Ο Τούρκος πρόεδρος είναι φημισμένος για την αιχμηρή, συχνά κακόβουλη ρητορική του. Δεν είναι ασυνήθιστο να επιτίθεται ανελέητα στους επικριτές και τους πολιτικούς του αντιπάλους. Από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα οι γλωσσικές εκρήξεις του Ερντογάν έχουν λάβει νέα διάσταση.
Πριν από την πρόσφατη επίσκεψή του στο Βερολίνο, διεξήχθη μια έντονη συζήτηση στη Γερμανία αν η πρόσκληση δεν θα έπρεπε να ακυρωθεί. Η Γερμανία δεν θα έπρεπε να προσφέρει στον Ερντογάν μια διεθνή σκηνή για την εχθρική ρητορική του, είπαν πολλοί. Σε μία διεθνή κλίμακα των υποστηρικτών του Ισραήλ από τη μία πλευρά και των αντιπάλων του Ισραήλ από την άλλη, το Βερολίνο και η Άγκυρα αποτελούν τους ακραίους εξωτερικούς πόλους.
Έλληνες φίλοι και γνωστοί, που προφανώς δεν είναι οπαδοί του Τούρκου προέδρου, με ρωτούν αυτές τις μέρες γιατί ο καγκελάριος Σολτς ανέχθηκε την προκλητική ρητορική του φιλοξενούμενου από την Τουρκία με φαινομενικά στωική ψυχραιμία. Θα προτιμούσαν να δουν τον Σολτς -για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα του ποδοσφαίρου- να δείχνει στον Ερντογάν την κόκκινη κάρτα.
Ο καγκελάριος δεν το έκανε αυτό - για τους λόγους που εξηγώ εδώ.
Ο Όλαφ Σολτς είναι ένας μάλλον ήσυχος, ψύχραιμος και λιγόλογος πολιτικός, οι ομιλίες του είναι σύντομες και περιεκτικές. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Σολτς παρουσίασε τις γερμανικές θέσεις με συγκριτικά μεγάλη λεπτομέρεια. Χωρίς να επιτεθεί ευθέως στον Ερντογάν, ο Γερμανός καγκελάριος παρατήρησε ότι οι θέσεις των δύο πλευρών απέχουν πολύ μεταξύ τους. Το ότι και ο Ερντογάν μπόρεσε να παρουσιάσει τις θέσεις του στο θέμα του Ισραήλ –που είναι απαράδεκτες για την πλειοψηφία των Γερμανών και σίγουρα για την κυβέρνηση– εκτενώς ήταν αναπόφευκτο. Το χαμηλότερο σημείο αποτέλεσε η παρατήρηση ότι οι Τούρκοι - σε αντίθεση με τους ιστορικά επιβαρυμένους Γερμανούς - δεν φέρουν καμία ιστορική ενοχή απέναντι στους Εβραίους.
Ο Όλαφ Σολτς δεν ταράχτηκε. Πολύ θεμελιωδώς - και χαρακτηριστικά για έναν Γερμανό καγκελάριο - δήλωσε: «Δεν είναι μυστικό ότι έχουμε πολύ διαφορετικές απόψεις. Ειδικά σε δύσκολες στιγμές, πρέπει να μιλάμε απευθείας ο ένας στον άλλον».
Η προθυμία για διάλογο με τον αντίπαλο μπορεί να περιγραφεί ως μέρος του DNA της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Ο διάλογος με τον εχθρό αποτελούσε τη βασική ιδέα πίσω από την πολιτική της ύφεσης του Βίλι Μπραντ και του Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ απέναντι στην Ανατολική Ευρώπη. Η στρατηγική αυτή οδήγησε σε τελική ανάλυση στην ειρηνική επανένωση - και έτσι στον μεγαλύτερο θρίαμβο της γερμανικής διπλωματίας μετά την καταστροφή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι γερμανικές κυβερνήσεις αποκόμισαν εμπειρία στο πώς να αντιμετωπίζουν τον συχνά απρόβλεπτο Ερντογάν. Η Άνγκελα Μέρκελ είχε να συναλλάσσεται τακτικά με τον Ερντογάν κατά τη διάρκεια των 16 ετών της θητείας της. Παρόλο που ο Ερντογάν την χαρακτήρισε έμμεσα ναζίστρια και φασίστρια - χειρότερη προσβολή για πολιτικό από τη Γερμανία δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς - η Μέρκελ και ο Ερντογάν διατηρούσαν μια εποικοδομητική και πραγματιστική σχέση για πολλά χρόνια.
Διότι - και εδώ βρίσκεται το κλειδί για την κατανόηση των σχέσεων της Γερμανίας με τον Τούρκο πρόεδρο - ο Ερντογάν μπορεί να είναι απολυταρχικός, ισλαμιστής και λαϊκιστής, είναι επίσης όμως και πραγματιστής.
Παρ' όλες τις δημοσίως επικοινωνημένες διαφορές, οι συνομιλίες μεταξύ του Σολτς και του Ερντογάν έφεραν σημαντικά και συγκεκριμένα αποτελέσματα. Η Άγκυρα έκανε παραχωρήσεις στο Βερολίνο στο θέμα της δευτερογενούς μετανάστευσης, ένα θέμα το οποίο είναι πολύ σημαντικό για τη Γερμανία. Και όσον αφορά την εκπαίδευση ιμάμηδων για τα περισσότερα από τρία εκατομμύρια άτομα τουρκικής καταγωγής στη Γερμανία - ένα μόνιμο αγκάθι στις διμερείς σχέσεις - ο Ερντογάν προς έκπληξη πολλών - φαίνεται να αποδέχθηκε τη γερμανική θέση ότι στο μέλλον το προσωπικό αυτό θα πρέπει να εκπαιδεύεται στη Γερμανία και όχι πια στην Τουρκία.
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο Ερντογάν σε αντάλλαγμα αναμένει φρέσκο χρήμα από το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες, καθώς και πολιτικές παραχωρήσεις όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διευκόλυνση της έκδοσης βίζας για τους Τούρκους που θέλουν να ταξιδέψουν στην Ευρώπη.
Δυτικοί σχολιαστές συγκρίνουν τη στρατηγική του Ερντογάν με εκείνη ενός εμπόρου σε ένα παζάρι της Ανατολίας. Αυτή είναι η σκληρή, κάποιοι λένε και βρώμικη, πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που μάλλον κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα από τους Έλληνες που ετοιμάζονται να διαπραγματευτούν με τον Ερντογάν μια βιώσιμη λύση στα εθνικά τους θέματα.
*Ο Δρ Ρόναλντ Μαινάρντους είναι πολιτικός αναλυτής και σχολιαστής και Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ