Ένα από τα βασικά επιχειρήματα του Κρεμλίνου για την εισβολή στην Ουκρανία, ήταν η «προστασία του ρωσόφωνου πληθυσμού». Κατά τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, η Ρωσία κατέλαβε μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή του Χάρκοβο αλλά και στον Νότο, γεγονός που αναπτέρωσε τις ελπίδες του «σωβινιστικού κόμματος» για την προσάρτηση αυτών των περιοχών και την επέκταση της «Αγίας Ρωσικής Αυτοκρατορίας».
Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε πως οι ουκρανικές αντεπιθέσεις, οι οποίες εκδίωξαν τους Ρώσους εισβολείς στις δύο προαναφερόμενες περιοχές, αποτελούν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της ρωσικής επιρροής σε αυτές. Είναι γνωστό πως τόσο βορειοανατολικά, όσο και νότια, η λεγόμενη ρωσόφωνη κοινότητα, είχε ειδικό βάρος στην πολιτική ζωή της χώρας. Μετά την έναρξη του υβριδικού πολέμου το 2014, μάλιστα, λειτούργησε ως εναλλακτικό παράδειγμα και αντίβαρο στην διακηρυγμένη ευρωατλαντική επιλογή του Κιέβου και της ουκρανικής κοινωνίας στο σύνολό της.
Οι τοπικές ελίτ στις περιοχές αυτές, έκαναν ένα μοιραίο και ολέθριο λάθος στην αρχή του πολέμου, ταυτιζόμενες με τους εισβολείς. Ουσιαστικά, είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στη συνεργασία με τους εισβολείς ή την αυτονόμησή τους και τη συνακόλουθη ταύτισή τους με το πατριωτικό μέτωπο των Ουκρανών. Η δεύτερη επιλογή, όπως ήταν φυσικό, τους μετατόπισε από την πρώτη γραμμή της πολιτικής σε δεύτερους ή ακόμη και τρίτους ρόλους, καθιστώντας τους περιφερειακές φιγούρες.
Αξίζει να αναφερθεί, για ιστορικούς λόγους, πως η ρωσική εισβολή έγινε σε εκείνες τις περιοχές, όπου πριν από δύο χρόνια, τα φιλορωσικά κόμματα είχαν καταγράψει σημαντικές επιτυχίες στις εκλογές. Η «Αντιπολιτευτική Πλατφόρμα» του Βίκτωρα Μεντβεντσούκ, κουμπάρου του Πούτιν και ολιγάρχη, είχε καταφέρει να κερδίσει στις εκλογές για την ανάδειξη περιφερειακών συμβουλίων στις περιοχές Ζαπαρόζια, Μικολάεφ, Οδησσού και Χερσώνας.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση που διεξήγαγε το Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας του Κιέβου τον Φεβρουάριο του 2022 το 53% των κατοίκων στις ανατολικές επαρχίες της Ουκρανίας αντιμετώπιζαν θετικά την Ρωσία, ενώ στις νότιες το ποσοστό αυτό άγγιζε το 45%. Αντίστοιχα, το 22% στην περιοχή του Λουγκάνσκ και το 11% στην περιοχή της Χερσώνας, έβλεπαν με θετικό μάτι τη γειτονική τους χώρα.
Δύο μήνες μετά την έναρξη του πολέμου, τον Μάιο του 2022 σε δημοσκόπηση που διεξήγαγε ο ίδιος φορέας, τα ποσοστά άλλαξαν δραματικά. Μόλις το 4% των κατοίκων των ανατολικών περιοχών εκφράστηκαν θετικά για την Ρωσία και το 1% των νότιων. Αντιθέτως, η υποστήριξη της Ουκρανίας, άγγιξε επίπεδα ρεκόρ, με το 69% των κατοίκων των ανατολικών περιοχών να στηρίζουν την πολιτική του Κιέβου και το 81% των νότιων περιοχών.
Ανάλογες, όμως, ήταν και οι μετακινήσεις στο ιδεολογικό επίπεδο και στο εθνικό φρόνημα των κατοίκων αυτών των περιοχών. Σύμφωνα με έρευνα της κοινής γνώμης που διεξήγαγε το «Ινστιτούτο δημοκρατικών πρωτοβουλιών» από κοινού με το «Κέντρο Ερευνών Ρζουμκόφ» τον Απρίλιο του 2022 θετικά αντιμετώπιζαν την προσωπικότητα του ηγέτη της Οργάνωσης Ουκρανών Εθνικιστών Στεπάν Μπαντέρα το 65% των κατοίκων των ανατολικών περιοχών και το 54% των νότιων, όταν το 2021 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 11%. Επιπλέον, σήμερα το 68% των κατοίκων των νότιων περιοχών δηλώνουν πως η ουκρανική γλώσσα είναι η μητρική τους και το 53% των ανατολικών. Ωστόσο, το 49% δηλώνουν δίγλωσσα στις νότιες περιοχές και το 47% στις ανατολικές.
Οι αλλαγές στις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις και τις προτιμήσεις των κατοίκων, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, υποχρέωσε μία σειρά πολιτικών τοπικής εμβέλειας, να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους, προκειμένου να διασώσουν το πολιτικό τους μέλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι ο δήμαρχος της Οδησσού Γκενάντι Τρουχάνοφ, ο οποίος υποστήριξε ασμένως την απόσυρση του μνημείου της Μεγάλης Αικατερίνης, όταν πέρσι, ο ίδιος εξέφραζε τη σθεναρή του άρνηση.
Τους τελευταίες δέκα μήνες διεξαγωγής του πολέμου, παρατηρήθηκε και ένα άλλο αξιοσημείωτο γεγονός που έχει σχέση με τον μικρό αριθμό τοπικών αρχόντων και αξιωματούχων, οι οποίοι συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις κατοχής. Αυτό, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον αριθμό εκείνων που συνεργάστηκαν με τους Ρώσους το 2014 στην Κριμαία και στο Ντονμπάς, οι οποίοι σχεδόν αυτόματα εντάχθηκαν στον μηχανισμό και την ιεραρχία των δυνάμεων κατοχής, όπου και παραμένουν μέχρι σήμερα.
Τα πιο γνωστά παραδείγματα δοσιλογισμού είναι ο Βλαντίμιρ Σαλντό, πρώην επιφανής πολιτικός της Χερσώνας, ο οποίος ανέλαβε επικεφαλής της διορισμένης από τους Ρώσους περιφερειακής διοίκησης. Αξίζει να αναφέρουμε, όμως, τον μυστηριώδη θάνατο σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα του Κυρίλ Στρεμοούσοφ, τη δολοφονία κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες του Αλεξέι Κοβαλιόφ, επιχειρηματία της Χερσώνας και βουλευτή. Παράλληλα, Ουκρανοί παρτιζάνοι σκότωσαν τον δήμαρχο της Κρεμενάγια Βλαντίμιρ Στρουκ, πρώην εξέχοντα πολιτικό στο Λουγκάνσκ, ενώ τον Αλεξάντρ Ρζάφσκι, πολιτικό που είχε ταχθεί υπέρ του διαλόγου με την Ρωσία, τον σκότωσαν Ρώσοι πλατσικολόγοι στην Μπούτσα.
Η συνεργασία πολλών πολιτικών στελεχών των περιοχών αυτών με τις δυνάμεις εισβολής, απελευθέρωσε την κεντρική εξουσία στο Κίεβο, η οποία χωρίς δισταγμό έθεσε εκτός νόμου 12 πολιτικά κόμματα, τα οποία διατηρούσαν στενούς δεσμούς με το Κρεμλίνο. Ανάμεσα σε αυτά ήταν η «Αντιπολιτευτική πλατφόρμα - Για τη ζωή» και το «Αντιπολιτευτικό Μέτωπο».
Η δια νόμου απαγόρευση αυτών των κομμάτων, είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση και των κοινοβουλευτικών τους ομάδων στο Κοινοβούλιο της Ουκρανίας, αλλά και των κομματικών τους ομάδων στα όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης της χώρας.
Ορισμένα στελέχη αυτών των κομμάτων προσπαθούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, τασσόμενα υπέρ της εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας τους και λαμβάνοντας μέρος στις πολεμικές συγκρούσεις.
Έτσι έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στις ανατολικές και νότιες περιοχές της Ουκρανίας.
Τι σημαίνει αυτό για την ίδια την Ρωσία;
Το πρώτο συμπέρασμα που αβίαστα προκύπτει, είναι πως το σχέδιο του Κρεμλίνου για «αξιοποίηση» της ρωσόφωνης Ουκρανίας, απέτυχε παταγωδώς. Αντί να συναντήσουν τις ρωσικές ορδές με ψωμί κι αλάτι, κατά την παράδοση των ανατολικών σλαβικών φύλων, οι κάτοικοι των νότιων και ανατολικών περιοχών της Ουκρανίας, βιώνοντας τη βία και την αυθαιρεσία του «ρωσικού κόσμου» απέρριψαν την «προσφορά» και στράφηκαν προς το εθνικό του κέντρο. Η ευθύνη για αυτή τη ριζική μεταστροφή βαραίνει απολύτως το Κρεμλίνο και εκείνους τους συμβούλους που εμπιστεύτηκε.
Ανεξάρτητα από το πώς και πότε θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος, στο πολιτικό σκηνικό της Ουκρανίας, δεν θα υπάρχει θέση για φιλορωσικά κόμματα, όπως η «Αντιπολιτευτική πλατφόρμα» του Μεντβεντσούκ, τον οποίο οι ουκρανικές αρχές, μετά τη σύλληψη του για εσχάτη προδοσία, αντάλλαξαν με ηρωικούς μαχητές του Αζόφσταλ, οι οποίοι είχαν αιχμαλωτιστεί.
Το κενό που δημιουργείται από την απόσυρση του παλαιού κομματικού συστήματος και των εκπροσώπων του σε αυτές τις περιοχές, είναι ευνόητο πως θα προσπαθήσουν να καλύψουν τα υπόλοιπα κόμματα και, κυρίως, το κόμμα «Υπηρέτης του λαού» του προέδρου Ζελένσκι. Ήδη μια σειρά νέων στελεχών αναδεικνύονται μέσα από τις φλόγες του πολέμου, τα οποία μεταπολεμικά θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ανοικοδόμηση της χώρας και στην πορεία της προς τη μεγάλη, ευρωπαϊκή οικογένεια.