Η εικόνα παράλυσης των ΗΠΑ και ο Τραμπ

Η εικόνα παράλυσης των ΗΠΑ και ο Τραμπ

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μαίνεται, η Μέση Ανατολή έχει πάρει φωτιά, με το Ισραήλ να ετοιμάζεται για τη χερσαία επίθεση στη Γάζα και τις ΗΠΑ να έχουν σπεύσει να βοηθήσουν τους Ουκρανούς με όπλα και χρήματα και τους Ισραηλινούς με την αποστολή όπλων αλλά και μίας μεγάλης αρμάδας στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε μία πρώτη ανάγνωση, φαίνεται λοιπόν πως η Υπερδύναμη, το βασικό σημείο αναφοράς του μεταψυχροπολεμικού διεθνούς συστήματος ασφαλείας, συνεχίζει να ανταποκρίνεται στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι των συμμάχων της αλλά και της προάσπισης των γεωπολιτικών της συμφερόντων.

Ωστόσο, στο εσωτερικό της, η εικόνα παράλυσης του πολιτικού της συστήματος εντείνεται. Ο Λευκός Οίκος και το Κογκρέσο αδυνατούν να συμφωνήσουν στον προϋπολογισμό της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, με την ελεγχόμενη από τους Ρεπουμπλικάνους Βουλή των Αντιπροσώπων να μένει επί 3 εβδομάδες χωρίς επικεφαλής μετά την αποπομπή του Κέβιν Μακάρθυ, λόγω ανταρσίας 8 σκληροπυρηνικών βουλευτών της ομάδας του Freedom Caucus. Ο λόγος της ανταρσίας τους που οδήγησε στην καταψήφιση του: Η απροθυμία του να οδηγήσει την Κυβέρνηση στο λεγόμενο «Shutdown», δηλαδή την παύση λειτουργίας όλων των μη απολύτως απαραίτητων υπηρεσιών της. 

Τελικά, η Βουλή απέκτησε την 25η Οκτωβρίου νέο Πρόεδρο, στο πρόσωπο του μέχρι πρότινος σχετικά άγνωστου και άσημου Μάικλ Τζόνσον, κυριότερο προσόν του οποίου για να κερδίσει τη θέση ήταν μάλλον η ολόθερμη στήριξη που προσέφερε στις θεωρίες συνωμοσίας του πρώην Προέδρου Τραμπ για τις δήθεν κλεμμένες εκλογές του 2020, την επικύρωση του αποτελέσματος των οποίων είχε αρνηθεί.

Πρώτη αποστολή του θα είναι η επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων με τον Λευκό Οίκο και την (ελεγχόμενη από τους Δημοκρατικούς) Γερουσία για τη συνέχιση της χρηματοδότησης της Κυβέρνησης, έστω προσωρινά, μέχρι να επιτευχθεί συμφωνία επί του προϋπολογισμού. Αν και θεωρητικά η στήριξη της Ουκρανίας είναι η επίσημη θέση και των δύο κομμάτων, η πιο σκληροπυρηνική πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων δεν είναι μυστικό ότι θα ήθελε την μείωση της και πιθανόν την απεμπλοκή των ΗΠΑ, κάτι που σίγουρα θα οδηγούσε τελικά σε κατάρρευση της Ουκρανικής άμυνας.

Την ίδια στιγμή, το αδιαφιλονίκητο φαβορί για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων απέναντι στον (καθόλου δημοφιλή) Πρόεδρο Μπάιντεν είναι ο (τοξικός) Τραμπ, που επιδιώκει τη ρεβάνς για την ήττα του το 2020. Πέρα από το γεγονός ότι σε μία τόσο διχασμένη χώρα δεν είναι καθόλου απίθανο να κερδίσει, το ακόμη πιο ανησυχητικό είναι πως ακόμη κι αν χάσει, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και πάλι θα αμφισβητήσει το αποτέλεσμα, υπονομεύοντας έτι περαιτέρω τα θεμέλια της ήδη πληγωμένης αμερικανικής δημοκρατίας.

Μάλιστα, αυτή τη φορά θα έχει πίσω του σχεδόν το σύνολο του Κόμματος του, αφού αρκετοί από τους Ρεπουμπλικάνους βουλευτές που το 2020 του αντιτάχθηκαν, υπερασπιζόμενοι την εγκυρότητα του αποτελέσματος, έχουν έκτοτε εκδιωχθεί από το Κόμμα. Το νέο σύμβολο της πίστης στη Ρεπουμπλικανική ορθοδοξία φαίνεται να είναι απλώς η τυφλή αφοσίωση στον Ντόναλντ Τραμπ.

Όμως και στο άλλο στρατόπεδο, των Δημοκρατικών, η κατάσταση δεν εμπνέει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν, που θα είναι 85 χρονών στο τέλος της επόμενης θητείας του εφόσον επανεκλεγεί, έχει χαμηλή δημοφιλία και όμως παραμένει η καλύτερη επιλογή που έχει το Δημοκρατικό Κόμμα, αφού ουδείς νεότερος φαίνεται έτοιμος να παραλάβει τη σκυτάλη.

Η Αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις όχι απλώς δεν θεωρείται ρεαλιστική διάδοχη λύση αλλά υπάρχουν και αρκετές φωνές που θεωρούν την εκ νέου παρουσία της στο ψηφοδέλτιο ως βαρίδι και ζητούν την αντικατάστασή της με κάποια που τουλάχιστον θα προέρχεται από μία αμφίρροπη Πολιτεία που μπορεί να κρίνει το αποτέλεσμα των εκλογών αντί για την (βαθιά Δημοκρατική) Καλιφόρνια.

Ταυτόχρονα, η κρίση στη Μέση Ανατολή έχει φέρει στο προσκήνιο ξανά την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών, που, σε αντίθεση με την ολόθερμη υποστήριξη των υπολοίπων Αμερικανών στο Ισραήλ, τηρεί μία πιο επιφυλακτική στάση, αναδεικνύοντας έτσι το αυξανόμενο εσωκομματικό χάσμα μεταξύ μετριοπαθών και προοδευτικών. 

Για την ώρα, αυτή η διαλυτική εικόνα στο πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ δεν αντανακλάται σε μεγάλο βαθμό στη διεθνή τους παρουσία, ιδιαιτέρως στις μεγάλες κρίσεις της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής. Όταν μία δημοκρατία έχει ποτιστεί τόσο πολύ με το δηλητήριο του διχασμού ώστε ενστικτωδώς ένα 40% των πολιτών να είναι εκ προιμίου αρνητικοί προς ο,τιδήποτε κάνει μία κυβέρνηση του αντίπαλου κόμματος, αυτό θα έχει αντίκτυπο ακόμη και σε τομείς που κανονικά θα έπρεπε να μένουν εκτός του πεδίου της πολιτικής αντιπαράθεσης, όπως η εξωτερική πολιτική και ασφάλεια.

Συνεπώς, πέρα από μία ενδεχόμενη αλλαγή ενοίκου του Λευκού Οίκου και πολιτικής, ακόμη και με βάση τα σημερινά δεδομένα, ουδείς μπορεί να γνωρίζει αν σε μία ενδεχόμενη κλιμάκωση αυτών των κρίσεων η αμερικανική πολιτική ηγεσία αλλά και κοινωνία θα είναι σε θέση να αντιδράσει με την ομοψυχία του παρελθόντος που οι περιστάσεις πιθανόν να απαιτήσουν…

* Ο Νικόλας Νικολαΐδης είναι Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών στο ΕΚΠΑ και Δικηγόρος