Η κρίση στη Μέση Ανατολή
Shutterstock
Shutterstock

Η κρίση στη Μέση Ανατολή

Το 2023 φεύγει, αφήνοντας ως παρακαταθήκη τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία και την αναζωπύρωση της κρίσης στη Μ. Ανατολή. Υπενθυμίζεται ότι η τελευταία υφίσταται επί περίπου έναν αιώνα και αφορά στην επιθυμία των Εβραίων να επιστρέψουν στη «γη του Ισραήλ» και την αντίστοιχη προσπάθεια των Αράβων να την αποτρέψουν.

Η ένταση μεταξύ των δύο λαών (αν αναλογιστεί κανείς ότι για πολλούς, ακόμη και Παλαιστινίους (1), οι τελευταίοι δεν συγκροτούν μία διακριτή εθνοτική ομάδα) κορυφώθηκε μετά το Ολοκαύτωμα και την απόφαση της ειδικής επιτροπής του ΟΗΕ του 1947 (United Nations Special Commission on Palestine - UNSCOP) για τη δημιουργία ενός εβραϊκού και ενός αραβικού κράτους στην περιοχή.

Επακολούθησε μία σειρά πολέμων, στους οποίους το Ισραήλ ήταν πάντα νικητής, η έξοδος πολλών Παλαιστινίων από τα εδάφη του νέου κράτους, η ίδρυση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) και η συνεχής ένταση, που κλιμακώθηκε με τις δύο εξεγέρσεις (πρώτη και δεύτερη Ιντιφάντα).

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Παλαιστίνιοι απέρριψαν διαδοχικά ειρηνευτικά σχέδια. Η τρομοκρατική ενέργεια της 7ης Οκτωβρίου και η επακόλουθη εισβολή των Ισραηλινών στη Λωρίδα της Γάζας άνοιξαν ένα κεφάλαιο στην ταραχώδη ιστορία των λαών της περιοχής.

Η Λωρίδα της Γάζας ελέγχεται από τη Χαμάς (την οποία η Δύση θεωρεί τρομοκρατική οργάνωση), ενώ η Δυτική Όχθη του ποταμού Ιορδάνη από την ΟΑΠ, που έχει εγκαθιδρύσει την (απολύτως διεφθαρμένη) Παλαιστινιακή Αρχή. Έως τώρα, η διεθνής κοινότητα έχει δείξει μία σχετική «ανοχή» στην ισραηλινή στρατιωτική επιχείρηση λόγω των τρομερών εγκλημάτων της Χαμάς, τον Οκτώβριο.

Εντούτοις, ο αριθμός των θυμάτων, η αντίδραση των Παλαιστινίων στη Δυτική Όχθη και η εντεινόμενη δράση της (απολύτως ελεγχόμενης από το σιϊτικό Ιράν) παραστρατιωτικής οργάνωσης Χεζμπολάχ κατά του βορείου Ισραήλ δημιουργούν το υπόβαθρο για την επέκταση της κρίσης.

Άλλωστε, η Τεχεράνη έχει συγκροτήσει τον λεγόμενο «»άξονα αντίστασης», που περιλαμβάνει όχι μόνο την Χεζμπολάχ αλλά και τις σιϊτικές οργανώσεις του Ιράκ, καθώς και τους Χούτι της Υεμένης. Μάλιστα, οι τελευταίοι έχουν αποδειχθεί απροσδόκητα αποτελεσματικοί., καθώς έχουν καταφέρει να διαταράξουν τις θαλάσσιες συγκοινωνίες στον κόλπο του Άντεν και κυρίως στη Διώρυγα του Σουέζ (από την οποία διεξάγεται το 9% της διακίνησης πετρελαίου και το 12% του θαλάσσιου εμπορίου).

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλές εταιρίες (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και πετρελαϊκοί κολοσσοί, όπως η ΒΡ) να εξαναγκάζουν τα πλοία τους στην πραγματοποίηση του περίπλου της Αφρικής, δηλ. ένα ταξίδι 25-28 ημερών, με ότι αυτό συνεπάγεται (π.χ. κατακόρυφη άνοδο των ασφαλίστρων). Συνολικά, 9 στα 10 πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων αποφεύγουν πλέον την Ερυθρά Θάλασσα.

Φυσικά, οι μουλάδες στην Τεχεράνη έχουν απόλυτη γνώση των συσχετισμών και δεν φαίνεται (προς ώρας) να επιθυμούν μία ευθεία στρατιωτική αντιπαράθεση με το Ισραήλ, ασχέτως με τις (συνήθεις στη Μ. Ανατολή) φραστικές μεγαλοστομίες. Αν και έχουν προχωρήσει στη σύσφιξη των σχέσεών τους με τη Ρωσσία και την Κίνα, δύσκολα θα διακινδυνεύσουν μία στρατιωτική ήττα, που ενδεχομένως να οδηγήσει σε κλονισμό του καθεστώτος τους.

Έως τώρα, χρησιμοποιούν επιτυχώς τις προαναφερθείσες οργανώσεις που ελέγχουν για να καταφέρουν πλήγματα ακόμη και στις αμερικανικές δυνάμεις που σταθμεύουν στη Συρία και το Ιράκ, αναπτύσσουν τη στρατιωτική ισχύ τους και εκτοξεύουν απειλές για κλείσιμο των στενών του Ορμούζ σε περίπτωση επίθεσης της Δύσης.

Φυσικά, ουδείς μπορεί να προδικάσει με βεβαιότητα τις μελλοντικές τους κινήσεις σε περίπτωση παράτασης του πολέμου στη Γάζα ή πολύ περισσότερο διάχυσής του στην ευρύτερη περιοχή.

Σήμερα, κάθε πρόβλεψη για τον τερματισμό της συγκεκριμένης κρίσης είναι επισφαλής, καθώς διάφορα σχέδια για τη σύναψη ανακωχής απορρίπτονται από τους εμπολέμους, ενώ Ισραηλινοί αξιωματικοί δηλώνουν ότι η εξάρθρωση του δικτύου της Χαμάς θα απαιτήσει αρκετούς μήνες, χρόνο που η διεθνής κοινότητα δεν φαίνεται διατεθειμένη να παραχωρήσει στο Τελ Αβίβ.

Άλλωστε, ούτε το ίδιο έχει δώσει πειστικές απαντήσεις στο ερώτημα για την επόμενη μέρα στη Γάζα, τους κατοίκους της οποίας ουδένα κράτος επιθυμεί να φιλοξενήσει στο έδαφός του, όπως δήλωσαν απερίφραστα οι ηγέτες της Αιγύπτου και της Ιορδανίας, την 27η Δεκεμβρίου.

Το Κάϊρο γνωρίζει καλώς τους «δεσμούς αίματος» της Χαμάς με τους «αδελφούς Μουσουλμάνους» της Αιγύπτου, που αντιμάχονται τον Πρόεδρο αλ-Σίσι επί χρόνια, ενώ το Αμμάν δεν ξεχνάει τη δράση των Παλαιστινίων «φενταγίν» τη δεκαετία του 1960, που κατέληξε στον αιματηρό «Μαύρο Σεπτέμβρη» του 1970.

Επομένως, τίθεται το ερώτημα τι θα γίνουν, που θα εγκατασταθούν, πως θα σιτιστούν και που θα εργασθούν οι 2.200.000 Παλαιστίνιοι της Γάζας, από την οποία, σημειωτέον, αποχώρησαν οι Ισραηλινοί έποικοι, προ ετών. Ακόμη και αν οι Παλαιστίνιοι μείνουν στην περιοχή, αυτό θα γίνει υπό ποίο καθεστώς;

Μία από τις απόψεις που ακούγονται στα ηγετικά κλιμάκια του Ισραήλ είναι να ελέγχει εκ των έξω την ασφάλεια της Γάζας και να έχει το δικαίωμα της επέμβασης σε αυτήν.

Από την άλλη πλευρά, πολλοί στρατιωτικοί παρατηρητές θεωρούν απίθανη την πλήρη εξάρθρωση του δικτύου της Χαμάς, αρκετοί από τους ηγέτες της οποίας είχαν τη χρονική άνεση να διαφύγουν στο εξωτερικό, μετά την 7η Οκτωβρίου, όταν η ισραηλινή πολιτκο-στρατιωτική ηγεσία καθυστερούσε την έναρξη των επιχειρήσεων για να απομακρυνθούν οι άμαχοι.

Το Ισραήλ θέλει χρόνο, τον οποίο οι εισερχόμενες σε προεκλογική περίοδο Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να του δώσουν, πολλώ δε μάλλον, όταν υπάρχει το ανοικτό μέτωπο της εισβολής των στρατευμάτων της Μόσχας στην Ουκρανία.

Τον τελευταίο καιρό δε και παρά τις πολύ μεγάλες απώλειες σε άνδρες και οπλισμό, οι Ρώσοι κατάφεραν όχι μόνο να σταματήσουν την ουκρανική αντεπίθεση αλλά και να αποκτήσουν οι ίδιοι εδαφικά κέρδη.

Ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζο Μπάϊντεν έχει να αντιμετωπίσει τους Ρεπουμπλικανούς, οι οποίοι θέτουν πάσης φύσεως προσκόμματα και συνδέουν το ουκρανικό με το μεσανατολικό ζήτημα, καθώς και τα δύο μαζί με το θέμα της μετανάστευσης στην Αμερική.

Εν κατακλείδι, το μεσανατολικό ζήτημα είναι δύσκολο και πολυσύνθετο. Κατά τα φαινόμενα, οι Ισραηλινοί ετοιμάζονται να επιτεθούν στη Χεζμπολάχ, η οποία έχει εξαπολύσει έναν πόλεμο φθοράς εναντίον τους από τα εδάφη του Λιβάνου. Εντούτοις, η σιϊτική οργάνωση είναι κατά πολύ ισχυρότερη της Χαμάς, ενώ έχει περισσότερες δυνατότητες ενίσχυσης από το Ιράν μέσω της γειτονικής Συρίας.

Η μόνη εφικτή λύση είναι η δημιουργία δύο κρατών στα οποία και οι δύο λαοί θα απολαμβάνουν όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θα μπορούν να ζουν με ασφάλεια. Αυτό θα συμβεί όταν βρεθούν οι κατάλληλοι ηγέτες και στους δύο λαούς, οι οποίοι θα είναι έτοιμοι να επωμιστούν το πολιτικό κόστος της συγκεκριμένης επιλογής.

(1) Βλέπε τις δηλώσεις του μέλους της Κεντρικής Επιτροπής της ΟΑΠ Zuheir Mohsen στην ολλανδική εφημερίδα Trouw, την 31η Μαρτίου 1997: «Παλαιστινιακός λαός δεν υπάρχει. Η δημιουργία παλαιστινιακού κράτους είναι μέσον για να συνεχίσουμε τον αγώνα μας εναντίον του Ισραήλ και να έχουμε αραβική ενότητα. Δεν υπάρχει σήμερα διαφορά μεταξύ Παλαιστινίων, Ιορδανών, Συρίων και Λιβανέζων. Μιλάμε για παλαιστινιακό λαό, μόνο για πολιτικούς λόγους τακτικής… Για λόγους τακτικής, η Ιορδανία, που είναι ανεξάρτητο κράτος με καθορισμένα σύνορα, δεν μπορεί να διεκδικήσει τις πόλεις Χάϊφα και Τζάφα, αλλά εμείς ως Παλαιστίνιοι μπορούμε να διεκδικήσουμε τη Χάϊφα, τη Τζάφα και την Ιερουσαλήμ…».

* Ο Δρ. Ιωαν. Σ. Παπαφλωράτος είναι Νομικός-Διεθνολόγος, καθηγητής στρατιωτικών σχολών