Η επίσκεψη της Άνγκελα Μέρκελ στην Τουρκία για τελευταία φορά ως καγκελάριος της Γερμανίας ολοκληρώνει ένα κύκλο, που ενδεχομένως να σηματοδοτήσει αλλαγή στις γερμανοτουρκικές σχέσεις. Η πρόσκληση του Ταγίπ Ερντογάν προς τη Γερμανίδα καγκελάριο δείχνει πως η σημασία αυτής της περιόδου θα παραμείνει στο μέλλον, ενόψει του σχηματισμού της νέας γερμανικής κυβέρνησης.
Κατά το διάστημα της καγκελαρίας της, η Άνγκελα Μέρκελ γνώρισε στις περισσότερες χώρες αρκετούς επικεφαλής κρατών, τέσσερις προέδρους για παράδειγμα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην περίπτωση της Τουρκίας ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της, ο Ταγίπ Ερντογάν δέσποζε στην κεφαλή της. Βέβαια, ο Ερντογάν που γνώρισαν οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν και ανήλθε στην εξουσία, ήταν πολύ διαφορετικός.
Η αντιπαράθεση τότε με το κεμαλικό κράτος τον είχε ωθήσει να αναφέρεται πολύ περισσότερο στη δημοκρατία και τις ελευθερίες, σε βαθμό είχε υποστηριχθεί πως το ισλαμικό μοντέλο του Ερντογάν θα μπορούσε να αντιγράψει τη ευρωπαϊκή Χριστιανοδημοκρατία, κατά αναλογία, στον μουσουλμανικό κόσμο. Ωστόσο, η προοπτική της Ισλαμοδημοκρατίας του Ερντογάν έφθινε, όσο ο Ερντογάν έρεπε στον αυταρχισμό, σε βαθμό που σήμερα φαίνεται πλέον ανέφικτη ήταν.
Βέβαια, το μεταναστευτικό ζήτημα που προέκυψε το 2015, ιδιαίτερα λόγω του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, σφράγισε ανεξίτηλα τη σχέση της Μέρκελ και του Ερντογάν. Η συμφωνία της Γερμανίας με την Τουρκία το 2016, βάσει της οποίας, σε αδρές γραμμές, το Βερολίνο προώθησε την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση προς την Άγκυρα, ώστε εκείνη να αντιμετωπίσει τις μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη, έχει άλλωστε την υπογραφή της.
Ωστόσο, η συμφωνία δεν υλοποιήθηκε όπως περίμεναν οι δύο πλευρές, με χώρες όπως η Ελλάδα να σηκώνουν δυσβάσταχτο όγκο των υποχρεώσεων, αλλά και η Τουρκία να διαμαρτύρεται απαιτώντας όλο και περισσότερες απευθείας πληρωμές. Ακόμα και στην τελευταία της επίσκεψη η Άνγκελα Μέρκελ ωστόσο εμφανίστηκε να στηρίζει την ενίσχυση του ρόλου της Τουρκίας στο σύγχρονο μεταναστευτικό ζήτημα, που έχει προκύψει μετά την ανθρωπιστική κρίση στο Αφγανιστάν.
Ωστόσο τα δεδομένα πλέον έχουν αλλάξει μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Το ζήτημα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά μετά τις αδίστακτες πρακτικές του τουρκικού καθεστώτος τα τελευταία χρόνια μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, έχει αλλάξει την ατμόσφαιρα στη Γερμανία.
Αυτό μπορεί να μετουσιωθεί πολιτικά και στην εξωτερική πολιτική της χώρας, με την επικείμενη συμμετοχή των Φιλελευθέρων και των Πρασίνων στην επόμενη γερμανική κυβέρνηση. Ιδιαίτερα οι Πράσινοι έχουν ταχθεί προγραμματικά εναντίον της μετριοπαθούς πολιτικής της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι σε μία Τουρκία που μετέρχεται τις σημερινές μεθόδους καταπίεσης της αντιπολίτευσης, αλλά και στη διαμόρφωση της τωρινής κατάστασης για τους Τούρκους πολίτες.
Δεν είναι δηλαδή άμοιρη ευθυνών μία Γερμανία που κοιτάζει αλλού, όταν στην Άγκυρα πραγματοποιείται η τρέχουσα οπισθοδρόμηση και από το Βερολίνο συνεχίζεται απρόσκοπτα η πώληση γερμανικών υποβρυχίων στην Τουρκία, δεδομένης της τουρκικής προκλητικότητας στην Ανατολική Μεσόγειο εναντίον κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι συνομιλίες μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών με τους Πράσινους και τους Φιλελευθέρους συνεχίζονται, με το αποτέλεσμα όσο και τον χρόνο ολοκλήρωσης να είναι αβέβαια, ενώ τα Χριστιανικά κόμματα καιροφυλακτούν. Θα πρέπει να έχουμε ωστόσο κατά νου, πως δεν θα είναι τόσο απλό για την επόμενη ομοσπονδιακή κυβέρνηση να αποποιηθεί την κληρονομιά της Μέρκελ, ακόμα και ο επόμενος καγκελάριος να είναι ο σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς που κέρδισε την εκλογική πρωτιά τον Σεπτέμβρη ή κάποιος άλλος.