Έξι χρόνια μετά την πτώση του καθεστώτος του Ben Ali στην Τυνησία, η προσπάθεια για μια ομαλή μετάβαση στον χώρο της Δικαιοσύνης συναντάει εμπόδια.
Η ατιμωρησία για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξακολουθεί να υπάρχει και οι ανώτεροι υπάλληλοι που ευθύνονται για την καταστολή δε βρέθηκαν ποτέ αντιμέτωποι με τη Δικαιοσύνη. Η Επιτροπή Αλήθειας και Αξιοπρέπειας – που δημιουργήθηκε το 2014 για να καθορίσει τις παραβάσεις κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών δικαιωμάτων από διαδοχικές κυβερνήσεις μετά την ανεξαρτησία - δέχεται επίθεση από όλες τις πλευρές.
Η εκ νέου κατάθεση ενός νομοσχεδίου για την οικονομική συμφιλίωση θα μπορούσε να είναι το τελικό πλήγμα για την εύθραυστη πολιτική κατάσταση της Τυνησίας.
Τον Δεκέμβριο του 2013, η Τυνησία δεσμεύτηκε να προσχωρήσει σε μια μεταβατική διαδικασία στον χώρο της Δικαιοσύνης. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, η χώρα έπρεπε να διερευνήσει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έλαβαν χώρα κατά τη διακυβέρνηση του Προέδρου Ben Ali και να παραπέμψει τους κατηγορούμενους. Στόχος ήταν οι έρευνες να βοηθήσουν τα κυβερνητικά θεσμικά όργανα να αποφύγουν τα λάθη και να απομακρύνουν τους υπαλλήλους που ήταν υπεύθυνοι για τις καταχρήσεις του παρελθόντος.
Ο Πρόεδρος Beji Caid Essebsi είχε προτείνει πρώτη φορά το νομοσχέδιο στις 20 Μαρτίου 2015, καθώς όπως ανέφερε θα βελτίωνε το περιβάλλον για τις επενδύσεις και θα αύξανε την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων από διεφθαρμένα στελέχη επιχειρήσεων επιτρέποντας τα κεφάλαια αυτά να χρησιμοποιηθούν για αναπτυξιακά έργα.
Η διακυβέρνηση του πρώην προέδρου Zine el-Abidine Ben Ali βασίστηκε στην καταστολή και στον ασφυκτικό έλεγχο, ενώ παράλληλα ένα δίκτυο γύρω από την ευρύτερη οικογένειά του ήλεγχε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες στη χώρα. Ο Ben Ali και τα στενά μέλη της οικογένειάς του έλαβαν μεγάλες ποινές φυλάκισης για τις εγκληματικές τους δραστηριότητες, ωστόσο ακόμα βρίσκονται σε εξορία και δεν χρειάστηκε να λογοδοτήσουν πουθενά.
Μετά την Αραβική Άνοιξη, ψηφίστηκε νόμος που απαγόρευε πρώην αξιωματούχοι του καθεστώτος Ben Ali και του κυβερνώντος κόμματος να μπορούν να είναι εκ νέου υποψήφιοι. Αυτές οι πρώτες προσπάθειες καταπολέμησης της διαφθοράς, ωστόσο, δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των οικονομικών εγκλημάτων που είχαν διαπραχθεί ούτε να αποδώσουν ευθύνες με αποτέλεσμα το πελατειακό κράτος να διαιωνίζεται.
Η Τυνησία διαθέτει δύο μηχανισμούς για την αντιμετώπιση των εγκλημάτων διαφθοράς. Ο πρώτος είναι ότι το δικαστικό σύστημα έχει την εξουσία να διώκει κάθε πρόσωπο που έχει ωφεληθεί ή είναι συνυπεύθυνος για κάποια υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος. Ο δεύτερος είναι η Επιτροπή Αλήθειας και Αξιοπρέπειας, η οποία έχει στόχο να διερευνά εγκλήματα διαφθοράς, να διαιτητεύει σε αυτές τις υποθέσεις ή να παραπέμπει υποθέσεις επιχειρηματιών ή κυβερνητικών πρακτόρων που είναι ύποπτοι για διαφθορά στη Δικαιοσύνη.
Ο νέος νόμος θα έθετε τέλος σε όλα αυτά, καθώς η Δικαιοσύνη και η Επιτροπή θα ήταν το ένα και το αυτό. Αυτό σημαίνει πως το δικαστικό σύστημα δεν θα είναι σε θέση να ασκήσει δίωξη για διαφθορά σε οποίο λαμβάνει αμνηστία μέσω μιας “Επιτροπής Συμφιλίωσης”.
Η "Επιτροπή Συμφιλίωσης" θα λειτουργούσε μόνο εννέα μήνες και τα μέλη του θα διορίζονται από την κυβέρνηση. Οι πολέμιοι της επιτροπής κάνουν λόγο για μια προσπάθεια που στερείται ανεξαρτησίας. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, η Επιτροπή απευθύνεται μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις διεφθαρμένων επιχειρηματιών που θα έρχονταν ενώπιόν της οικειοθελώς. Παράλληλα, θα επέτρεπε στους κυβερνητικούς αξιωματούχους που εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς να επωφεληθούν από την αμνηστία, υπονομεύοντας τις προσπάθειες για την εξάλειψη της παλιάς διαφθοράς.
Το κίνημα Manich Msamah ή αλλιώς “Δε συγχωρώ” έχει προκαλέσει αρκετή αναταραχή, καθώς οι διαδηλωτές έχουν εκφράσει αρκετές φορές την πεποίθηση ότι δεν μπορεί να υπάρξει συμφιλίωση στη χώρα, αν δεν τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι μεγάλων οικονομικών εγκλημάτων, χρησιμοποιώντας τα νομικά εργαλεία που προσφέρει το επίσημο μεταβατικό σύστημα Δικαιοσύνης της Τυνησίας.
Οι διαμαρτυρίες έγιναν γιατί ο κόσμος απαιτεί απασχόληση που όμως θα διέπεται από διαφάνεια και όχι διαδικασίες πρόσληψης που χειραγωγούνται από δίκτυα διαφθοράς και ένα πελατειακό κράτος που καθορίζει τα πάντα. Τα αυξανόμενα περιστατικά διαφθοράς από το 2015 υπογραμμίζουν τη σημασία ανάληψης δράσης κατά αυτών των πρακτικών, με το να εκτίθεται το παρελθόν τους, να καταπολεμάται η συνέχιση τους.
Ο νόμος της οικονομικής συμφιλίωσης είναι σαφές πως δεν κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η Τυνησία πρέπει να συνεχίσει να ξεκαθαρίζει το τοπίο της οικονομικής λεηλασίας που έλαβε χώρα υπό το καθεστώς του Ben Ali, εάν θέλει να αφήσει πίσω της το παρελθόν και να ακολουθήσει μια πορεία προς τη δημοκρατία.
Πηγές: Human Rights Watch
Επιμέλεια: Δανάη Μαραγκουδάκη