Στην πολιτική, για όλα υπάρχει μια εξήγηση, η οποία συνήθως έχει άμεση σχέση με τα πρόσωπα-πρωταγωνιστές, αλλά σχεδόν πάντα τα υπερβαίνει. Το ίδιο συμβαίνει με την περίπτωση της Ολλανδίας και της αδιαλλαξίας που την χαρακτηρίζει (και) στις σκληρές διαπραγματεύσεις που αφορούν στο Ταμείο Ανάκαμψης.
Όποιος θέλει, λοιπόν, να διαπιστώσει τι πραγματικά κρύβεται πίσω από τη στάση του πρωθυπουργού της χώρας, Μαρκ Ρούτε – του αδιαμφισβήτητου πρωταγωνιστή της δραματικής συνόδου κορυφής που βρίσκεται σε εξέλιξη στις Βρυξέλλες – και του υπουργού Οικονομικών της, Βόπκε Χούκστρα, θα πρέπει να κοιτάξει προς δύο κατευθύνσεις: Τις βουλευτικές εκλογές του 2021 (στις 17 Μαρτίου, εάν δεν αλλάξει κάτι) και τη σχέση μεταξύ των δύο πολιτικών οι οποίοι προέρχονται αμφότεροι από το μεγαλύτερο κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού – το Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD), που ελέγχει τις 32 από τις 150 έδρες του κοινοβουλίου.
Το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι ο τετραμερής συνασπισμός γνωρίζει σοβαρές αναταράξεις από τη στιγμή που ξέσπασε η πανδημία και τέθηκε στο τραπέζι των Ευρωπαίων εταίρων το ζήτημα της αντιμετώπισης της νέας κρίσης στην οικονομία και της έκτακτης βοήθειας. Κι αυτό διότι ενώ οι Ρούτε και Χούκστρα ξεκαθάρισαν εξαρχής ότι δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση και ποτέ να δεχτούν την έκδοση ευρωομολόγων, ούτε όμως και τη χορήγηση βοήθειας στους περισσότερο πληγέντες άνευ όρων.
Ρωγμές στην κυβέρνηση
Δύο από τους εταίρους τους, όμως – οι Χριστιανοδημοκράτες (CDA) και το φιλελεύθερο D66 (που ανήκει, μάλιστα, στην ίδια πολιτική ομάδα με το VVD...) – διαφοροποιήθηκαν δημοσίως. «Όσο με αφορά, το πρώτο μήνυμα που θέλω να στείλω είναι ότι θα σας βοηθήσουμε», δήλωνε τότε ο ηγέτης του πρώτου, Γκερτ-Γιαν Σέγκερς, απευθυνόμενους στους Ιταλούς και τασσόμενος υπέρ ενός «Σχεδίου Μάρσαλ» για την Ευρώπη.
Ανάλογη θέση εξέφρασε και ο Ρομπ Γιέτεν, επικεφαλής του D66, ενώ οι δυο τους είδαν να στέκεται στο πλευρό τους (εκτός μεγάλου τμήματος της αντιπολίτευσης) και ένας απροσδόκητος σύμμαχος: Ο πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας, Κλάας Κνοτ, ο οποίος έχει δηλώσει: «Το πώς θα επιδειχθεί η αλληλεγγύη είναι ζήτημα πολιτικής απόφασης, όμως τα ευρωομόλογα είναι ένας τρόπος».
Η αλήθεια είναι ότι από τότε μέχρι σήμερα, τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Οικονομικών της Ολλανδίας έχουν αναγκαστεί να βάλουν νερό στο κρασί τους, αποδεχόμενοι ουσιαστικά την έκδοση τέτοιου τύπου ομολόγων, μετά τις ασφυκτικές πιέσεις που τους ασκήθηκαν από το Βερολίνο (κυρίως) και το Παρίσι. Επειδή, όμως, δεν έπρεπε να φανεί ότι συνθηκολογούν άνευ όρων, ειδικά προ των εκλογών, μετέφεραν αλλού το μέτωπο της μάχης: Στο μέγεθος του Ταμείου, την αναλογία επιχορηγήσεων και δανείων και τους όρους που θα συνοδεύουν την άντληση ποσών από αυτό.
Πρακτικά, με τη στάση τους αυτή, τα δύο ηγετικά στελέχη του VVD επιδιώκουν να απορροφήσουν όσο μεγαλύτερο μέρος του ισχυρού ευρωσκεπτικισμού και της απέχθειας προς τον ευρωπαϊκό Νότο που υπάρχει στην Ολλανδία και εκφράζεται τόσο με τα δύο ακροδεξιά κόμματα – το Κόμμα Ελευθερίας του Γκέερτ Βίλντερς (20 έδρες) και του Φόρουμ Δημοκρατίας του Τιερί Μποντέτ (2 έδρες) – όσο και με τη συγκυβερνώσα Χριστιανική Ένωση (5 έδρες), ελπίζοντας ότι έτσι θα σαρώσουν στις επικείμενες εκλογές. Οι δημοσκοπήσεις μοιάζουν δε να τους δικαιώνουν, καθώς το VVD φέρεται να προηγείται με μεγάλη διαφορά όλων των αντιπάλων του και με ποσοστό που αγγίζει το 35% (έναντι 21,3% το 2017).
Οι φιλοδοξίες του Χούκστρα
Παράλληλα με τα παραπάνω, δεν πρέπει να παραβλεφθεί και η ιδιότυπη διελκυστίνδα ανάμεσα στους Ρούτε και Χούκστρα. Η αιτία είναι ότι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο δεύτερος έχει μεγάλες φιλοδοξίες και περιμένει ένα... παραστράτημα του πρώτου από τον «ορθό δρόμο» για να τις υλοποιήσει – βάζοντας πλώρη για την ηγεσία του κόμματος και την πρωθυπουργία.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι τον περασμένο Μάρτιο, ο Χούκστρα είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων με τις δηλώσεις του για την ΕΕ και τη στάση του στο Eurogroup, σε βαθμό που ο ίδιος είναι αναγκαστεί να ανασκευάσει. Ωστόσο, με τη στάση του αυτή είχε ήδη καθορίσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αναγκαζόταν να κινηθεί στη συνέχεια και ο Ρούτε, εάν δεν ήθελε να χαρακτηριστεί ενδοτικός – ενώ παράλληλα είχε καταγραφεί ως ηγετική φυσιογνωμία ανάμεσα στους «σκληρούς» της ΕΕ.
Η συγκεκριμένη κατάσταση, σε κάθε περίπτωση, δυσκολεύει πολύ τον Ρούτε κάθε φορά που θέλει να ελιχθεί ή, πολύ περισσότερο, να υποχωρήσει. Κι αυτό είναι κάτι που η Ανγκελα Μέρκελ, ο Εμανουέλ Μακρόν και οι άλλοι συνομιλητές του στις Βρυξέλλες το έχουν καταλάβει από πρώτο χέρι.