Ένα «σινιάλο» για λιγότερες μειώσεις επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει ένα αξιοσημείωτο sell-off σε μετοχές και αμερικανικά ομόλογα, που οδήγησε τον S&P 500 στη μεγαλύτερη πτώση από τις 5 Αυγούστου. Πόσο πιθανό είναι να μην προχωρήσει σε καμία μείωση επιτοκίων η Fed μέσα στο 2025 και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις μίας τέτοιας εξέλιξης; Η αλλαγή πλεύσης, με πλήρη παύση της νομισματικής χαλάρωσης ή ακόμα και αύξηση των επιτοκίων, ιδιαίτερα στην περίπτωση ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου, αποτελεί σήμερα τον παράγοντα «Χ» για τις αγορές.
Υπενθυμίζεται ότι ο συνδυασμός αδύναμων οικονομικών στοιχείων για την οικονομία των ΗΠΑ και η αύξηση των επιτοκίων από την Bank of Japan, έκαναν στις αρχές Αυγούστου τους επενδυτές να… αναθεωρήσουν το κατά πόσο είναι υπερβολικές οι αποτιμήσεις των τεχνολογικών μετοχών. Στη συνέχεια, βέβαια, ήρθαν οι διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων από Fed και ΕΚΤ, καθώς και νέα στοιχεία που αποδείκνυαν την ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας, να… βάλουν τα πράγματα στη θέση τους και να συνεχιστεί το ράλι.
Αυτό που συνέβη την περασμένη Τετάρτη, με τον S&P 500 να χάνει 2,95%, τον Nasdaq να υποχωρεί κατά 3,56% και τον βιομηχανικό Dow Jones να συμπληρώνει ένα πτωτικό σερί 10 διαδοχικών συνεδριάσεων με συνολικές απώλειες 6%, ήταν ένα «καμπανάκι» για το μέλλον ή ακόμα και μία προβολή για το πως θα κινηθούν οι αγορές μέσα στο 2025. Η ανοδική τάση μπορεί να συνεχιστεί αλλά κάθε βήμα προς τα πίσω, είτε από τη Fed είτε σε επίπεδο οικονομικών στοιχείων και πληθωρισμού, θα προκαλεί αναταράξεις και σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβολική μεταβλητότητα στις αγορές.
Για κάποιους, το sell-off της Τετάρτης ήταν μία υγιής αντίδραση των επενδυτών στις επιφυλακτικές προβλέψεις της Fed. Στην ουσία, ο Πάουελ επανάφερε τις αγορές στην πραγματικότητα, προειδοποιώντας ότι το χρήμα δε θα γίνει τόσο φθηνό όσο οι αγορές είχαν προεξοφλήσει, «δείχνοντας» μόνο 2 μειώσεις επιτοκίων μέσα στο 2025. Μέσα σε λίγες μόνο ώρες οι πιθανότητες να διατηρηθούν αμετάβλητα τα επιτόκια καθ’ όλη τη διάρκεια του νέου έτους, σχεδόν διπλασιάστηκαν, σύμφωνα με το FedWatch Tool, από το 9% στο 17,4% για να υποχωρήσουν στη συνέχεια στο 14%. Μάλιστα, στη δεδομένη χρονική στιγμή, τα πονταρίσματα των επενδυτών «δείχνουν» ότι αναμένεται μόνο μία μείωση επιτοκίων στο επόμενο δωδεκάμηνο.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, στις αγορές όταν η Fed πατάει «pause» στη νομισματική χαλάρωση; Την απάντηση προσπαθεί να δώσει η Citi εξετάζοντας παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν. Σύμφωνα με την αμερικανική τράπεζα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 έχουν καταγραφεί 12 περιπτώσεις παύσης της νομισματικής χαλάρωσης. Τρεις από αυτές οδήγησαν σε μεγάλα sell-off στην αγορά ομολόγων, παρόμοιας κλίμακας με την περασμένης Τετάρτης. Οι δύο από αυτές τις περιπτώσεις ήταν στο τέλος του κύκλου χαλάρωσης, το 1998 και το 2003, ενώ η τρίτη ήταν απλώς μία παύση (συνεχίστηκε αργότερα η χαλάρωση) το 1989. Κάθε περίπτωση, βέβαια, είναι διαφορετική και με διαφορετικές συνθήκες. Το θέμα είναι ότι αν η Fed αναγκαστεί να μειώσει τα επιτόκια, οι επενδυτές θα καλωσορίσουν το γεγονός ότι το χρήμα γίνεται φθηνότερο, αλλά την ίδια ώρα ο… εξαναγκασμός της Fed συνεπάγεται ότι η οικονομία κινδυνεύει με ύφεση.
Οι επενδυτές, λοιπόν, έρχονται αντιμέτωποι και με μία άλλη πραγματικότητα που έχει να κάνει με το γεγονός ότι σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να επιστρέψουμε στα μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια της περασμένης δεκαετίας. Επομένως, καλούνται να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον όπου η εποχή της άπλετης ρευστότητας έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Μίας εποχής που ευθύνεται για τις υπερβολές σε μετοχές, ομόλογα κλπ, καθώς και για τη μεγαλύτερη φούσκα όλων των εποχών, η οποία εξαπλώνεται σε όλο το μήκος και πλάτος των παγκόσμιων αγορών.
Επόμενο σημείο αναφοράς για τους επενδυτές είναι η ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ και οι πρώτες κινήσεις του στο μέτωπο της οικονομίας και του εμπορίου. Η επιβολή δασμών 50% στα κινεζικά προϊόντα θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Από κει και πέρα, η αντιμετώπιση της Ευρώπης και άλλων οικονομιών (όπως του Καναδά που απειλείται με δασμούς 25%) θα παίξει ρόλο στο κατά πόσο θα δούμε αντίποινα και ένα ντόμινο επιβολής δασμών που θα πυροδοτήσει παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο.