Εάν οι προεδρικές εκλογές του 2024 είναι διάφανες και δίκαιες, όπως η διεθνής κοινότητα απαιτεί, ο Νικολάς Μαδούρο δεν θα έχει πιθανότατα πολιτικό μέλλον στη Βενεζουέλα. Διεγείροντας όμως τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των Βενεζουελανών με την αναζωπύρωση μίας εδαφικής διαμάχης που «μετρά» πάνω από έναν αιώνα, και κρύβει μάλιστα την «υπόσχεση» μεγαλύτερου πετρελαϊκού πλούτου, επιδιώκει να ορίσει ο ίδιος το αφήγημα της κάλπης και να εντείνει την πολιτική καταστολή και τις διώξεις.
«Ο μόνος νικητής είναι ο λαός της Βενεζουέλας και η αξιοπρέπειά της» διατράνωνε ο Μαδούρο σε τηλεοπτική εμφάνιση την Τρίτη με έναν χάρτη ανά χείρας που εμφάνιζε την πλούσια σε υδρογονάνθρακες τεράστια έκταση του Εσεκίμπο της γειτονικής Γουιάνα να υπάγεται στη δικαιοδοσία του Καράκας, κατόπιν του δημοψηφίσματος περί μονομερούς προσάρτησης. Μέχρι την Τετάρτη είχε δώσει εντολές να εκδοθούν άδειες εξορύξεων και να δοθεί υπηκοότητα Βενεζουέλας στους κατοίκους. Την επομένη, ο γενικός εισαγγελέας, και σύμμαχός του Μαδούρο, Τάρεκ Ουίλιαμ Σάαμπ, άρχισε να «μοιράζει» εντάλματα σύλληψης για προδοσία κατά υψηλόβαθμων πολιτικών που ανήκουν ή συντάσσονται με την αντιπολίτευση και την αντίπαλό του Μαρία Κορίνα Μασάδο.
Η «προδοσία» κατά το καθεστώς συνδέεται με το επίμαχο «συμβουλευτικό» δημοψήφισμα, το οποίο σύμφωνα με την κυβέρνηση συγκέντρωσε ποσοστό 95% υπέρ του «ναι» και δέκα εκατομμύρια ψήφους σε συνολικό πληθυσμό 28,2 εκατομμυρίων, ωστόσο τόσο σύμφωνα με διεθνείς παρατηρητές, όσο και με την αντιπολίτευση, στις κάλπες δεν διαφαίνεται να προσήλθε ούτε πάνω από το 10% των πολιτών. Τεράστια ήταν η εκστρατεία του Νικολάς Μαδούρο για την προώθηση της προσάρτησης του Εσεκίμπο, στο πλαίσιο επιχείρησης ενίσχυσης της υποστήριξης στο πρόσωπό του με φόντο τις εκλογές του 2024.
Η επανεκλογή Μαδούρο το 2018 συνοδεύτηκε από σκληρές αμερικανικές κυρώσεις, καθώς ούτε δίκαιη, ούτε ελεύθερη ήταν. Ακόμη δεν έχει ανακοινώσει επίσημα ότι θα υποβάλει ξανά υποψηφιότητα, όμως θεωρείται σχεδόν βέβαιο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πολλοί πολιτικοί αντίπαλοι κάλεσαν τους ψηφοφόρους να απέχουν από τις κάλπες του δημοψηφίσματος.
Μεταξύ αυτών, η 56χρονη οικονομολόγος Μαρία Κορίνα Μασάδο, η οποία επικράτησε τον Οκτώβριο στις προκριματικές εκλογές της αντιπολίτευσης για το προεδρικό χρίσμα για να «εισπράξει» άμεσα 15ετή απαγόρευση διεκδίκησης ανώτατου αξιώματος υπό το πρόσχημα ότι δεν είχε συμπληρώσει δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και εισοδήματος όταν ήταν βουλευτής. Η ίδια έχει χαρακτηρίσει την ψηφοφορία για το δημοψήφισμα «αντιπερισπασμό», τονίζοντας ότι αρμόδια για την επίλυση της εδαφικής διαμάχης είναι η Δικαιοσύνη στη Χάγη -όπου και βρίσκεται η υπόθεση, αν και η ετυμηγορία θα αργήσει. Το καθεστώς Μαδούρο βρίσκεται σήμερα στην πιο αδύναμη θέση από ποτέ, αναφέρει.
Τα εντάλματα σύλληψης που εκδόθηκαν σε συνέχεια του δημοψηφίσματος είναι το τελευταίο «χτύπημα» του Νικολάς Μαδούρο στην προοπτική δίκαιων και ελεύθερων εκλογών, παρά τις σχετικές δεσμεύσεις προς την κυβέρνηση Μπάιντεν σε αντάλλαγμα για την πρόσφατη χαλάρωση των αμερικανικών κυρώσεων.
Ο γενικός εισαγγελέας υποστήριξε ότι οι αντίπαλοι της αριστερής κυβέρνησης δέχθηκαν χρήματα από την ExxonMobil -η οποία εκμεταλλεύεται τα κοιτάσματα στη Γουιάνα- για να σαμποτάρουν το δημοψήφισμα. Δεν είπε ο Ουίλιαμ Σάαμπ τι έκαναν συγκεκριμένα για να ματαιώσουν το δημοψήφισμα, ανακοίνωσε όμως πως τους απαγγέλλονται κατηγορίες για προδοσία, συνωμοσία, ξέπλυμα χρήματος και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Στο στόχαστρο βρίσκονται 15 άτομα, ορισμένα από τα οποία είναι εξέχοντα μέλη της αντιπολίτευσης, μεταξύ των οποίων άτομα που ζουν στο εξωτερικό, και δύο Αμερικανοί πολίτες.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει προσπαθήσει να πιέσει τη Βενεζουέλα να κινηθεί στο δρόμο διαφανών εκλογών, χαλαρώνοντας σε αντάλλαγμα ορισμένες από τις επιζήμιες αμερικανικές κυρώσεις. Τώρα, με τα περί «προδοσίας», ο Τζο Μπάιντεν καλείται να αποφασίσει εάν θα συνεχίσει να ποντάρει στο ότι η ελάφρυνση των κυρώσεων θα πείσει τον Μαδούρο να επιτρέψει μια δίκαιη ψηφοφορία, δηλώνει ο Τζεφ Ράμσεϊ, ανώτερος συνεργάτης για τη Βενεζουέλα στο αμερικανικό think-tank Atlantic Council.
«Νομίζω ότι ο Μαδούρο πιέζει πραγματικά τον Μπάιντεν, εδώ. Έχει καταστεί σαφές ότι δεν μπορεί να κερδίσει ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, οπότε χρειάζεται την Ουάσινγκτον να αναστείλει τις κυρώσεις για να δικαιολογήσει μια καταστολή που θα επιτρέψει στο καθεστώς να επιστρέψει στο status quo», επισημαίνει μιλώντας στους New York Times.
Σε κάθε περίπτωση ούτε το ίδιο το δημοψήφισμα είχε τη συμμετοχή που ο Μαδούρο διατείνεται, ενώ είναι επίσης σαφές πως δεν διεξήχθη αμιγώς για το πετρέλαιο. Η Βενεζουέλα διαθέτει ήδη τα μεγαλύτερα αποδεδειγμένα αποθέματα πετρελαίου στον κόσμο. Ο πετρελαϊκός πλούτος της Γουιάνα έχει καταστήσει πάντως την οικονομία της μία από τα ταχύτερα αναπτυσσόμενες παγκοσμίως, ενόσω η Βενεζουέλα προσπαθεί ακόμη να εξέλθει από μία πολυετή κρίση με ελλείψεις τροφίμων και φαρμάκων, που επιδεινώθηκε από τις αμερικανικές κυρώσεις ελέω διαφθοράς Μαδούρο.
Ο ισχυρισμός της κυβέρνησης Μαδούρο ότι περισσότεροι από 10 εκατομμύρια Βενεζουελάνοι ψήφισαν στο δημοψήφισμα στερείται βάσης, δήλωσε ο Έντερσον Σεκέρι, διευθυντής στρατηγικής της Politiks, εταιρείας πολιτικών αναλύσεων με έδρα τη Βενεζουέλα. Ένας τέτοιος αριθμός θα αντιπροσώπευε μια ασυνήθιστα υψηλή προσέλευση ψηφοφόρων στη Βενεζουέλα. Αλλά τα έρημα εκλογικά κέντρα την περασμένη Κυριακή υποδηλώνουν το αντίθετο, είπε.
Ο ίδιος επίσης επισήμανε πως το πετρέλαιο δεν είναι το μόνο κίνητρο για τον πρόεδρο της Βενεζουέλας. Η εμμονή του Μαδούρο με το Εσεκίμπο αντιπροσωπεύει ένα αίσθημα πολιτικής ανασφάλειας στον απόηχο της ηχηρής νίκης της Μαρία Κορίνα Μασάδο στις προκριματικές της αντιπολίτευσης, ανέφερε μιλώντας στην Washington Post. Τώρα, «οι μόνες επιλογές της κυβέρνησης είναι να προσπαθήσει να διεγείρει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά με τη Γουιάνα, να κλιμακώσει σταδιακά την κατάσταση, και να αυξήσει την πολιτική καταστολή και τις διώξεις», εκτίμησε.
Άγνωστο είναι τι θα κάνει στο εξής στην πράξη ο Νικολάς Μαδούρο αναφορικά με την επιδιωκόμενη προσάρτηση των δύο τρίτων της έκτασης της Γουιάνα, όπου το 2015 εντοπίστηκε τεράστιο κοίτασμα πετρελαίου, γεγονός το οποίο και επανέφερε στο προσκήνιο μία διαμάχη που χρονολογείται από την εποχή της ισπανικής αποικιοκρατίας για τον έλεγχο μίας περιοχής που καλύπτεται από ζούγκλα και αντιστοιχεί στο μέγεθος της Πορτογαλίας. Προς το παρόν η ρητορική του παραμένει σε μεγάλο βαθμό συμβολική και πολιτική τυμβωρυχία, όμως έχει σημάνει συναγερμό στη Γουιάνα που ζητά τη στήριξη Ουάσινγκτον και Ηνωμένων Εθνών και παράλληλα επιχειρεί να καθησυχάσει τους ξένους επενδυτές ότι τα συμφέροντά τους στη χώρα δεν κινδυνεύουν.
Το ερώτημα που τίθεται αυτή τη στιγμή στη Γουιάνα είναι αν η διαμάχη για το Εσεκίμπο θα μπορούσε να μετατραπεί σε στρατιωτική σύγκρουση και αν το δημοψήφισμα εξυπηρέτησε τον Μαδούρο για να κινητοποιήσει την κοινή γνώμη της Βενεζουέλας υπέρ του ή αν αντίθετα αποσκοπούσε στη νομιμοποίηση μιας επίθεσης. Μη μπορώντας να αποκλείσουν καμία υπόθεση, ο ισχυρισμός της Βενεζουέλας έχει ως εκ τούτου θέσει υπ' ατμόν τις κυβερνήσεις της Νότιας Αμερικής και της Καραϊβικής, οι οποίες ανησυχούν για το ενδεχόμενο η κρίση να καταλήξει σε μία σύγκρουση ικανή να αποσταθεροποιήσει την Λατινική Αμερική.
Το Καράκας έχει δεχθεί αλλεπάλληλες προειδοποιήσεις από ΗΠΑ και Βραζιλία να μην επιχειρήσει τη χρήση στρατιωτικών μέσων για να επιβάλει τις εδαφικές του διεκδικήσεις. O στρατός της Βραζιλίας έχει ενισχύσει την παρουσία του στα σύνορα με τη Γουιάνα και την Βενεζουέλα, μετακινώντας άνδρες και τεθωρακισμένα. Πηγές της κυβέρνησης Λούλα αναφέρουν πως η Βραζιλία «θεωρεί απίθανη μια σύγκρουση, όμως οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας έχουν ήδη προετοιμάσει ένα σενάριο για μια τέτοια πιθανότητα».
«Το δημοψήφισμα δίνει στον Μαδούρο λευκή επιταγή, ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή, κατά την κρίση του, να ξεκινήσει κάθε είδους συνοριακή σύγκρουση στρατιωτικού χαρακτήρα στο έδαφος του Εσεκίμπο» παρατηρεί ο Ρόχιο Σαν Μιχέλ, αμυντικός αναλυτής στη Βενεζουέλα. Και αν ο Μαδούρο πίστευε ότι θα ηττηθεί στις εκλογές, θα μπορούσε να «ενεργοποιήσει το κουμπί του πολέμου» και να αναστείλει τη διεξαγωγή των εκλογών κηρύσσοντας κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Ενώ μια επίθεση της Βενεζουέλας δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή πιθανή, αυτός είναι ένας κοινός φόβος: Ότι ο Νικολάς Μαδούρο θα αποφασίσει να τροφοδοτήσει μια κρίση για να στρέψει την προσοχή μακριά από τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας, ενώ πολλοί Βενεζουελάνοι πιέζουν για ελεύθερες εκλογές που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την εξουσία του.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν δεδομένο: Σχεδόν όλοι όσοι πήγαν να ψηφίσουν πιστεύουν ότι η περιοχή Εσεκίμπο της Γουιάνα πρέπει να αποτελέσει μέρος της Βενεζουέλας. Ο Μαδούρο δεν επεδίωκε να μάθει τι σκέφτονται οι Βενεζουελάνοι για το ζήτημα, το γνώριζε ήδη. Μάλλον αποφάσισε να κάνει το δημοψήφισμα τώρα, πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2024, προκειμένου να ανακτήσει συναίνεση εκμεταλλευόμενος ένα ευρέως διαδεδομένο «πατριωτικό» θέμα.
Φαίνεται απίθανο να ενδιαφέρεται για το πετρέλαιο από αυτή την περιοχή, γιατί ας λάβουμε υπόψιν ότι η Βενεζουέλα έχει ήδη τα μεγαλύτερα εκτιμώμενα αποθέματα αργού πετρελαίου στον κόσμο, σημειώνει η Αντονέλα Μόρι, επικεφαλής του Προγράμματος για τη Λατινική Αμερική στο Ιταλικό Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτικών Σπουδών (ISPI). Θα μπορούσε από την άλλη πλευρά να επιδιώκει να εμποδίσει μία περαιτέρω αύξηση της παραγωγής πετρελαίου στη Γουιάνα, προκειμένου να διατηρήσει η Βενεζουέλα κεντρική θέση στο σημερινό γεωπολιτικό πλαίσιο. Η κατάσταση αυξημένης αβεβαιότητας που έχει δημιουργηθεί τείνει, στην πραγματικότητα, να αποθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις στη Γουιάνα.
Αφότου ο Νικολάς Μαδούρο ανέλαβε την εξουσία στη Βενεζουέλα το 2013, μετά το θάνατο του Ούγκο Τσάβες, ο συνδυασμός της αυξανόμενης καταπίεσης, της ανεξέλεγκτης διαφθοράς και των κυρώσεων έχει κάνει τη ζωή των απλών κατοίκων της Βενεζουέλας πολύ πιο δύσκολη και εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.