Σε λίγες ώρες ενδέχεται να γνωρίζουμε ποιος ή ποια μετακομίσει στο Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο. Κάθε φορά που συμμετέχω σε συζητήσεις (δημόσια ή ιδιωτικά) για την αμερικανική πολιτική, παρατηρώ ότι οι αναλύσεις εξαντλούνται στην απόδοση ευθυνών στον Τραμπ, στους ''φασίστες'' ψηφοφόρους του, και το ''ακροδεξιό'' του κόμμα. Παρότι η κύρια ευθύνη για την άνευ προηγουμένου κοινωνική πόλωση αποδίδεται συχνά στον ίδιο τον Τραμπ και στους υποστηρικτές του, είναι σημαντικό να εξεταστεί το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο που επέτρεψε την άνοδό του και την πολιτική του επιτυχία. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος των Δημοκρατικών υπήρξε καθοριστικός και σε αντίθεση με τους εκ δεξιών αντιπάλων του, ελάχιστα αναλυμένος.
Από το τέλος της δεκαετίας του 1990 και έπειτα, οι Δημοκρατικοί σταδιακά απομακρύνθηκαν από τη βάση τους, που παραδοσιακά ήταν η εργατική τάξη, και επικεντρώθηκαν σε πιο προοδευτικές, αστικές και ταυτοτικές πολιτικές. Η στροφή αυτή άφησε πολλούς ψηφοφόρους, ιδίως της μεσαίας τάξης και της επαρχίας, να αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι και περιθωριοποιημένοι. Οι πολιτικές που πρότασσαν ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και προοδευτισμού, αν και είχαν τις ευγενείς προθέσεις τους, αποξένωσαν τους πιο παραδοσιακούς ψηφοφόρους και άφησαν χώρο για τη ρητορική του Τραμπ, ο οποίος υποσχέθηκε να εκφράσει αυτούς που είχαν «ξεχαστεί».
Οι Δημοκρατικοί σταδιακά απέκτησαν την εικόνα ενός κόμματος που εκπροσωπεί τις ελίτ των παράκτιων πολιτειών (Νέα Υόρκη, Καλιφόρνια), την ακαδημία και τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες. Αυτή η πολιτιστική αποσύνδεση οδήγησε στη δημιουργία ενός χάσματος μεταξύ της κομματικής ηγεσίας και του μέσου πολίτη. Παράλληλα, οι ηγέτες των Δημοκρατικών συχνά υιοθετούσαν μια ρητορική ηθικής ανωτερότητας, θεωρώντας είτε ανενημέρωτους είτε κακοπροαίρετους, όσους στήριζαν τον Τραμπ ή απλά διαφωνούσαν με κάποιο ζήτημα της προωθημένης προοδευτικής τους ατζέντας. Με τη στάση τους αυτή, εμβάθυναν τον διχασμό και αύξησαν την πολιτική πόλωση. Αυτό ενίσχυσε την οργή και τη δυσαρέσκεια που ο Τραμπ κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως τον αντι-συστημικό υποψήφιο.
Η πολιτική των Δημοκρατικών σε αρκετά σημεία είχε τις υπερβολές και τις αποτυχίες της, γεγονός που οδήγησε σε αυξημένη δυσαρέσκεια. Η εφαρμογή της νομοθεσίας για την υγειονομική περίθαλψη, γνωστής ως Obamacare, αν και ωφέλησε πολλούς, έφερε επιπλοκές που άφησαν αρκετούς ψηφοφόρους με την αίσθηση ότι εξαπατήθηκαν ή ότι επωμίστηκαν επιπλέον οικονομικά βάρη. Παράλληλα, οι προοδευτικές θέσεις σε ζητήματα όπως η μετανάστευση και η κλιματική αλλαγή, ενώ εκφράζουν ευγενείς αξίες και αρχές, συχνά απομάκρυναν τους κεντρώους ψηφοφόρους που ανησυχούσαν για τις οικονομικές επιπτώσεις (π.χ. τιμές πετρελαίου) και την εργασιακή τους ασφάλεια.
Η παρουσίαση του Τραμπ από τα mainstream μέσα ενημέρωσης έπαιξε επίσης τον ρόλο της. Πραγματικά, δεν πρέπει να έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία αντίστοιχη περίπτωση εχθρικής αντιμετώπισης ρεπουμπλικανού ή δημοκρατικού υποψηφίου από την πλειοψηφία του Τύπου. Ο συχνός χλευασμός και η υποτίμηση των υποστηρικτών του, μαζί με την παρουσίασή τους ως ακραίων και εκτός πραγματικότητας, οδήγησαν σε μια διαίρεση «εμείς εναντίον αυτών». Οι παραδοσιακές ειδήσεις συνετέλεσαν στη διάδοση αυτής της εικόνας, προκαλώντας μια αντίδραση που ενίσχυσε την αποδοχή του Τραμπ. Το αποτέλεσμα αυτής της συστηματικής ευθυγράμμισης Τύπου και δημοκρατικών, οδήγησε μεγάλη μερίδα πολιτών στη θεσμική απαξίωση της δημοσιογραφίας και την αναζήτηση εναλλακτικών πηγών ενημέρωσης (όπως αναφέραμε στη χθεσινή στήλη).
Η αντιμετώπιση της πολιτικής διαφορετικότητας από τους Δημοκρατικούς έχει επίσης συμβάλει στην άνοδο του Τραμπισμού. Η υιοθέτηση της ακυρωτικής κουλτούρας (cancel culture) και η φίμωση των αντίθετων απόψεων δημιούργησε ένα περιβάλλον όπου οι ψηφοφόροι με διαφορετικές ή μετριοπαθείς απόψεις αισθάνονταν ότι δεν μπορούν να εκφραστούν χωρίς να υποστούν κριτική ή εξευτελισμό. Αυτό οδήγησε πολλούς να στραφούν προς έναν υποψήφιο που απέρριπτε ανοιχτά την πολιτική ορθότητα και υπερασπιζόταν την ελευθερία του λόγου.
Τα τελευταία οκτώ χρόνια η μεγάλη μερίδα των αναλυτών και του Τύπου έχουν πλήρως επικεντρωθεί στους κινδύνους που φέρει ο Ντόναλντ Τραμπ και οι οπαδοί του. Όμως, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι η μισή ιστορία του όλου φαινομένου. Οι ΗΠΑ είναι μία χώρα που χαρακτηρίζεται από τον δικομματισμό και ενώ για οκτώ χρόνια προσπαθούμε να απαντήσουμε πώς κατάφερε να επικρατήσει ο Τραμπ και ο Τραμπισμός στη δεξιά, ελάχιστοι αναρωτήθηκαν μήπως η άνοδος του Τραμπ έχει να κάνει και με τις τραγικές επιλογές – πολιτικές, ιδεολογικές, και επικοινωνιακές – των αντιπάλων του. Η άποψη της στήλης είναι ότι η ευθύνη για το φαινόμενο Τραμπ είναι πρωτίστως των δημοκρατικών, της ριζοσπαστικοποίησης που βίωσαν τα τελευταία 15 χρόνια, και της συστηματικής απόπειρας να φιμώσουν τις απόψεις της πλειοψηφίας.