Ο επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Δημοκρατικών στην αμερικανική Γερουσία, ο Τσακ Σούμερ, προειδοποίησε χθες Τρίτη πως η απειλή ακόμη και κήρυξης στάσης πληρωμών από το ομοσπονδιακό κράτος των ΗΠΑ ενδέχεται να εξωθήσει οίκους αξιολόγησης να μειώσουν «πολύ σύντομα» το αξιόχρεο του αμερικανικού δημοσίου εάν δεν βρεθεί το ταχύτερο λύση για την αύξηση του ορίου του χρέους.
Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί έχουν εμπλακεί σε μπραντεφέρ γύρω από την ψηφοφορία για την αύξηση του ορίου του χρέους της μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο, διαδικασία που συνήθως έχει τυπικό χαρακτήρα και αποπερατώνεται εύκολα, όμως αυτή τη φορά έχει ρουφήξει το Κογκρέσο σε κινούμενη άμμο εξαιτίας πολιτικών διενέξεων.
Μπροστά στο αδιέξοδο στο κοινοβούλιο, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αναφέρθηκε νωρίτερα χθες μιλώντας στον Τύπο στην «πραγματική πιθανότητα» να γίνει αλλαγή των κανόνων στο Κογκρέσο ώστε να παρακαμφθεί η δυνατότητα των Ρεπουμπλικάνων να συνεχίσουν την πρακτική κωλυσιεργίας – ή filibuster, στην αργκό του αμερικανικού Κογκρέσου –, ώστε να μπορέσει να εγκριθεί η αύξηση του ορίου του ομοσπονδιακού χρέους.
Ο χρόνος πλέον πιέζει: οι ΗΠΑ θα βρεθούν αντιμέτωπες με έλλειψη χρημάτων τη 18η Οκτωβρίου εάν δεν έχει γίνει η αύξηση μέχρι τότε, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών.
«Οι οίκοι αξιολόγησης λένε τώρα πως είναι πιθανό να προχωρήσουν σε υποβάθμιση (σ.σ. του αξιόχρεου του δημοσίου των ΗΠΑ) πολύ πριν από τη 18η» Οκτωβρίου, είπε ο κ. Σούμερ σε δημοσιογράφους.
Αυτό θα «είχε τεράστιο κόστος για τους αμερικανούς καταναλωτές, για τις αμερικανικές εταιρείες και για την αμερικανική οικονομία», προειδοποίησε επιμένοντας πως οι υποβαθμίσεις μπορεί να έρθουν «πολύ σύντομα».
Το όριο του χρέους είναι το μέγιστο ποσό που μπορούν να δανειστούν οι ΗΠΑ. Η ισχύς του είχε ανασταλεί το 2019, στο πλαίσιο συμφωνίας της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ με τους τότε αντιπολιτευόμενους Δημοκρατικούς, και τέθηκε εκ νέου σε ισχύ από την 1η Αυγούστου. Βρίσκεται στα 28 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Εάν δεν αυξηθεί ή ανασταλεί, η αμερικανική κυβέρνηση θα βρεθεί αναγκασμένη από την επομένη να σταματήσει να λειτουργεί με πίστωση, θα αναγκαστεί να μειώσει δραστικά τις δημόσιες δαπάνες.
Ο Τζο Μπάιντεν ανέβασε κατακόρυφα τον τόνο τη Δευτέρα, καταγγέλλοντας πως εξαιτίας της «ανεύθυνης» ρεπουμπλικανικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί να «εγγυηθεί» το ότι οι ΗΠΑ δεν θα κηρύξουν στάση πληρωμών για πρώτη φορά στην ιστορία τους.
Ψηφοφορία σήμερα
Χάρη στη δυνατότητά τους να μπλοκάρουν την έγκριση νομοθετημάτων στη Γερουσία, οι Ρεπουμπλικάνοι εμπόδισαν δύο φορές την περασμένη εβδομάδα τους Δημοκρατικούς να διευθετήσουν το ζήτημα του χρέους.
Ο κ. Σούμερ προβλέπει να διεξαχθεί νέα, διαδικαστική ψηφοφορία σήμερα επί κειμένου που αναστέλλει το όριο του δανεισμού του ομοσπονδιακού κράτους μέχρι τον Δεκέμβριο του 2022.
Κι αυτό μοιάζει αυτή τη στιγμή καταδικασμένο σε αποτυχία.
Πρέπει στην πράξη 10 Ρεπουμπλικάνοι να ενωθούν με τους 50 Δημοκρατικούς προκειμένου το κείμενο να ξεπεράσει το εμπόδιο και κατόπιν να εγκριθεί οριστικά με τις ψήφους μόνο των Δημοκρατικών.
Η αντιπολίτευση αρνείται σύμπασα να δώσει το πράσινο φως στην αναστολή της ισχύος του ορίου δανεισμού, αφού, κατ’ αυτή, θα παρέδιδε έτσι λευκή επιταγή στα χέρια του Τζο Μπάιντεν, ο οποίος εισηγείται τεράστιες επενδύσεις. Προτρέπουν τους Δημοκρατικούς να την εγκρίνουν χωρίς αυτούς, μέσω ενός ιδιαίτερα περίπλοκου και μακροσκελούς κοινοβουλευτικού ελιγμού.
«Το μήνυμά μου προς τους Ρεπουμπλικάνους: αν δεν θέλετε να βοηθήσετε να σωθεί η χώρα μας, φύγετε από τη μέση», αξίωσε χθες μέσω Twitter ο Τζο Μπάιντεν.
«Θα ήταν καταστροφικό (...) εάν βρισκόμασταν στη θέση να μην έχουμε τους πόρους για να καλύψουμε τις δαπάνες της κυβέρνησης», πέταξε νωρίτερα η αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν μπροστά στην κάμερα του τηλεοπτικού δικτύου CNBC. «Αναμένω στ’ αλήθεια ότι αυτό θα προκαλούσε ύφεση», συμπλήρωσε.
Οι ΗΠΑ δεν έχουν κηρύξει ποτέ στάση πληρωμών αλλά το 2011, επί των ημερών του Μπαράκ Ομπάμα στην αμερικανική προεδρία, παρόμοιο πολιτικό αδιέξοδο είχε ωθήσει τον οίκο Standard and Poor's να αποσύρει την αξιολόγηση «AAA» από το χρέος του αμερικανικού δημοσίου, προκαλώντας σοκ στις διεθνείς αγορές.