2021: Η βία στο Ιράκ όχι μόνο δεν έχει αμβλυνθεί, αλλά αντιθέτως αυξάνεται συνεχώς. Από τη μία, έχουμε τις τουρκικές επιχειρήσεις και τους βομβαρδισμούς εναντίον μαχητών του ΡΚΚ οι οποίοι έχουν βρει καταφύγιο στα βουνά του Ιρακινού Κουρδιστάν.
Από την άλλη, έχουμε σκληροπυρηνικούς Σιίτες μαχητές να πλήττουν αμερικανικούς στόχους - αν και οι επιθέσεις αυτές έχουν μειωθεί μετά την εκλογή Μπάιντεν. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, ωστόσο, για την ασφάλεια του Ιράκ είναι η επανεμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους.
Το Ιράκ σήμερα στρέφεται ξανά προς στο ΝΑΤΟ για την αντιμετώπιση των τζιχαντιστών και, ταυτόχρονα, πρέπει να διαχειριστεί την ολοένα αυξανόμενη στρατιωτική παρουσία της νατοϊκής Τουρκίας στο βόρειο τμήμα της χώρας. Με αυτά τα δύο θέματα θα ασχοληθώ στο παρόν άρθρο.
Η προηγούμενη διακυβέρνηση του Ιράκ ήταν σαφώς πιο φιλοϊρανική και αυτό φαινόταν από την ανεξέλεγκτη δράση των Σιιτών πολιτοφυλακών στο έδαφος του Ιράκ αλλά και από τις προβληματικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Όμως η κυβέρνηση του Adil Abdul-Mahdi έπεσε μετά τις αιματηρές διαδηλώσεις του Οκτωβρίου του 2019.
Έπειτα από διαπραγματεύσεις, την πρωθυπουργία της χώρας ανέλαβε, τον Μάιο του 2020, ο Mustafa al-Kadhimi. Ο Σιίτης al-Kadhimi, δεν ανήκει σε κάποιο πολιτικό κόμμα και θεωρείται μετριοπαθής και μεταρρυθμιστής. Πριν το 2003, υπήρξε δημοσιογράφος και εξόριστος στο γειτονικό Ιράν απ’ όπου δημοσίευε κείμενα εναντίον του πρώην δικτάτορα Saddam Hussein. Επιπροσθέτως, υπήρξε επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του Ιράκ από το 2016 μέχρι και την ανάληψη της πρωθυπουργίας το 2020. Η επιλογή του Kadhimi έγινε αποδεκτή τόσο από τις ΗΠΑ, όσο και από το Ιράν, δεδομένης της ουδέτερης πολιτικά στάσης του.
Όμως η στάση της ιρακινής κυβέρνησης έπαψε να είναι τόσο ουδέτερη και, σταδιακά, η Βαγδάτη στρέφεται προς την Δύση, έστω και αν αυτό το κάνει συγκυριακά. Σε κάθε περίπτωση το κάνει προσεκτικά, διότι δεν θέλει να διαταράξει τις σχέσεις της με το Ιράν. Η κυβέρνηση του Ιράκ λοιπόν αποφάσισε να συνεχίσει και επισήμως την συνεργασία της με την στρατιωτική αποστολή του ΝΑΤΟ, μετά την συνάντηση του Ιρακινού Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας με τον διοικητή των νατοϊκών δυνάμεων Pierre Olsen.
Παρά την ήττα του Ισλαμικού Κράτους το 2017, το αυτοαποκαλούμενο «Χαλιφάτο» αυξάνει συνεχώς την παρουσία του στις σουνιτικές περιοχές του Ιράκ. Η δράση των Σιιτών (φιλοϊρανών) πολιτοφυλακών είναι σημαντική αλλά δεν είναι επαρκής για την αντιμετώπιση των τρομοκρατών. Οι ιρακινές δυνάμεις χρειάζονται την εμπειρία και την τεχνογνωσία των Αμερικανών. Έτσι η Βαγδάτη σήμερα, εκμεταλλευόμενη την ηρεμία που χαρακτηρίζει τις σχέσεις ΗΠΑ – Ιράν, προσεγγίζει τους Αμερικανούς.
Ο al-Kadhimi προσχώρησε και σε μία ακόμη στρατηγική κίνηση: Αποφάσισε να προσεγγίσει και την Τουρκία η οποία, όμως, πραγματοποιεί στρατιωτικές επιχειρήσεις στο βόρειο Ιράκ όπου και διατηρεί στρατιωτικές βάσεις και παρατηρητήρια (πολλά εκ των οποίων χωρίς την έγκριση της Βαγδάτης).
Το Ιράκ συνειδητοποιεί ότι η παρουσία το ΡΚΚ στην χώρα μόνο προβλήματα προκαλεί και πως η Τουρκία θα αποχωρήσει από την χώρα μόνο με την εξουδετέρωση των Κούρδων μαχητών. Εξάλλου, ένα ισχυρό ΡΚΚ θα μπορούσε να τονώσει και τα εθνικιστικά αισθήματα των Κούρδων του Ιράκ, κάτι το οποίο η Βαγδάτη θέλει να αποφύγει. Γι’ αυτό σήμερα συμπράττει με την Τουρκία και την τοπική κουρδική κυβέρνηση εναντίον του ΡΚΚ. Η Τουρκία άλλωστε αποτελεί και σημαντικό εμπορικό και ενεργειακό εταίρο για το Ιράκ.
Εντούτοις, η επαναπροσέγγιση με την Τουρκία δεν είναι απόλυτη ούτε επιλύει όλα τα εκκρεμή διμερή ζητήματα. Η ανεξέλεγκτη δράση της Άγκυρας η οποία πολλές φορές συνεννοείται με το Ερμπίλ παραβλέποντας την Βαγδάτη ενοχλεί το Ιράκ. Επίσης, στο μυαλό των Ιρακινών, οι τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις παραβιάζουν την κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα του Ιράκ.
Έτσι, παρά την πρόσφατη συνάντηση μεταξύ Ερντογάν και al-Kadhimi, ο τελευταίος έστειλε μονάδες Σιίτων πολιτοφυλακών στο Σιντζάρ, μια περιοχή στο βορειοδυτικό Ιράκ όπου κατοικούν οι Κούρδοι Γιαζίντι και στην οποία το ΡΚΚ έχει ισχυρή παρουσία. Με την κίνηση αυτή το Ιράκ εμποδίζει τους Τούρκους να προχωρήσουν σε νέες επιχειρήσεις ή βομβαρδισμούς στην εν λόγω περιοχή.
Από τη μία λοιπόν βλέπουμε να ενισχύεται ξανά ο ρόλος των ΗΠΑ, κάτι που συνδέεται και με την εκλογή Μπάιντεν. Από την άλλη, το ίδιο συμβαίνει και με την Τουρκία η οποία, ωστόσο, ακολουθεί τις δικές - εκτός του πλαισίου του ΝΑΤΟ - πολιτικές. Αυτά τα δύο αποδυναμώνουν το Ιράν το οποίο μετά το 2003 και κυρίως μετά το 2006 και το 2008 είχε αυξήσει σημαντικά την παρουσία του στο Ιράκ μέσω του οποίου μεταφέρει Σιίτες μαχητές στην εμπόλεμη Συρία.
Στο πλαίσιο αυτό ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Mohammed Javad Zarif δήλωσε πρόσφατα πως η στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στο Ιράκ (και στην Συρία) δεν μπορεί να γίνει πλέον αποδεκτή. Η Τεχεράνη θέλει να κρατήσει πάση θυσία το Ιράκ υπό την επιρροή της ώστε να δημιουργήσει ένα «σιιτικό τόξο» το οποίο θα ξεκινά από το Ιράν και μέσω Ιράκ, Συρίας και Λιβάνου θα φτάνει στη Μεσόγειο Θάλασσα. Αυτό θα συμβάλει στην εξυπηρέτηση των ιρανικών συμφερόντων στον Λίβανο και την Συρία, καθώς και στην άσκηση πίεσης στον κύριο αντίπαλό του Ιράν, το Ισραήλ το οποίο συνορεύει με τα προαναφερθέντα κράτη.
Κλείνοντας, πριν από δύο χρόνια, οι συνεχείς πυραυλικές και βομβιστικές επιθέσεις εναντίον των Αμερικανών είχαν οδηγήσει στην πεποίθηση ότι το τέλος της αμερικανικής παρουσίας στο Ιράκ είναι κοντά. Αυτό σήμερα αλλάζει, καθώς ο al-Kadhimi έχει καταφέρει να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν. Η βούληση των δύο αυτών χωρών για αποκλιμάκωση της μεταξύ τους έντασης βοηθούν την στρατηγική που ακολουθεί ο Ιρακινός πρωθυπουργός. Αν ωστόσο Ουάσιγκτον και Τεχεράνη δεν τα βρουν, τότε το Ιράκ θα αποτελέσει ξανά ένα «πεδίο μάχης» μεταξύ των δύο κρατών.
Από την άλλη, το Ιράκ έχει ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με την Τουρκία και τα δύο κράτη συνεργάζονται, με κύριο σκοπό τον τερματισμό της δράσης του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ. Αυτή η συνεργασία ωστόσο έχει και τα όριά της όπως έδειξαν και οι πρόσφατες εξελίξεις στο Σιντζάρ. Αυτό που πρέπει να μας μείνει είναι ότι η Τουρκία δεν αποτελεί μέρος της νατοϊκής/αμερικανικής πολιτικής στο Ιράκ, αλλά ακολουθεί την δική της αυτόνομη πολιτική, ως περιφερειακή δύναμη και σε καμία περίπτωση δεν είναι απομονωμένη. Αυτό βεβαίως είναι φυσιολογικό αν αναλογιστεί κανείς ότι η αντιμετώπιση του ΡΚΚ είναι ζωτικής σημασίας για την Τουρκία.