διψήφιο πληθωρισμό. Γρήγορα η λίρα βούλιαξα περαιτέρω και ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε σε τετραψήφια νούμερα, φτάνοντας στο 20%. Ο δείκτης της ανεργίας ανέβηκε στο 13%, ενώ η ανεργία στους νέους ανήλθε στο 25% το 2020. Καθώς η τουρκική οικονομία εξαρτάται από τις εισαγωγές, ακόμα και για την παραγωγή προϊόντων που εξάγει, κάθε πτώση της τιμής της λίρας αυξάνει το κόστος ζωής και καθιστά την καθημερινότητα των Τούρκων πολιτών πολύ δύσκολη.
Το κίνητρο πίσω από την πολιτική
Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, μια αυστηρή νομισματική πολιτική μπορεί να μετριάσει τον πληθωρισμό. Στην Τουρκία του Ερντογάν, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας με χαλαρή οικονομική και νομισματική πολιτική επιχειρεί να επιτύχει οικονομική ανάκαμψη. Ο Τούρκος πρόεδρος ανησυχεί ότι τα υψηλά επιτόκια θα επιβραδύνουν την οικονομία και θα πυροδοτήσουν μαζικές αντιδράσεις ενόψει και των εκλογών το 2023. Έτσι, πίεσε την Κεντρική Τράπεζα να μειώσει τα επιτόκια, ελπίζοντας πως η φθηνότερη πίστωση θα τονώσει την οικονομία και θα βελτιώσει την εικόνα του.
Η τουρκική κυβέρνηση εξακολουθεί να πιστεύει ότι μια πιο αδύναμη λίρα θα έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των εισαγωγών, την εκτόξευση των εξαγωγών, την αύξηση των επενδύσεων και της παραγωγής και τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, καθώς και της ανεργίας με την πάροδο του χρόνου.
Ο Ερντογάν, σύμφωνα με την ανάλυση του GMF, «τζογάρει» και το ρίσκο αυτό μπορεί να έχει μακροπρόθεσμο κόστος για την τουρκική οικονομία. Οι βραχυπρόθεσμες πολιτικές μπορεί να εξασφαλίζουν ψήφους στις εκλογές αλλά δεν λύνουν δομικά προβλήματα. Με τον δείκτη του δημόσιου χρέους στο 40%, υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για την κυβέρνηση να στηρίξει διάφορους κλάδους της οικονομίας και τους ανέργους, ιδιαίτερα τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αυτή τη δύσκολη περίοδο.
Η Τουρκία, όπως τονίζει ο Ταστάν, βρίσκεται σε δύκολη οικονομική κατάσταση, αντιμετωπίζοντας πολλές προκλήσεις. Υψηλή ανεργία (ιδίως στους νέου), ένταξη εκατομμυρίων μεταναστών, οικονομικές απώλειες λόγω της πανδημίας (ιδίως στον τουρισμό), υψηλό κόστος των στρατιωτικών επεμβάσεων στη Συρία και το Ιράκ κλπ.
«Αντί να επιμένουν σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που δεν θα επιλύσει τα δομικά προβλήματα της τουρκικής οικονομίας, η τουρκική ηγεσία θα έπρεπε να προετοιμάζει τη χώρα για κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές καθώς οι εποχές είναι πλέον διαφορετικές και λόγω της κλιματικής κρίσης. Η επιτυχία αυτής της διαδικασίας απαιτεί μεγάλες επενδύσεις και θα καθορίσει τη θέση της Τουρκίας ανάμεσα στις ισχυρές οικονομίες του πλανήτη στο μέλλον», καταλήγει στην ανάλυσή του το GMF.