Εκατό ημέρες πριν τις κάλπες των ευρωεκλογών, το βλέμμα στρέφεται στην Πορτογαλία και στο εάν θα αποτελέσει τον τελευταίο «σταθμό» στην πορεία της αλματώδους ανόδου που καταγράφουν πανευρωπαϊκά δυνάμεις της Άκρας Δεξιάς, «πατώντας» πάνω σε υποσχέσεις για αυστηροποίηση του πολιτικού πλαισίου για τη μετανάστευση και άμβλυνση της «πράσινης» ατζέντας των Βρυξελλών.
Η δημοσκοπική εικόνα εν όψει των πρόωρων βουλευτικών εκλογών της 10ης Μαρτίου δεν είναι ενθαρρυντική, καθώς εμφανίζει το ένα πέμπτο το ψήφων να κατευθύνεται στο λαϊκιστικό ακροδεξιό Chega (Αρκετά). Το κόμμα που το 2019 είχε κερδίσει την πρώτη έδρα για την Ακροδεξιά από το τέλος της δικτατορίας το 1974 (με το 1,3% των ψήφων), έφθασε στο 7,3% στις κάλπες του 2022 και σήμερα εμφανίζεται να έχει κάνει ακόμη μεγαλύτερο άλμα ξεπερνώντας το φράγμα του 20%.
Εφόσον οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιωθούν, το Chega ίσως φθάσει να αναδειχθεί μέχρι και σε ρυθμιστικό παράγοντα του μετεκλογικού τοπίου στην Πορτογαλία.
Το απερχόμενο κεντροαριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) αναμένεται να αποσπάσει τις περισσότερες ψήφους (29%), όχι όμως αρκετές για να συγκροτήσει κυβέρνηση και να παραμείνει στην εξουσία. Η κεντροδεξιά Δημοκρατική Συμμαχία (ΑD) -αποτελούμενη από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PSD) και το Λαϊκό Κόμμα (CDS/PP)- έπεται με ποσοστό 27%, αλλά συνδυαστικά τα κόμματα της δεξιάς οδεύουν προς κατάκτηση των περισσότερων εδρών στο Κοινοβούλιο. Το ερώτημα σε αυτή την περίπτωση είναι εάν αθροίζουν αρκετές έδρες χωρίς να χρειαστούν τη στήριξη της Ακροδεξιάς.
Ο ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών Λουίς Μοντενέγκρο έχει δεσμευτεί προεκλογικά να μην σχηματίσει κυβέρνηση με την Άκρα Δεξιά. Στις κάλπες ελπίζει ότι η Δημοκρατική Συμμαχία (AD) από κοινού με την κεντροδεξιά Φιλελεύθερη Συμμαχία (IL) θα λάβουν αρκετές έδρες ώστε να μην χρειάζονται την υποστήριξη του Chega. Εάν αυτό δεν συμβεί, η Ακροδεξιά θα βρεθεί να αποφασίζει εάν θα εμποδίσει τον σχηματισμό κυβέρνησης υπό την Δημοκρατική Συμμαχία ή εάν θα ανοίξει το δρόμο στον Λουίς Μοντενέγκρο να αναλάβει την πρωθυπουργία προσπαθώντας να επηρεάσει τις πολιτικές της κυβέρνησης χωρίς να συμμετέχει σε αυτήν.
Ο αρχηγός του Chega Αντρέ Βεντούρα, πρώην σχολιαστής ποδοσφαιρικών αγώνων, επιμένει πάντως εδώ και καιρό ότι δεν θα στηρίξει έναν κυβερνητικό συνασπισμό της δεξιάς εάν δεν μετέχει επίσημα σε αυτόν. Ο ίδιος επενδύει σταθερά στις αντιμεταναστευτικές κορόνες και εστιάζει στην καταπολέμηση της διαφθοράς, δρέποντας, τουλάχιστον δημοσκοπικά μέχρι στιγμής, τους καρπούς από τα πολλαπλά σκάνδαλα διαφθοράς που έχουν τροφοδοτήσει την οργή των ψηφοφόρων.
Η αιφνιδιαστική παραίτηση του Σοσιαλιστή πρωθυπουργού Αντόνιο Κόστα τον περασμένο Νοέμβριο ήλθε ακριβώς στη σκιά έρευνας για διαφθορά που άγγιζε στενούς συνεργάτες του, με αποτέλεσμα η Πορτογαλία να οδηγείται σε πρόωρες εκλογές για δεύτερη φορά σε δύο χρόνια. Στα μέσα Δεκεμβρίου, ο Αντόνιο Κόστα αντικαταστάθηκε στην ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος από τον 46χρονο πρώην υπουργό Υποδομών Πέδρο Νούνο Σάντος.
Σε αντίθεση με πολλά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τη Φινλανδία έως την Ιταλία, μέχρι σήμερα η Ακροδεξιά είχε αποτύχει να ισχυροποιηθεί στην Πορτογαλία, η οποία τον Απρίλιο γιορτάζει μισό αιώνα από την Επανάσταση των Γαρυφάλλων που ανέτρεψε το καθεστώς Εστάντου Νόβου του 1974.
Εάν το Chega πράγματι συγκεντρώσει τα ποσοστά που του δίνουν οι μετρήσεις, θα είναι το τελευταίο σήμα συναγερμού για τις ευρωπαϊκές ηγεσίες και τους κοινοτικούς θεσμούς καθ’ οδόν προς τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, στις οποίες δυνάμεις της λαϊκιστικής και ευρωσκεπτικιστικής δεξιάς βρίσκονται σε τροχιά κατάκτησης της πρώτης θέσης σε Γαλλία, Αυστρία, Βέλγιο, Ιταλία και Ολλανδία, και καταγράφουν υψηλά ποσοστό στη Γερμανία, τη Σουηδία και την Ισπανία.
Όσον αφορά το πολιτικό τοπίο στην Πορτογαλία, πέραν των σκανδάλων διαφθοράς -που δεν αγγίζουν μόνο τους Σοσιαλιστές αλλά και πολιτικούς του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος- η στεγαστική κρίση, οι χαμηλοί μισθοί και ένα δημόσιο σύστημα υγείας που πάσχει βρίσκονται επίσης πίσω από τη διάβρωση της εμπιστοσύνης στα δύο βασικά κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία εδώ και δεκαετίες.
Ο Λουίς Μοντενέγκρο του PDS έχει απορρίψει μεν οποιαδήποτε συνεργασία με την Ακροδεξιά, ωστόσο ορισμένοι αναλυτές είναι επιφυλακτικοί εάν έπειτα από οκτώ χρόνια στην αντιπολίτευση το κεντροδεξιό κόμμα θα τηρήσει αυτή τη δέσμευση, στην περίπτωση που χρειάζεται τις ψήφους του Chega για να εξασφαλίσει την πλειοψηφία, σημειώνει ο Guardian. Ο Αντόνιο Κόστα Πίντο, πολιτικός επιστήμονας στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Λισαβόνας, εκτιμά ότι ο κλοιός ασφαλείας γύρω από τα ακροδεξιά κόμματα «δεν έχει λειτουργήσει για άλλες ευρωπαϊκές δημοκρατίες, και η Πορτογαλία θα αποτελέσει ένα ακόμη παράδειγμα».
Ο Πέδρο Νούνο Σάντος από πλευράς του έχει δηλώσει ότι δεν θα εμποδίσει το σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας με επικεφαλής την κεντροδεξιά, σε περίπτωση που τερματίσει πρώτη αλλά χωρίς απόλυτη πλειοψηφία. Οι Σοσιαλιστές ελπίζουν πως, όπως και στο παρελθόν κατά την πρώτη κυβέρνηση μειοψηφίας του Αντόνιο Κόστα (2015-2019), θα μπορούσαν να βασιστούν στον κομμουνιστικό-πράσινο Ενιαίο Δημοκρατικό Συνασπισμό (CDU) ή στο Αριστερό Μπλοκ για να παραμείνουν στην εξουσία. Δεν είναι σαφές αν ο Πέδρο Νούνο Σάντος θα εξέταζε επίσης το ενδεχόμενο να συμπεριλάμβανε σε υπουργικό του συμβούλιο μέλη της ακροαριστεράς. Παρόλα αυτά, είναι απίθανο τα αριστερά κόμματα να μπλοκάρουν το σχηματισμό κυβέρνησης υπό την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, σημειώνεται σε ανάλυση της εταιρείας εκτίμησης πολιτικού κινδύνου Teneo.