Του Μιχάλη Διακαντώνη *
Ο πρόεδρος Τραμπ και οι σύμβουλοί του προσπαθούν να επιλύσουν το πρόβλημα των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ, ασπαζόμενοι θεωρίες οι οποίες έχουν περιορισμένη οπτική. Πιστεύουν εμμονικά, ότι ένα «αδύναμο» δολάριο σε συνδυασμό με τον εμπορικό προστατευτισμό είναι από μόνα τους ικανά να απαλείψουν τα αμερικανικά ελλείμματα.
Το πρόβλημα του αμερικανικού ισοζυγίου έχει και δομικά χαρακτηριστικά
Αυτό που αρνούνται να αποδεχθούν οι οικονομικοί ιθύνοντες της Ουάσιγκτον, είναι ότι το πρόβλημα με τα αμερικανικά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών είναι κυρίως δομικό και όχι μόνο θέμα ισοτιμίας με το γουάν: οφείλεται στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν μικρότερη εθνική αποταμίευση απ' ότι επένδυση και συνεπώς πρέπει να καλύπτουν αυτό το κενό με εισαγωγές από το εξωτερικό. Αυτό που πρόκειται να αλλάξει για τις ΗΠΑ με την επιβολή των δασμών, είναι όχι τόσο το μέγεθος, όσο η προέλευση αυτών των εισαγωγών (δηλαδή το αν αυτές θα προέρχονται από την Κίνα, το Βιετνάμ, το Μεξικό, τον Καναδά, την Ιαπωνία κλπ.).
Είναι ενδεικτικό, ότι τα προστατευτικά εμπορικά μέτρα -μέχρι στιγμής- υπήρξαν τελείως αναποτελεσματικά, καθώς τόσο το εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα όσο και το συνολικό εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ διευρύνθηκαν εντός του 2018. Το Μεξικό, μάλιστα, είναι η χώρα που δρέπει τους καρπούς του προστατευτισμού, καθώς τα στατιστικά στοιχεία για το τελευταίο έτος δείχνουν ότι είναι πλέον ο πρώτος εμπορικός εταίρος των ΗΠΑ (309 δισ. δολάρια), ενώ ακολουθούν διαδοχικά ο Καναδάς (306 δισ. δολάρια), η Κίνα (271 δισ. δολάρια), η Ιαπωνία (109,7 δισ. δολάρια) και η Γερμανία (92,6 δισ. δολάρια).
Η υποτίμηση του δολαρίου δε θα είναι εύκολη υπόθεση
Η προσπάθεια να υποτιμηθεί το αμερικανικό νόμισμα έναντι του γουάν προσκρούει σε δύο σοβαρά εμπόδια: Πρώτον, στην πιθανή μελλοντική επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου αλλά και των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας που θα προκαλέσουν μια περαιτέρω υποτίμηση του γουάν. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι η Κίνα παρεμβαίνει στην αγορά συναλλάγματος -όχι όμως πάντα με σκοπό να υποτιμά το νόμισμά της έναντι του δολαρίου, όπως πολλοί πιστεύουν- καθώς επιθυμεί μια χαμηλή μεν, αλλά εντός ορίων διακύμανση της συναλλαγματικής της ισοτιμίας με το δολάριο.
Αυτό φάνηκε κατά το 2015 και το 2016 όταν το Πεκίνο δαπάνησε 1 τρισ. δολάρια από τα συναλλαγματικά του αποθέματα για να στηρίξει την ισοτιμία του γουάν από υποτιμητικές πιέσεις. Ο δεύτερος και σημαντικότερος λόγος που το δολάριο είναι δύσκολο να υποτιμηθεί, είναι το καθεστώς γενικευμένης οικονομικής και γεωπολιτικής αστάθειας που επικρατεί διεθνώς.
Οι επιβραδυνόμενοι ρυθμοί ανάπτυξης στις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ευρώπη, το ζήτημα του Brexit, οι ιταλικές εκλογές, οι εντάσεις που προκαλούνται στο Κασμίρ μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, οι αναταραχές στο Χονγκ Κονγκ, οι περιπλοκές που δημιουργούνται στη Μέση Ανατολή από τις κυρώσεις στο Ιράν, η όξυνση στις διμερείς διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις Ιαπωνίας και Νότιας Κορέας και η πολιτικοοικονομική αστάθεια σε Βενεζουέλα και Αργεντινή, συνιστούν ένα εκρηκτικό μείγμα που προκαλεί μεγάλη μεταβλητότητα στις αγορές. Μοναδικό καταφύγιο σταθερότητας για τους διεθνείς επενδυτές αποτελεί το δολάριο.
Συνεπώς, όσο η αβεβαιότητα αυξάνεται –συνεπεία μεταξύ άλλων και των αμερικανικών εμπορικών πολιτικών- τόσο οι εισροές κεφαλαίων στις ΗΠΑ θα μεγεθύνονται προκαλώντας περαιτέρω ανατίμηση του αμερικανικού νομίσματος και θα υπονομεύουν εν τοις πράγμασι τις πολιτικές του Τραμπ για «φθηνό» δολάριο. Μια συνεχιζόμενη ανατίμηση του δολαρίου, ως αποτέλεσμα των φόβων για επερχόμενη ύφεση, θα λειτουργήσει ουσιαστικά ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, καθώς θα οδηγήσει τις υψηλά δανεισμένες αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες χώρες σε συναλλαγματική κρίση και σε μαζικές εταιρικές και τραπεζικές πτωχεύσεις, με απρόβλεπτες συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία.
Ανάγκη για ριζικές μεταρρυθμίσεις
Τα ανωτέρω δεδομένα μας οδηγούν στις ακόλουθες σκέψεις: Πρώτον, οι ΗΠΑ θα πρέπει με τις πολιτικές τους να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στην διατήρηση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας. Η Κίνα είναι αυτή τη στιγμή η μοναδική χώρα που εντός της ερχόμενης δεκαετίας έχει τη δυναμική να αυξήσει την εγχώρια κατανάλωση της σε υψηλότερα επίπεδα και να επηρεάσει έτσι σημαντικά τη διεθνή ζήτηση.
Είναι ενδεικτικό, ότι η εγχώρια κατανάλωση στις ΗΠΑ φθάνει στο 70% του ΑΕΠ της, ενώ στην Κίνα αντιπροσωπεύει κάτι λιγότερο από το 40%. Αν η Κίνα επιτύχει μέσους ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 8% μέχρι το 2030 και αυξήσει την εγχώρια κατανάλωσή της στο 50% του ΑΕΠ, θα ξεπεράσει ακόμη και την αμερικανική εγχώρια κατανάλωση, δημιουργώντας οφέλη για τη διεθνή οικονομία.
Στη νέα εποχή που ανατέλλει, οι ΗΠΑ θα πρέπει να γίνουν ο αποταμιευτής και η Κίνα ο καταναλωτής, αντιστρέφοντας τους ρόλους που κατέχουν σήμερα. Αυτό, προϋποθέτει ασφαλώς λήψη μέτρων και από το Πεκίνο, ώστε να δημιουργηθεί ένα υψηλότερο δίχτυ κοινωνικής προστασίας για τους Κινέζους πολίτες, γεγονός που θα τους ενθαρρύνει να μειώσουν την αποταμίευση και να αυξήσουν την κατανάλωσή τους.
Τα μέτρα αυτά, όμως, θα χρειαστούν χρόνο και συνεπώς μέχρι τότε η κινεζική οικονομική ατμομηχανή θα πρέπει να λειτουργεί εύρυθμα για το καλό όλων. Δεύτερον, οι ΗΠΑ οφείλουν να πρωτοστατήσουν σε μια προσπάθεια ευρύτερης συνεννόησης μεταξύ των ισχυρών οικονομικά δρώντων, μέσα απ' όλους τους δυνατούς διαύλους (Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, G7, G20) και ίσως και στη σύσταση νέων θεσμών (όπως ένα όργανο που θα συντονίζει αποτελεσματικότερα τις δημοσιονομικές πολιτικές σε διεθνές επίπεδο).
Τρίτον, οι ΗΠΑ –δίνοντας ένα παράδειγμα που οφείλει να ακολουθήσει και η Ευρώπη- θα πρέπει να επικεντρώσουν τις οικονομικές τους πολιτικές στην ενίσχυση των δημοσίων υποδομών, της υγείας, της εκπαίδευσης, των νέων τεχνολογιών, καθώς και στην προσπάθεια μείωσης των εισοδηματικών ανισοτήτων που τροφοδοτούν την κοινωνική έκρηξη και τη μισαλλοδοξία. Σε διαφορετική περίπτωση, ο Τραμπ κινδυνεύει να χρεωθεί όχι μόνο τις αστοχίες της εμπορικής του πολιτικής, αλλά και την ατολμία που επιδεικνύουν εδώ και μια δεκαετία οι οικονομικοί δρώντες σε ΗΠΑ και Ευρώπη, οδηγώντας την παγκόσμια οικονομία σε μια νέα κρίση γιγαντιαίων διαστάσεων.
* Ο Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος, με μεταπτυχιακές σπουδές στις διεθνείς σχέσεις, συντονιστής έρευνας στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης (ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ.) του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και επιστημονικός συνεργάτης του Ελληνικού Ινστιτούτου Πολιτιστικής Διπλωματίας.
Φωτογραφία AP