Η ακριβής διαστρωμάτωση κινδύνου των ασθενών με οξεία λοίμωξη COVID-19 έχει ιδιαίτερη σημασία για την πρώιμη διαλογή αυτών που έχουν ανάγκη για εντατική παρακολούθηση και προχωρημένες θεραπευτικές τακτικές. Σύμφωνα με μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Journal of the American Heart Association, η παρουσία μυοκαρδιακής βλάβης και των αρρυθμιών κολπικής μαρμαρυγής ή πτερυγισμού στην εισαγωγή ασθενών COVID-19 στο νοσοκομείο συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας. Οι καθηγητής της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κίμωνας Σταματελόπουλος και Θάνος Δημόπουλος (πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα της μελέτης.
Συγκεκριμένα, οι συγγραφείς εξέτασαν 887 ασθενείς, που εισήχθησαν λόγω νόσησης από COVID-19 στα νοσοκομεία Columbia University Irving Medical Center και New York-Presbyterian Allen Hospital κατά το διάστημα 1η Μαρτίου έως 3 Απριλίου 2020. Εκτιμήθηκαν η τροπονίνη υψηλής ευαισθησίας, ως δείκτης μυοκαρδιακής βλάβης, και τα ευρήματα από το ηλεκτροκαρδιογράφημα εντός των πρώτων 2 ημερών από τη διάγνωση της λοίμωξης. Οι ασθενείς που παρουσίαζαν κολπική μαρμαρυγή ή κολπικό πτερυγισμό στο πρώτο ηλεκτροκαρδιογράφημα, είχαν διπλάσιο κίνδυνο θανάτου σε σχέση με τους ασθενείς χωρίς αυτές τις αρρυθμίες. Επιπλέον, οι ασθενείς με μυοκαρδιακή βλάβη (επίπεδα τροπονίνης≥20 ng/L) είχαν τετραπλάσιο κίνδυνο σε σχέση με τους ασθενείς χωρίς μυοκαρδιακή βλάβη. Η μεγάλη ηλικία και το ιστορικό στεφανιαίας νόσου και ενεργού καρκίνου, επίσης, συσχετίστηκαν με αυξημένη θνητότητα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι μισοί από τους ασθενείς που παρουσίαζαν ταυτόχρονα μυοκαρδιακή βλάβη σε συνδυασμό με ηλεκτροκαρδιογραφικές διαταραχές κατέληξαν κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα μετά την εισαγωγή τους. Αντίθετα, μόνο το 6% των ασθενών χωρίς καμία από αυτές τις διαταραχές κατέληξε στο ίδιο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η συσχέτιση αυτών των παραμέτρων με δυσμενή πρόγνωση στους ασθενείς με λοίμωξη COVID-19 θα μπορούσε να εξηγηθεί από τη συνύπαρξή τους σε καρδιακές επιπλοκές της λοίμωξης όπως είναι η μυοκαρδίτιδα, η θρόμβωση στεφανιαίων αρτηριών και η μυοκαρδιοπάθεια από υπερδιέγερση του συμπαθητικού συστήματος. Συνολικά, αυτά τα ευρήματα υποδεικνύουν την κλινική αξία της άμεσης εκτίμησης των ασθενών COVID-19 με ηλεκτροκαρδιογράφημα και επιπέδων τροπονίνης αίματος, που είναι άμεσα και εύκολα διαθέσιμα στην καθημερινή κλινική πράξη.