Η εκρηκτική ατζέντα Δύσης – Τουρκίας το 2023
Shutterstock
Shutterstock
Ανατολική Μεσόγειος

Η εκρηκτική ατζέντα Δύσης – Τουρκίας το 2023

Ενώ η Δύση βιώνει τη συνδυαστική επίδραση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, της αμερικανικής πολιτικής προσέλκυσης επενδύσεων μέσω συγκριτικά φτηνής ενέργειας και της συνολικής απώλειας της δυτικής επιρροής και ισχύος στον πλανήτη, η Τουρκία εισέρχεται σε ένα έτος κρίσιμο και λόγω εκλογών και λόγω της επετείου ενός αιώνα της τουρκικής πολιτείας. 

Είναι καταρχήν απαραίτητο να γίνει κατανοητό με ακριβή τρόπο το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσονται οι σύνθετες σχέσεις Δύσης – Τουρκίας – Ελλάδας και διαγράφονται τα σενάρια για την Ανατολική Μεσόγειο. ‘Όπως έχω εξηγήσει αναλυτικά («Ξεχάστε τον ψυχρό πόλεμο - Ζούμε κάτι πιο επικίνδυνο»), δεν υφίσταται Ψυχρός Πόλεμος αλλά ένα αναδυόμενο πολυκεντρικό σύστημα το οποίο μάλιστα είναι δυνητικά πιο επικίνδυνο, εάν δεν αξιοποιηθούν οι θετικές του διαστάσεις ήδη στην παρούσα, δύσκολη μεταβατική περίοδο.

Σήμερα, για πολλοστή φορά, η Τουρκία απειλεί την Ελλάδα με επικείμενη στρατιωτική επίθεση και ταυτόχρονα κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι υποστηρίζουν τρομοκρατικές ομάδες, εννοώντας τους Κούρδους. Με δυο λόγια, η Άγκυρα προετοιμάζει το ΝΑΤΟ για την πιθανή κατάρρευση της νότιας και νοτιοανατολικής πτέρυγάς του. Στο μεταξύ, το ΝΑΤΟ δια του Γενς Στόλτενμπεργκ (ο οποίος προφανώς δεν καθορίζει ο ίδιος την ατζέντα ούτε τις θέσεις) ασκεί πίεση σε Σουηδία και Φινλανδία να υποχωρήσουν στις τουρκικές πιέσεις. Η ευρωατλαντική συμμαχία, παρά το φιλί ζωής του Πούτιν, φαίνεται να παραμένει «εγκεφαλικά νεκρή», για να θυμηθούμε την διατύπωση του Μακρόν που ξεσήκωσε θύελλα το Νοέμβριο 2019.

Το 2023 ως κρίσιμη καμπή 

Ως προς την Τουρκία, βρισκόμαστε σε μια συγκυρία όπου συναντώνται χρονικά και αλληλοεπηρεάζονται δύο κρίσιμες τάσεις. Αφενός εξελίσσεται η αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας μεταξύ άλλων και με το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας που μας αφορά άμεσα. Αφετέρου, λόγω της οξύτατης ρωσο-ουκρανικής κρίσης, τίθενται για την Άγκυρα υπαρξιακά διλήμματα για τον ρόλο της μεταξύ Δύσης και Ανατολής.

Η Άγκυρα είχε αναπτύξει με την Μόσχα μια σχέση την οποία είχα προ ετών ονομάσει «ανταγωνιστική συμπληρωματικότητα». Η εισβολή στην Ουκρανία, η ρωσική αποτυχία εύκολης έκβασης και η παγίωση συνθηκών ενός πολέμου διαρκείας φέρνει αυτή τη σχέση στα όριά της, όμως ο Ερντογάν προσπαθεί παράλληλα να αποκτήσει πιο σταθερές βάσεις και στους BRICS και στο πλαίσιο του Οργανισμού Συνεργασίας της Σανγκάης.  

Παρότι ένας πόλεμος φθοράς μπορεί να εξακολουθήσει για μήνες και χρόνια, η ουκρανική αντεπίθεση –με την καθοριστική δυτική υποστήριξη– οδηγεί σταδιακά το Κρεμλίνο σε επικίνδυνα διλήμματα. Ο Πούτιν μπορεί να δυσκολευτεί να επιβιώσει πολιτικά εάν χαθεί το Ντονμπάς, αλλά θα του είναι εντελώς αδύνατο να δεχτεί την αμφισβήτηση της παλαιότερης (2014) προσάρτησης της Κριμαίας. Με δυο λόγια, όσο δυσκολεύεται ο Πούτιν στην Ουκρανία, τόσο αυξάνει η σημασία του Ερντογάν στο πλαίσιο της «ανταγωνιστικής συμπληρωματικότητας» την οποία επισημαίνω επί χρόνια. Ως συνήθως, η Ρωσία επενδύει στις ρωγμές της ευρωατλαντικής συνεργασίας. Ειδικά όμως στη δύσκολη σημερινή συγκυρία, ένας πόλεμος στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ θα ήταν μέγιστο δώρο του Ερντογάν στον Πούτιν.

Προφανώς θα πρόκειται για μια δύσκολη όσο και κρίσιμη απόφαση για την Άγκυρα. Η λογική υπόθεση είναι -όπως εξηγούμε από το Φεβρουάριο- ότι ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος ταυτόχρονα δίνει μεγάλες ευκαιρίες αναβάθμισης στην Τουρκία αλλά και μειώνει τις πιθανότητες για άμεση ανάφλεξη στα ελληνο-τουρκικά. Το σενάριο ανάφλεξης θα καταστεί πολύ ευκολότερο αν -μέσω αφόρητων προκλήσεων και κάθε είδους προβοκατόρικης ενέργειας- φανεί ότι η ελληνική πλευρά χτύπησε πρώτη.

Η ψυχραιμία και η αυτοσυγκράτηση είναι σαφώς αναγκαία αλλά δυστυχώς όχι επαρκή στοιχεία για την αντιμετώπιση της μεγάλης πρόκλησης που συνιστά ο τουρκικός αναθεωρητισμός. Χρειάζεται επιπλέον συνεχής ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας, διαμόρφωση ενός ήρεμου αλλά πλήρως ενήμερου και αποφασιστικού εσωτερικού μετώπου και συνεχής προσπάθεια ενημέρωσης και άσκησης επιρροής σε φιλικές χώρες όχι μόνο σε κυβερνητικό αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας πολιτών. 

Ευτυχώς γίνονται σημαντικά βήματα τα τελευταία χρόνια, όμως θα πρέπει να θυμόμαστε πάντα ότι η αποτροπή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αντίληψη του απέναντι σε σχέση με το κόστος που θα έχει. Με άλλα λόγια, η επιτυχής αποτροπή (deterrence) είναι 80% πρόσληψη (perception) του απέναντι. Αυτή βασίζεται προφανώς και σε σκληρά στοιχεία (στοιχεία εξοπλισμών, ποιοτική αναβάθμιση, αριθμητική υπεροχή, ισορροπία δυνάμεων) αλλά εξαρτάται και από παράγοντες όπως η αποτίμηση της αποφασιστικότητάς μας, οι αναλύσεις για την εσωτερική πολιτική μας, η ερμηνεία της στρατηγικής κουλούρας μας, κλπ. 

Η Ελλάδα – κράτος, κυβέρνηση, κοινωνία – οφείλει να κινητοποιηθεί με τρόπο πολυεπίπεδο, στοχεύοντας όχι μόνο σε κυβερνήσεις αλλά και σε κοινωνικές ομάδες φιλικών χωρών, σε δίκτυα επαγγελματικά και οικονομικά, σε πεδία δημοσιότητας. 

Όλα δείχνουν ότι, ανεξαρτήτως εσωτερικών πολιτικών και εκλογικών εξελίξεων, η Τουρκία σε γενικές γραμμές θα εξακολουθήσει να επιδιώκει το νέο της στρατηγικό όραμα: Μια επεκτατική χερσαία και θαλάσσια δύναμη εντός μιας ευρύτερης, ουδετεροποιημένης περιμέτρου.

Σε πολλές ευκαιρίες έχω υποστηρίξει την άποψη ότι με την Τουρκία χρειαζόμαστε τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων για μια βιώσιμη ειρήνη, όχι τη συνεχή αποφυγή «θερμών επεισοδίων». Σε τρεις σχετικά πρόσφατες περιπτώσεις, σε διαφορετικές όμως στιγμές της σύγχρονης ιστορίας των διεθνών σχέσεων, σε εντελώς διαφορετικά διεθνή περιβάλλοντα και με διαφορετικές κυβερνήσεις και πολιτικούς συσχετισμούς στις δυο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν στα πρόθυρα του πολέμου: 1987, 1996, 2020. Ούτε οι εκλογές ευθύνονται για τη δομική αλλά συνήθως λανθάνουσα σύγκρουση, ούτε οι εξωτερικές παράμετροι από μόνες τους ούτε η... πολεμοχαρής ελληνική κοινή γνώμη (που κάθε τόσο ανακαλύπτουν διάφοροι ανεκδιήγητοι). Το βασικό πρόβλημα είναι η αναζήτηση διευρυμένων περιφερειακών ρόλων από την Τουρκία. 

Παράλληλα, είναι άνευ χρησιμότητας να επανέρχεται η συζήτηση για ένα «νέο Ελσίνκι». Μια συζήτηση που έχει γίνει αναλυτικά εδώ και πολλά χρόνια και έχουν αναδειχθεί επαρκώς τα αδιέξοδα. Διότι η πραγματική νέα προϋπόθεση για την όποια σχέση ΕΕ - Τουρκίας είναι διττή και η Άγκυρα απορρίπτει κάθετα και τις δυο πτυχές της: (α) θα πρέπει να πρόκειται για ειδική σχέση, όχι ενταξιακή πορεία και (β) θα πρέπει να περιλαμβάνει ρητά εξειδικευμένο μηχανισμό πολιτικής και γεωπολιτικής αιρεσιμότητας και αντίστοιχες προβλέψεις. Αυτά δεν υπάρχουν στον ορίζοντα.

Σημειωτέον ότι η Άγκυρα πρόσφατα σημείωσε και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας (στη συνάντηση της Πράγας) ότι δεν αντιλαμβάνεται την πρωτοβουλία ως πιθανό υποκατάστατο της «ενταξιακής πορείας» προς την πλήρη συμμετοχή στην ΕΕ. Οπότε, σε τι θα συνεισφέρει ένα νέο Ελσίνκι, πέρα από ένα νέο κύκλο ψευδαισθήσεων (και ένα νέο κύκλο εσωτερικών ανακατατάξεων με την ανάδυση νέων πολιτικών αστέρων αμφίβολης ποιότητας); Η ξαναζεσταμένη και λιγότερο διεξοδική εκδοχή της παλαιάς εκείνης συζήτησης για το Ελσίνκι δεν βλέπω σε τι άλλο ακριβώς συνεισφέρει.

Καλώς ή κακώς, η θέση της Τουρκίας ως χώρας που πατάει σε πολλές βάρκες δεν αμφισβητείται ουσιαστικά αυτή τη στιγμή, όσο και αν βαυκαλίζονται κάποιοι με αφέλειες του τύπου «ξεμπροστιάστηκε ο Ερντογάν στην Πράγα». Όσο διαρκεί ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, η Τουρκία θα εξακολουθεί να θεωρεί ότι η Δύση την χρειάζεται ακόμη περισσότερο από ότι συνήθως και, κατά συνέπεια, θα υπολογίζει ότι η Δύση δεν μπορεί να την πιέσει πολύ. Γι αυτό και η δημόσια προκλητικότητα του Ερντογάν («Ελλάδα και Τουρκία στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο»). 

Υπάρχουν σαφή χρονικά όρια σε αυτή την ιδιότυπα τουρκική προσέγγιση «take it or leave it»; Πέραν του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, πέραν και των τουρκικών εκλογών που κάποιοι αναμένουν εναγωνίως, η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία θα παραμείνει για την περιοχή μας πρόκληση μείζονος σημασίας. Το έχουμε ξαναπεί. Ο Ερντογάν αποτελεί το κύριο πρόβλημα για τη Δύση (S-400, επαμφοτερίζουσα στάση απέναντι στην Ρωσία και, γενικότερα, σε μη-δυτικά κράτη και συνεργατικά μορφώματα, συστηματική προσέγγιση στο πολιτικό Ισλάμ). Αλλά είναι η Τουρκία και η στρατηγική της κατεύθυνση – και όχι απλώς ο Ερντογάν – που αποτελεί το βασικό πρόβλημα για το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο. Μια υποτιθέμενη επόμενη τουρκική κυβέρνηση (εάν δηλαδή υποτεθεί ότι ο Ερντογάν και θα πραγματοποιήσει δίκαιες εκλογές, και θα τις χάσει και θα παραδώσει την εξουσία) μπορεί ίσως υπό προϋποθέσεις να μετριάσει κάπως την πορεία προς τη Σανγκάη και τους BRICS αλλά δεν θα αποκηρύξει την «Γαλάζια Πατρίδα».

Στον σημερινό, αργά και με δυσκολία αναδυόμενο πολυκεντρικό κόσμο, οι σχετικά ισχυροί περιφερειακοί δρώντες – όπως η Τουρκία – έχουν αναβαθμισμένο ρόλο, οι περιφερειακές συγκρούσεις είναι πιθανότερες και συχνότερες και κάποιες, τουλάχιστον, από τις συμμαχίες είναι εύπλαστες και εξαρτώμενες από τα επιμέρους ζητήματα που ανακύπτουν. Σε ένα τέτοιο κόσμο, οι πληροφορίες και η σωστή ανάλυσή τους μπορεί να είναι παράγοντες όχι απλά σημαντικοί αλλά κρίσιμοι για την επιβίωση.

Αλλά οι πληροφορίες και η ανάλυση, οσοδήποτε κρίσιμους ρόλους και αν διαδραματίζουν, θα εξαρτηθούν τελικώς ως προς την επίδρασή τους από την πολιτική και τους πολιτικούς. Η πολιτική βρίσκεται σε σταυροδρόμι σήμερα τόσο στην κατακερματισμένη Ευρώπη όσο και στις επικίνδυνα πολωμένες ΗΠΑ. Ειδικά στις ευρωπαϊκές κοινωνίες γίνεται πια αισθητή η εντεινόμενη πίεση. Την χρηματοπιστωτική κρίση διαδέχθηκε η πανδημία την οποία τώρα διαδέχονται η ενεργειακή κρίση και οι γενικότερες συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, με κίνδυνο να εισέλθουμε σε μια νέα εκδοχή στασιμοπληθωρισμού. Προφανώς θα υπάρξουν πολιτικές συνέπειες. 

Σε αυτό το δύσκολο πλαίσιο, το γενικότερο θέμα της ηγεσίας εμφανίζεται δυσθεώρητο. Αυτό π.χ. που συμβαίνει σήμερα στη Βρετανία είναι από ιστορική άποψη αξιοθρήνητο. Με δυο λόγια, είναι προφανές ότι παντού στην Ευρώπη, με μόνη εξαίρεση την Γαλλία σε επίπεδο προεδρίας, έχουν αναδειχθεί πολιτικοί χωρίς αίσθηση ή ενδιαφέρον ή ικανότητες αντίληψης, επεξεργασίας και αντιμετώπισης των μεγάλων σημερινών προκλήσεων.

Σε τελική ανάλυση, το ζήτημα είναι ότι οι χρηματοδοτικές, επικοινωνιακές, πελατειακές αλλά και ενδο-πολιτικές διαμεσολαβήσεις και εξαρτήσεις καταλήγουν στην ανάδειξη πολιτικών που είτε είναι περιορισμένου βεληνεκούς και κλειστών οριζόντων είτε αποτελούν όργανα των όποιων συμφερόντων τους χρηματοδότησαν και τους στήριξαν. Στη σημερινή εκρηκτική συγκυρία, αυτό αποτελεί συνταγή καταστροφής. 

*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics, Κοσμήτορας και Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης και Καθηγητής της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.