Για την Ιρένα Ραντέτσκα, κάτοικο της Χερσώνας, η καταστροφική πλημμύρα της πόλης της, που προκλήθηκε από την καταστροφή του γιγαντιαίου φράγματος Καχόβκα είναι το τελευταίο κεφάλαιο σε πάνω από ένα χρόνο βασάνων, που ξεκίνησαν από τη ρωσική εισβολή.
«Λένε ότι ένας νέος έρωτας σκοτώνει τον παλιό. Ίσως το ίδιο συμβαίνει με τις τραγωδίες», είπε η 52χρονη Ραντέτσκα, η οποία είναι αναπληρώτρια διευθύντρια σχολείου στη νότια ουκρανική πόλη.
Λίγα μέρη έχουν νιώσει το μέγεθος των δεινών που βιώσει η Χερσώνα από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Λίγοι άνθρωποι σήκωσαν περισσότερο φορτίο από αυτό που σήκωσε η Ραντέτσκα, η οποία είπε ότι έχει επιβιώσει από φυλάκιση, ξυλοδαρμούς και βομβαρδισμούς πυραύλων.
Η πόλη, με πληθυσμό 280.000 εν καιρώ ειρήνης, καταλήφθηκε από τις ρωσικές δυνάμεις στις 2 Μαρτίου 2022. Απελευθερώθηκε από τα ουκρανικά στρατεύματα στις αρχές Νοεμβρίου, αλλά έκτοτε βρίσκεται υπό τακτικούς ρωσικούς βομβαρδισμούς από την ανατολική πλευρά του ποταμού Δνείπερου.
Και τώρα, μεγάλες εκτάσεις της Χερσώνας και των γύρω χωριών βυθίστηκαν την περασμένη εβδομάδα μετά την καταστροφή του φράγματος Καχόβκα, 55 χλμ ανάντη. Μια καταστροφή για την οποία το Κίεβο και η Μόσχα αλληλοκατηγορούνται.
Αυτές τις μέρες, το σχολείο της Ραντέτσκα διδάσκει μόνο διαδικτυακά λόγω του κινδύνου βομβαρδισμών. Οι μαθητές περιλαμβάνουν 31 στην ανατολική όχθη που ελέγχεται από τη Ρωσία, η οποία επλήγη ιδιαίτερα από τις πλημμύρες, συμπεριλαμβανομένης της πόλης Ολέσκι.
«Από όσο γνωρίζουμε, η Ολέσκι πλημμύρισε... η σύνδεση κινητής τηλεφωνίας εκεί είναι πολύ κακή. Είναι πολύ περιορισμένοι στις μετακινήσεις τους. Μετά υπάρχει το ψυχολογικό ζήτημα», είπε στο Reuters, αναφερόμενη στο τραύμα των ανθρώπων.
Φρικαλεότητες την περίοδο της ρωσικής κατοχής
Ο Λέονιντ Ρεμίχα, επικεφαλής γιατρός ενός από τα νοσοκομεία της Χερσώνας, είπε πως μεγάλος αριθμός ανθρώπων έτρεξαν σε νοσοκομεία μετά την έκρηξη του φράγματος που συνέβη την περασμένη Δευτέρα. Ήταν μούσκεμα και ταραγμένοι. «Την πρώτη μέρα δεχθήκαμε 136 άτομα... ήταν όλοι σε κατάσταση άγχους».
Όσα συνέβησαν με την καταστροφή του φράγματος ήταν μια νέα τραγωδία για τη Ραντέτσκα και τον Ρεμίχα. Που ήρθε να προστεθεί σε απειλές, φυλακίσεις και βασανιστήρια που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής, όπως είπαν.
Το Reuters δεν μπόρεσε να επαληθεύσει ανεξάρτητα τις καταγγελίες αυτές για κακοποιήσεις. Η Μόσχα αρνείται διαρκώς κακοποιήσεις αμάχων ή στρατιωτών.
Ο 69χρονος Ρεμίχα τόνισε ότι ο ρωσικός στρατός διέταξε τη διοίκηση του νοσοκομείου να περιθάλπτει Ρώσους στρατιώτες. Και αυτή η διαταγή δόθηκε «με ένα πιστόλι στον κρόταφο».
Ο γιατρός αφηγήθηκε ότι το προσωπικό του νοσοκομείου πήρε το ρίσκο για να παράσχει βοήθεια σε ντόπιους Ουκρανούς στρατιώτες που έμειναν στην πόλη μετά την ρωσική κατοχή. Κάτι που απαγορευόταν από τις ρωσικές κατοχικές αρχές.
«Τους προσφέραμε φροντίδα, τους εγγράψαμε με πλαστά ονόματα και επώνυμα για να μην τους πιάσει η FSB», είπε, αναφερόμενος στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλεία της Ρωσίας. «Τους δώσαμε κρυφά εξιτήρια από τα νοσοκομεία, ώστε ο ντόπιος πληθυσμός να τους πάρει και να τους προσφέρει καταφύγιο».
Ο Ρεμίχα είπε ότι αφού απολύθηκε λόγω της φιλοουκρανικής του στάσης, κρύφτηκε για έξι εβδομάδες, αλλά συνελήφθη από την FSB στις 20 Σεπτεμβρίου.
«Με ανέκριναν δύο φορές κάθε μέρα. Και οι ανακρίσεις αυτές γινόντουσαν με κακοποίηση... για παράδειγμα ηλεκτροσόκ, χτυπήματα με ρόπαλο στα πλευρά, τα πόδια, τα γόνατα και τα δάχτυλα», είπε.
Σύμφωνα με τον ίδιο, την τρίτη ημέρα της σύλληψής του, οι Ρώσοι ανακάλυψαν ότι ήταν γιατρός και η αντιμετώπισή του σταμάτησε να είναι τόσο βίαιη. Αφέθηκε ελεύθερος μετά από 10 μέρες.
Η Ραντέτσκα εξιστόρησε επίσης τη φυλάκιση της και τα βασανιστήρια που υπέστη υπό την ρωσική κατοχή. Το καλοκαίρι του 2022 είπε ότι απέρριψε την πρόταση να επιστρέψει στη δουλειά στο σχολείο της.
Όταν πήγε στο σχολείο στις 17 Αυγούστου για να μαζέψει τα υπάρχοντά της, τσακώθηκε με τον νέο διευθυντή, γεγονός που την οδήγησε στη σύλληψή της την επόμενη μέρα από αξιωματικούς της FSB που της είπαν ότι βρίσκεται αντιμέτωπη με 25 χρόνια κάθειρξης για τρομοκρατία.
«Το κελί προοριζόταν για δύο άτομα, αλλά ήμασταν επτά άτομα εκεί μέσα». «Υπήρχαν δύο στενά κρεβάτια και όλοι οι άλλοι κοιμόντουσαν στο πάτωμα».
Η Ραντέτσκα ανέφερε ότι ξυλοκοπήθηκε, με αποτέλεσμα τραυματισμούς στη σπονδυλική της στήλη. Ακόμη δεν έχει αναρρώσει. Είπε ότι αφέθηκε ελεύθερη μετά από εννέα ημέρες, αφού της προσφέρθηκαν οι επιλογές ή να βιντεοσκοπηθεί σε ένα βίντεο ζητώντας συγγνώμη «για τις πράξεις της» ή να εκτελεστεί.
Η FSB της Ρωσίας δεν απάντησε αμέσως όταν της ζητήθηκε να σχολιάσει τους ισχυρισμούς των Ρεμίχα και Ραντέτσκα.
Το Reuters είχε προηγουμένως αναφέρει για φερόμενα βασανιστήρια και κακοποιήσεις από τις ρωσικές αρχές στη Χερσώνα.
Η Μόσχα έχει απορρίψει τους ισχυρισμούς για κακοποίηση αμάχων και στρατιωτών στην Ουκρανία και έχει κατηγορήσει τις ουκρανικές αρχές ότι οργανώνουν τέτοιες καταχρήσεις σε μέρη όπως η Μπούτσα, κάτι που το Κίεβο απορρίπτει ως ψέμα.
Απελευθέρωση και βομβαρδισμοί
Η απελευθέρωση της Χερσώνας προκάλεσε αγαλλίαση σε πολλούς κατοίκους, συμπεριλαμβανομένων των Ραντέτσκα και Ρεμίχα. Αλλά η ευφορία δεν κράτησε πολύ. Πυρά και πύραυλοι από την άλλη πλευρά του Δνείπερου άρχισαν να πλήττουν την πόλη σχεδόν καθημερινά.
Η Ραντέτσκα είπε ότι το σχολείο της είχε πληγεί πολλές φορές, συμπεριλαμβανομένης της ημέρας πριν από την έκρηξη του φράγματος.
«Δεν είχαμε καν χρόνο να το επεξεργαστούμε και να συνηθίσουμε αυτή τη σκέψη (του βομβαρδισμού του σχολείου) όταν ξέσπασε μια άλλη τραγωδία».
«Σήμερα, μάλλον δεν υπάρχει ούτε μια οικογένεια που να μην έχει αντιμετωπίσει τις συνέπειες του πολέμου είτε είναι θάνατος, καταστροφή ή φόβος. Οι άνθρωποι έχουν γίνει διαφορετικοί. Τα παιδιά έχουν γίνει αισθητά διαφορετικά, έχουν ωριμάσει περισσότερο».
Όπως πολλοί κάτοικοι που παραμένουν, η Ραντέτσκα είναι πεπεισμένη ότι η πόλη θα ανακάμψει και θα ευδοκιμήσει, αλλά είπε ότι αναμένει ότι η διαδικασία θα είναι μακρά και δύσκολη.
Από τα περίπου 1.400 παιδιά που είναι εγγεγραμμένα στο σχολείο της, λίγο περισσότερα από 100 εξακολουθούν να βρίσκονται στην περιοχή Χερσώνας. Τα υπόλοιπα βρίσκονται σε άλλες περιοχές της Ουκρανίας ή στο εξωτερικό.
Ο Ρεμίχα είπε ότι λίγο περισσότερο από το μισό προσωπικό του νοσοκομείου του, περίπου 1.200 πριν από την εισβολή, παρέμεινε. Από το σύνολο του εργατικού δυναμικού, μόνο 12 κατέφυγαν σε περιοχές που ελέγχονται από τη Ρωσία όταν επέστρεψαν οι ουκρανικές δυνάμεις.
«Πρέπει να δείξουμε σε ολόκληρο τον κόσμο και στους εαυτούς μας ότι η Χερσώνα είναι μια πόλη ανθρώπων που αγαπούν την ελευθερία και παρά όλα όσα έχουν συμβεί, σίγουρα θα επιβιώσουμε εδώ», είπε.